Πέμπτη 26 Μαρτίου 2009

Δε θέλω να συνηθίσω

Ημουνα κολλημένος με το αυτοκίνητό μου στο φανάρι. Ένα φανάρι που συναντώ κάθε ημέρα καθότι στο δρόμο μου για τη δουλειά. Εκεί λοιπόν συχνά-πυκνά διάφοροι αμφιβόλου προελεύσεως, ηλιοκαμένοι τύποι έχουν να σου προτείνουν άλλοτε ημερολόγια για παιδάκια άρρωστα, άλλοτε βιβλία για παιδιά με ειδικές ανάγκες, άλλοτε λαχεία για συλλόγους και κοινωφελή ιδρύματα και διάφορα άλλα, από αρωματικό αυτοκινήτου μέχρι μπρελόκ με φωτάκια που τραγουδά (δεν έχω δει πιο κιτς). Εγώ, ενώ έχω υπάρξει το είδος του παιδιού που δίνει όλο το χαρτζιλίκι του σε κατοστάρικα στους άστεγους της Αθήνας ως φοιτητής… μεγάλες στιγμές, εκεί που καπνίζαμε και τη γόπα μας, όχι που λέει ο λόγος, κυριολεκτικά. Ξαφνικά, λοιπόν, συνειδητοποιώ ότι αυτό το παιδί δεν ανοίγει καν το παράθυρο, λέει ένα ψυχρό όχι και δεν νιώθει και τύψεις. Είναι που νιώθω ότι στην χώρα μας μάς πήραν χαμπάρι; Είναι που δεν γουστάρω να με υποχρεώνουν μες στη μέση του δρόμου να δείξω πόσο φιλάνθρωπος είμαι; Είναι που προτιμώ να διαλέξω εγώ πού θα δώσω μια βοήθεια; Πειράζει που θέλω να είναι κάπου πιο προσωπικά και δεν μ’ αρέσει αυτό το «για τα παιδιά» γενικά και αόριστα;Παλιά ίσως να έδινα επειδή ντρεπόμουν. Έρχεται η τύπισσα, μπαίνει μπροστά σου και καρφώνεται να σε κοιτά. Τι να κάνεις κι εσύ; Το χέρι στην τσέπη. Μην ξεχνάμε ότι εδώ είναι Ελλάδα κι όλοι έχουν για να δώσουν. Αυτό που σου κάνει όμως είναι κάτι άλλο από ψυχολογικός εκβιασμός; Ντρέπεσαι που λες μία, ντρέπεσαι δύο και ξαφνικά δεν ντρέπεσαι καθόλου.Είναι άραγε η συνήθεια που σε απαλλάσσει από το συναίσθημα της ντροπής; Μήπως η συνήθεια σε απαλλάσσει από κάθε συναίσθημα; Όπως οι γιατροί για παράδειγμα. Στο πρώτο μάθημα ανατομίας λιποθυμούν. Μετά από κάποιες δεκάδες εγχειρίσεις σου περιγράφουν πώς σπαρταρούσε στο χέρι τους η καρδιά, ενώ μασούν ένα σουβλάκι. Κι αν συμβαίνει αυτό, τι γίνεται στον έρωτα; Η συνήθεια εξαλείφει κι εκεί το συναίσθημα; Γι’ αυτό ο έρωτας της ζωής σου, με τον οποίο κάποτε σου ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι, λιποθυμούσες, σ’ έπιανε ταχυκαρδία και ζούσες σε μια συνεχή νιρβάνα λες κι ένα σύννεφο καπνού απ’ την καλή σου σε κυνηγούσε παντού, τώρα σου πιάνει το …….. και δεν σου κάνει καμία αίσθηση, εκτός κι αν είναι το χέρι της παγωμένο; Άραγε ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για να μπορεί να προσαρμόζεται σ’ όλα κι αυτή η προσαρμοστικότητα είναι που τον κάνει να συνηθίζει και να μη χρειάζεται το συναίσθημα, για να τον πληροφορεί για κάτι που ήδη ξέρει; Δεν ξέρω, απλώς σκέψεις κάνω. Εσείς τι λέτε;

Δεν υπάρχουν σχόλια: