Όλα άρχισαν τον Ιούλιο του 2005,όταν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν πέρασε τροποποιήσεις των νόμων που ορίζουν τη λειτουργία της αστυνομίας,των μυστικών υπηρεσιών και της χωροφυλακής,δίνοντάς τους το ελεύθερο να παρακολουθούν τηλεφωνικές συνομιλίες χωρίς δικαστική εντολή.Του ανταποκριτή μας στην Τουρκία Niyazi Dalyanci.Με τις ίδιες τροποποιήσεις,επίσης δημιουργήθηκε μια μονάδα με την επωνυμία «Διεύθυνση Τηλεπικοινωνιών» (TIB),επιφορτισμένη με την επίβλεψη τόσο των τηλεφωνικών όσο και των διαδικτυακών υποκλοπών.
Από τότε,οι τηλεφωνικές συνομιλίες και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο που υποκλέπτονται από τις αρχές έχουν προστεθεί στο πολιτικό οπλοστάσιο του αγώνα μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης στην Τουρκία.Ωστόσο,η αποκάλυψη την προηγούμενη εβδομάδα ότι πληθώρα δικαστών και εισαγγελέων,συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπηρετούν στο Ανώτατο Δικαστήριο της Τουρκίας,έχουν πέσει θύματα επίσημης παρακολούθησης,οδήγησε τους δικαστικούς κύκλους να θέσουν το κρίσιμο ερώτημα του αν η Τουρκία οδεύει προς ένα φασιστικό καθεστώς εκφοβισμού ακόμη και των ανώτερων δικαστικών,οι οποίοι θα τίθενται υπό πίεση και δε θα μπορούν να λειτουργήσουν σωστά.
Από την ψήφιση του νόμου,τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που υποστηρίζουν την κυβέρνηση Ερντογάν συχνά τυπώνουν το περιεχόμενο τηλεφωνικών συνομιλιών που διέρρευσαν σε αυτά από «άγνωστες πηγές»,μεταξύ κατηγορουμένων στην αμφιλεγόμενη δίκη της υπόθεσης Εργκενεκόν.Κατά τη δίκη,στρατιωτικό προσωπικό που συμπεριλάμβανε αξιωματικούς εν αποστρατεία,καθηγητές,δημοσιογράφους και σκοτεινές φιγούρες γνωστές για την εμπλοκή τους σε δραστηριότητες του «βαθέος κράτους», αντιμετωπίζει την κατηγορία της σύστασης «ένοπλης τρομοκρατικής οργάνωσης» με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης.
Η δίκη επικρίθηκε για τον κολοσσιαίο αριθμό στοιχείων ανιχνευόμενων σε δεκάδες χιλιάδες σελίδων και για την ανομοιογένεια των περισσότερων από τους 300 εναγόμενους,οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο.
Οι επικριτές της υπόθεσης υποστήριξαν ότι η κυβέρνηση τη χρησιμοποιεί για να φιμώσει την αντιπολίτευση στη χώρα.Ωστόσο,την προηγούμενη εβδομάδα το θέμα πήρε απειλητικές διαστάσεις,όταν αποκαλύφθηκε ότι παρακολουθούνταν τα τηλέφωνα του Aykut Cengiz Engin,του επικεφαλής της Εισαγγελίας Κωνσταντινούπολης,ο οποίος θεωρείται ιεραρχικά ανώτερος από τους τρεις εισαγγελείς της υπόθεσης Εργκενεκόν.Ο υπουργός Δικαιοσύνης Sadullah Ergin παραδέχτηκε ότι ο Engin βρίσκεται υπό ηλεκτρονική παρακολούθηση από το Σεπτέμβριο του 2008.Σύμφωνα με τουρκικές δημοσιογραφικές αναφορές,οι εισαγγελείς στην υπόθεση Ergenekon υποψιάζονταν ότι ο Engin πιθανόν είχε σχέση με τους κατηγορούμενους της υπόθεσης και για το λόγο αυτό ζήτησαν από το υπουργείο Δικαιοσύνης να παγιδεύσει τα τηλέφωνά του.
Το γεγονός συνέπεσε με την κίνηση του υπουργείου Δικαιοσύνης να αποπέμψει ένα δικαστή που αποφάσισε ότι ο πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιούλ θα έπρεπε να δικαστεί για μια υπόθεση υπεξαίρεσης χρημάτων του 1998,γνωστή ως «το χαμένο τρισεκατομμύριο».Όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε να κηρύξει παράνομο το Κόμμα της Ευημερίας (RP), απαίτησε να επιστρέψει τα χρήματα που το υπουργείο Οικονομίας παρέχει σε όλα τα πολιτικά κόμματα κατά τη διάρκεια των εκλογών.Ο Γκιούλ ήταν τότε ένας από τους αναπληρωτές προέδρους του Κόμματος της Ευημερίας,το οποίο είχε πρόεδρο τον πρώην πρωθυπουργό Necmettin Erbakan.Τα χρήματα ποτέ δεν επιστράφηκαν.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης,ωστόσο,ζητά επίσης από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Δικαστών και Εισαγγελέων να διαγράψει τον Omer Faruk Eminagaoglu,Πρόεδρο του Συλλόγου Δικαστών και Εισαγγελέων (YARSAV),μιας μη κυβερνητικής επαγγελματικής ένωσης.Ο Eminagaoglu έχει αντιδράσεις αρκετά ανοιχτά στις νομοθετικές δραστηριότητες της κυβέρνησης που αφορούν στο τουρκικό δικαστικό σώμα.Ωστόσο,το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν διαθέτει τη δικαιοδοσία να καθαιρεί δικαστές και εισαγγελείς. Τέτοιες αποφάσεις βρίσκονται στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο ήταν ένα σώμα ανεξάρτητο από την κυβέρνηση ως το 1980,αλλά του οποίου το νομικό καθεστώς τροποποιήθηκε από τη στρατιωτική δικτατορία,ώστε ο υπουργός Δικαιοσύνης και ο σύμβουλός του να είναι μέλη του Συμβουλίου–μια απόφαση που έχει επικριθεί έντονα.
Ο δικαστής του Ποινικού Δικαστηρίου Omer Kacmaz,ο οποίος εξέδωσε την απόφαση κατά του προέδρου Γκιούλ,διέταξε επιπλέον έρευνα στα γραφεία της Διεύθυνσης Τηλεπικοινωνιών (TIB).Η έρευνα στις 5 Νοεμβρίου αποκάλυψε ότι τα τηλέφωνα του Ανώτατου Δικαστηρίου επίσης παρακολουθούνταν.
Ο Kacmaz διέταξε την έρευνα υποστηρίζοντας ότι το TIB διεξάγει παράνομες παρακολουθήσεις και ο Hayri Keskin,ο δικαστής που ηγήθηκε της ομάδας που ερεύνησε τα γραφεία,συνέταξε καταγγελία κατά του Mustafa Akar,του επικεφαλής του νομικού τμήματος του TIB για προσπάθεια παρακώλυσης της έρευνας.
Ένας νόμος του 1995 έδωσε στον πρωθυπουργό την αποκλειστική δικαιοδοσία να διορίζει τον αρχηγό του TIB και να διαλέγει τα μέλη των επιτροπών ελέγχου.Φέτος τον Ιανουάριο,το Συνταγματικό Δικαστήριο ανακάλεσε διατάξεις αυτού του νόμου.Ωστόσο, επειδή η Βουλή δεν πέρασε κάποια καινούρια νομοθεσία για να τον αντικαταστήσει ο Ερντογάν διατηρεί αυτή την εξουσία.
Ο Fikret Ilkiz,δικηγόρος που ειδικεύεται στα Μέσα υποστηρίζει ότι ολόκληρος ο νόμος είναι αντισυνταγματικός και ότι θα έπρεπε να είχε ανακληθεί ολοσχερώς.«Αυτό το μέτρο έχει θέσει εκτός δικαστικού ελέγχου ένα σημαντικό μέρος της νομικής διαδικασίας, όπως οι υποκλοπές.Καμία αρχή δεν θα έπρεπε να έχει την εξουσία να παρακολουθεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις πριν από την απόφαση του αρμόδιου δικαστή» είπε ο Ilkiz.
Ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου, Hasan Gerceker,ζήτησε εξηγήσεις από το γραφείο του επικεφαλής της Εισαγγελίας της Άγκυρας σχετικά με τις υποκλοπές στα τηλέφωνα του ανώτατου δικαστηρίου.«Αν τα τηλέφωνά μας παρακολουθούνται με δικαστική εντολή, πρόκειται για μια δυσοίωνη κατάσταση.Διότι κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να ζητήσει την παρακολούθηση των τηλεφώνων του ανώτατου δικαστηρίου»,δήλωσε ο Gerceker.
Το γραφείο του Eminagaoglu στεγάζεται στο κτίριο του Ανώτατου Δικαστηρίου και σύμφωνα με τις αναφορές του Τύπου,το TIB προσπάθησε να παγιδεύσει το τηλέφωνό του.
Ο Fethi Simsek,επικεφαλής του TIB,αποδέχτηκε ως αληθή την καταγγελία,αλλά υποστήριξε ότι «δεν μπορούσαν να το παγιδεύσουν εξαιτίας του τηλεφωνικού μεταλλάκτη που δεν έδινε πρόσβαση».
Το υπουργείο Δικαιοσύνης,σε γραπτή δήλωσή του, ισχυρίστηκε ότι η νομικές κινήσεις ενάντια τόσο στον Kacmaz όσο και στον Eminagaoglu δεν είχαν καμία σχέση με τηλεφωνική υποκλοπή.Η δήλωση αναφέρει ότι οι επιθεωρητές του υπουργείου είχαν εντοπίσει ανωμαλίες στις επαγγελματικές πρακτικές και των δύο,καθώς και πειθαρχικές παραβιάσεις εκ μέρους τους.
Η όλη υπόθεση δείχνει ότι η διχοτόμηση στην Τουρκία πλέον αγγίζει και το δικαστικό σύστημα,όπου δικαστές και εισαγγελείς υπέρ της κυβέρνησης αντιμάχονται τους αντιπάλους τους με όλα τα δυνατά μέσα,ενώ η κυβέρνηση μιλάει για «μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα».Το αν ο στόχος μιας μεταρρύθμισης θα είναι να υποτάξει ολόκληρο το δικαστικό σύστημα στην κυβέρνηση,αυτό θα φανεί στη συνέχεια.
Και ο Ερντογάν παρακολουθείται
Ωστόσο,η παρακολούθηση είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις.Με τη σημερινή τεχνολογία, η «παγίδευση» δεν μπορεί να είναι αποκλειστικό προνόμιο όσων βρίσκονται στην εξουσία.Η απάντηση στις κυβερνητικές τακτικές ήρθε στο φως μέσα από το εβδομαδιαίο περιοδικό Aydinlik,που πρόσκειται στο Εργατικό Κόμμα (IP),ο αρχηγός του οποίου,Dogu Perincek,βρίσκεται στη φυλακή ως ένας εκ των εναγομένων στην υπόθεση Εργκενεκόν.
Το περιοδικό δημοσίευσε αυτολεξεί τις τηλεφωνικές συνομιλίες του Ερντογάν το 2004 με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ,τον τότε αντίπαλο του Τουρκοκύπριου αρχηγού Ραούφ Ντενκτάς, καθώς και με τον κοντινό του φίλο επιχειρηματία Remzi Gur,ιδιοκτήτη της εταιρείας ετοίμων ενδυμάτων Ramsey με βάση το Λονδίνο.
Η συνομιλία του 2004 με τον Ταλάτ καταδεικνύει το πώς οι δύο προσπαθούσαν να ξεφορτωθούν τον Ντενκτάς πριν από το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν.«Είναι τελειωμένος,κανείς δεν πρόκειται να τον θεωρήσει υπολογίσιμο παίκτη πλέον»,έλεγε ο Ερντογάν στον Ταλάτ,ο οποίο εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του στον Τούρκο πρωθυπουργό για την υποστήριξή του.
Η δεύτερη συζήτηση, με τον Gur,ήταν πιθανόν πιο ντροπιαστική καθώς ο Ερντογάν ζητούσε από τον επιχειρηματία να στείλει «20 με 25»–πιθανόν χιλιάδες δολάρια-στην κόρη του Τούρκου πρωθυπουργόυ,Sumeyye «η οποία βρίσκεται σε κάπως δυσχερή θέση» στις Η.Π.Α.Ο Gur διέψευσε ότι η συνομιλία πραγματοποιήθηκε και απείλησε να πάει τους εκδότες στα δικαστήρια.Αλλά προτού να μπορέσει να το κάνει,στην Κωνσταντινούπολη, εισαγγελείς ανέκριναν τον διευθυντή σύνταξης και τον συντάκτη τοπικών ειδήσεων του Aydinlik και διέταξαν την σύλληψή τους.Οι δύο συνελήφθησαν για παράνομη παγίδευση τηλεφώνου και συμμετοχή σε παράνομη οργάνωση.
Ήταν οι πρώτοι δημοσιογράφοι που κατέληξαν στη φυλακή,επειδή δημοσίευσαν συνομιλίες από υποκλοπή.Μέχρι τώρα δεν έχει κινηθεί καμία άλλη νομική διαδικασία για όσους δημοσίευσαν υποκλεμμένο υλικό.Οι δημοσιογράφοι της Aydinlik μάλλον απλά βρίσκονταν στη λάθος πλευρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου