Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

H φασολάδα, το κερί, ο φτωχός Έλληνας και ο νέος φέρελπις δικαστής!

Ήταν χειμώνας βαρύς. Πολύ βαρύς! Στο καφενείο ενός μικρού και όμορφου χωριού ( ας πούμε σαν την Ελλάδα), σε ένα τραπέζι γεμάτο πλούσια εδέσματα, μεζέδες και ποτά, δίπλα στο ζεστό τζάκι κάθονταν και διασκέδαζαν οι προύχοντες. (Ας πούμε π.χ. όπως ο Παπανδρέου, ο Βενιζέλος, ο Σαμαράς, οι καναλάρχες, τα στελέχη της τρόικα, η Μέρκελ, ο Σόιμπλε ).
Στην άλλη γωνία του καφενείου, μακριά από το τζάκι κάθονταν μόνος του, ένας ρακένδυτος, άνεργος, φτωχός, που είχε στο τραπέζι του μόνο ένα ποτήρι νερό ( Ας πούμε σαν τον Έλληνα άνεργο και απελπισμένο πολίτη).
Οι προύχοντες έτρωγαν και έπιναν ρητορεύοντας δυνατά για τα πλούτη τους και για την ικανότητά τους να πείθουν το λαό ότι μαζί ...θα τα φάμε! Αντίθετα ο φτωχός θαμώνας του καφενείου, μάλλον τη ζεστασιά της αίθουσας προσπαθούσε να “κλέψει”, αφού δεν είχε λεφτά να παραγγείλει ούτε μια ρακί. Επειδή όμως η πείνα δεν παλεύεται, για όσους γνωρίζουν αυτό το συναίσθημα, ο φτωχός δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τα πλούσια εδέσματα του τραπεζιού των αρχόντων του χωριού του.
Ένας από τους άρχοντες (ας πούμε ο Βενιζέλος, ή ο Σαμαράς δεν θυμάμαι καλά) παρατήρησε το πεινασμένο βλέμμα του φτωχού και θέλοντας να τον περιγελάσει, τον κάλεσε να έρθει στο τραπέζι των πλουσίων. Έτσι και έγινε!
“Θέλεις να φας;” τον ρώτησαν το αυτονόητο! “Ναι” απάντησε ο φτωχός που άρχισε να ονειρεύεται ήδη το πρώτο λαχταριστό κομμάτι ψητού φιλέτου να κυλάει στον ουρανίσκο του. “Θέλεις να γίνεις άρχοντας και εσύ;” συνέχισε τις προσφορές ένας εκ των πλουσίων της παρέας (ας πούμε σαν τη συγκυβέρνηση ένα πράμα).
“Αν θέλω λέει”, απάντησε με καημό ο μάλλον ξαφνιασμένος από την αναπάντεχη τύχη του, φτωχός θαμώνας του καφενείου  η Ελλάς (όπως προείπαμε)!
Ο πιο αυστηρός της παρέας (ας πούμε σαν τον Σόιμπλε) με σοβαρό ύφος και βαριά φωνή, ανέλαβε να κάνει μια συμφωνία.
“Εμείς οι άρχοντες σου αποφασίσαμε να σου δώσουμε 1 εκ. (ας πούμε ευρώ) και ένα πλούσιο τραπέζι, εάν καταφέρεις και επιβιώσεις γυμνός για ένα ολόκληρο βράδυ μέσα στο χιόνι και στο βαρύ κρύο”!
“Το δέχεσαι;” τον ρώτησαν με διασκεδαστική διάθεση οι άρχοντες περιμένοντας μάλλον να ακούσουν το πρώτο όχι!
Ο φτωχός δεν απάντησε αμέσως. Σκέφτηκε. “ Και έτσι, ως άνεργος και φτωχός πεθαμένος είμαι. Θα δοκιμάσω να μείνω γυμνός στο χιόνι και ότι γίνει!”
“Ναι” δέχομαι τους απάντησε με αποφασιστική φωνή. Το στοίχημα ξεκίνησε. Ο φτωχός κάτοικος του όμορφου χωριού (ας πούμε σαν την Ελλάδα), γδύθηκε και βγήκε στο χιόνι επιχειρώντας να αναμετρηθεί με τη μάνα φύση και την όχι αφύσικη σκληρότητα των αρχόντων!
Η νύχτα πέρασε. Γρήγορα για αυτούς που έπιναν και γλεντούσαν. Αργά σαν βασανιστικός θάνατος για τον γυμνό μέσα στο χιόνι. Οι άρχοντες τέλειωσαν το ολονύκτιο γλέντι και εκεί που είχαν ξεχάσει τον καταδικασμένο φτωχό, νάσου αυτός και εμφανίστηκε στην πόρτα του καφενείου, κατάχλωμος και παγωμένος, πλην όμως ζωντανός και κερδισμένος!
Δεν πίστευαν στα μάτια τους ότι έχασαν το στοίχημα οι ισχυροί (ας πούμε σαν τα μνημονικά κόμματα που έπαθαν καθίζηση στις εκλογές).
Αφού τον συνέφεραν κοντά στο τζάκι και ήταν έτοιμοι να του μετρήσουν και 1 εκ. ευρώ, του έκαναν μια τελευταία ερώτηση:
“Πες μας αλήθεια, πώς τα κατάφερες να επιβιώσεις γυμνός όλη νύχτα μέσα στο χιόνι και στο αγιάζι;”
Χαρούμενος για τη νίκη του και ανυποψίαστος για το τι θα επακολουθούσε ο φτωχός τους περιέγραψε τι συνέβηκε:
“Κατάφερα και επέζησα - τους λέει - γιατί βλέποντας από μακριά τη φωτιά από το τζάκι του καφενείου, φανταζόμουν ότι ήμουν δίπλα της και ζεσταινόμουν. Με αυτή τη σκέψη, ότι σε λίγο θα βρεθώ δίπλα στη φωτιά, γέμισα ελπίδες και επέζησα”.
“Ααααλτ ” φωνάζει δυνατά ένας από τους άρχοντες. “Αυτό που έκανες παραβαίνει τη συμφωνία μας”, του λέει! "Εμείς είπαμε να είσαι γυμνός και μακριά από κάθε πηγή θερμότητας για να μην ζεσταίνεσαι. Εσύ έβλεπες τη φωτιά του καφενείου και άρα ζεσταινόσουν. Αυτό ήταν εκτός συμφωνίας. Θα πάμε σε δικαστή να λύσει τη διαφορά μας!”
Ούτε έφαγε αλλά ούτε πήρε τα λεφτά του στοιχήματος ο φτωχός, αλλά μην μπορώντας να κάνει και αλλιώς, δέχτηκε να πάνε στον δικαστή του χωριού, για να βρει το δίκιο του.
Ο παλιός δικαστής του χωριού είχε φύγει. Συγκεκριμένα ήταν στη φυλακή για κάποιες απάτες που είχε κάνει (ας πούμε κάτι σαν τον Άκη). Τη θεσμική θέση του είχε αναλάβει ένας νέος δικαστής, ωραίος, φέρελπις και κυρίως αμόλυντος (ας πούμε όπως ο Αλέξης Τσίπρας). Οι άρχοντες μόλις τον είδαν θορυβήθηκαν γιατί δεν ήξεραν πως δικάζει. Είχαν συνηθίσει στην ευκολία των αποφάσεων του προηγούμενου δικού τους δικαστή, που όμως τα έργα του τον έστειλαν στα κάγκελα.
Τέλος πάντων ο φτωχός επέμενε και η δίκη ξεκίνησε. Ο νέος δικαστής ανακοίνωσε στους διαδίκους ότι πριν ξεκινήσει η δίκη θα τους φιλέψει από ένα πιάτο νόστιμη φασολάδα (ας πούμε ελληνικότατο, λαϊκό και όχι μόνο, έδεσμα).
Ο δικαστής κρεμάει στην κορυφή της αίθουσας μια κατσαρόλα γεμάτη φασόλια, λάδι και νερό και στο πάτωμα βάζει ένα αναμμένο κερί, για να βράσει η φασολάδα!
Οι άρχοντες, μόλις είδαν το δικαστή να βάζει την κατσαρόλα στο ταβάνι και το κεράκι στο πάτωμα, γέλασαν ειρωνικά, λέγοντας στον φέρελπι λειτουργό της Θέμιδας, ότι με αυτόν τον τρόπο η φασολάδα δεν πρόκειται να βράσει ούτε σε 1000 χρόνια!
“Σωστή και λογική η παρατήρησή σας” απάντησε στους άρχοντες ο νέος δικαστής (ας πούμε κάτι σαν τον Αλέξη Τσίπρα). Και συνέχισε. “Τότε γιατί κατηγορήσατε τον φτωχό ότι ζεσταίνονταν που έβλεπε τη φωτιά από 100 μέτρα μακριά μέσα στο χιόνι;”
Η απόφαση πάρθηκε. Το νέο μαθεύτηκε σε όλο το χωριό. Ο νέος δικαστής επιτέλους ήταν δίκαιος και δεν λογάριαζε τους ισχυρούς που είχαν άδικο. Οι άρχοντες έχασαν το στοίχημα και ο φτωχός κέρδισε! Ένα αεράκι ελπίδας φύσηξε στο όμορφο χωριό (ας πούμε σαν την Ελλάδα) κάνοντας πολλούς φτωχούς κατοίκους να ανασάνουν!
Και κυρίως να ονειρεύονται και να ελπίζουν που είναι τα δυο ανθρώπινα συστατικά για κάθε ανάπτυξη (ας πούμε σαν κι αυτή που έχει μεγάλη ανάγκη και η Ελλάδα μας).

Δεν υπάρχουν σχόλια: