Σάββατο 11 Απριλίου 2009

Ο μικρός πρίγκιπας και το αστέρι!

Θυμάμαι ότι ενώ τα άλλα παιδάκια στο νηπιαγωγείο ζωγράφιζαν ανέμελα με τους μαρκαδόρους και τις νερομπογιές και έφτιαχναν δέντρα, λουλούδια, σπίτια και καραβάκια, εγώ έγραφα με τα πρώτα μου γραμματάκια τη λέξη που δεν μπορούσα να προφέρω, «μητέρα».
Έδινα στο λευκό χαρτί χρώμα και μέσα στο ζωηρό αυτό πλαίσιο υπήρχαν διάσπαρτα τα γράμματα που σχημάτιζαν τη μορφή που μου είχε λείψει περισσότερο, της μανούλας μου.Όταν με τα πολλά επέμεινε η δασκάλα να ζωγραφίσω, σχεδίασα ένα σπίτι, έναν κήπο με λουλούδια, έναν άνδρα με μια τσάντα και έναν κοριτσάκι που το κρατούσε από το χέρι ένα αστέρι.
Δεν θα ξεχάσω πόσο άσχημα ένιωσα όταν αυτή η ίδια δασκάλα με σήκωσε μπροστά σε όλα τα παιδιά και μου ζητούσε να τους εξηγήσω για το κοριτσάκι με το αστέρι…
Πώς μπορούσα να πω το μυστικό μου σε όλα τα παιδάκια; Γιατί αυτή η μεγάλη κυρία ήθελε να με κάνει να κλαίω; Αχ, πόσο θα ήθελα να είχα κι εγώ την μαμά μου, να της πω γι’ αυτή την κακιά δασκάλα;Ο μπαμπάς μου γύριζε πάντα κουρασμένος από τη δουλειά και δεν είχε χρόνο. Χώρια που το άτιμο το σκουπιδάκι έμπαινε στα μάτια του κάθε φορά που έπρεπε να του παραπονεθώ για το απρογραμμάτιστο ταξίδι της μανούλας μου. Παλιομολυσμένη ατμόσφαιρα!Ξέρω θα άρχιζε πάλι το γνωστό του παραμύθι… Εμφανίστηκε ξαφνικά στη μανούλα μια νεράιδα και της είπε, «Επειδή ο Θεός σε παρακολουθεί από ψηλά από την ημέρα που γεννήθηκες και πιστεύει ότι είσαι ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου θέλει να σου κάνει ένα δώρο. Θα σου πραγματοποιήσει την μεγαλύτερή σου επιθυμία. Και η μαμά επειδή από μικρή ήθελε να ταξιδέψει στα αστέρια, σαν τον μικρό Πρίγκιπα που σου διάβαζε όταν γεννήθηκες, έφυγε για το μεγάλο ταξίδι!»Δεν το χωρούσε το μυαλό μου! Προτίμησε τα αστέρια από εμένα και τον μπαμπάς μου; Κι έφυγε τόσο βιαστικά που ούτε καν με χαιρέτισε; Καλά την αγαπημένη της βαλίτσα γιατί δεν την πήρε. Πού θα έβαζε το δώρο μου;Αμάν και αυτό το σκουπιδάκι δεν άφηνε ποτέ τον μπαμπά μου να της τηλεφωνήσει. Όλο βούιζε το ακουστικό και μετά έτριβε τα μάτια του γιατί δήθεν δεν έβλεπε τα νούμερα.Έτσι απέμενα πάλι να κοιτάζω από το παράθυρο τα θολά αστέρια που φώτιζαν τον σκοτεινό ουρανό. Μα πού κρύφτηκε κι αυτή; Πώς έμενε στα μικρά αυτά αστεράκια και έφυγε από το τεράστιο σπίτι μας;Έτσι είχα ακούσει να λέει ο μπαμπάς στη γιαγιά μου και μητέρα της μητέρας μου. «Έφυγε κι αυτή και μας άφησε σε ένα τεράστιο άδειο σπίτι!» Καλά το είχα καταλάβει ότι ούτε του μπαμπά του άρεσε αυτή η τρέλα της μαμάς.
«Υπομονή», έλεγα στον εαυτό μου, «θα το καταλάβει και θα γυρίσει γιατί μας αγαπάει…»
Όμως τα χρόνια έφευγαν και η μαμά δεν γύριζε. Αγόρασα και ένα τηλεσκόπιο μήπως μπορέσω και δω τη μορφή της ξανά ανάμεσα στην Μεγάλη Άρκτο, που είναι εμφανής όλες τις εποχές του χρόνου ή στην πίσω πλευρά της, την μικρή άρκτο και στην Κασσιόπη. Απούσα, όμως, όπως στη ζωή μας.
Ζούσα τα χειρότερα δύο χρόνια από τη στιγμή που είχε φύγει. Ήθελα να μυρίσω ξανά το άρωμά της, να με φροντίσει όταν αρρώσταινα, να με φιλάει και να με αγκαλιάζει όπως όλες οι μητέρες τα παιδιά τους.Ασυναίσθητα νομίζοντας ότι θα με δει έπινα μια γουλιά γάλα από το μπουκάλι και αμέσως έπαιρνα την κούπα… Δεν ήταν σωστό έλεγε. Γιατί αυτό που είχε κάνει εκείνη ήταν σωστό;Από εδώ και πέρα θα έκανα κι εγώ ότι την ενοχλούσε; Θα έπινα από το μπουκάλι γάλα, θα έτρωγα με τα χέρια και δεν θα κοιμόμουν το μεσημέρι. Το τελειωτικό χτύπημα θα ήταν να της σκίσω το αγαπημένο της βιβλίο, τον «Μικρό Πρίγκιπα».
Η γιαγιά μου, η μητέρα της «φευγάτης», ενημέρωσε τον πατέρα μου γι’ αυτή μου την συμπεριφορά. Ο μπαμπάς μου εκείνη τη μέρα δεν ήταν κουρασμένος. Με βρήκε να φυλλομετρώ το βιβλίο και να ετοιμάζομαι να το κατασπαράξω… Δεν πρόλαβα.
«Αγαπούλα μου, θέλω να σου πω μια ιστορία», σκεφτόμουν ότι αρχίνισε πάλι ο μπαμπάς τα παραμύθια… «Θέλω να ξέρεις ότι η μανούλα έπρεπε να φύγει αυτό το ταξίδι. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Μην θυμώνεις μαζί της… Και να ξέρεις ότι σε αγαπάει και πάντα θα είναι δίπλα σου!»Πονηρή σαν αλεπού τον παγίδευσα, «Ωραία, αφού δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς και έφυγε, κάλεσέ την τουλάχιστον στο τηλέφωνο να την ακούσω. Μόνο να την ακούσω. Να της πω ότι την αγαπάω και μου λείπει…»Τώρα είχε λυγίσει… Τα δάκρυά του είχαν σκορπιστεί σαν διαμάντια στο πάτωμα κι εγώ τον κοιτούσα. Πώς να μου έλεγε ότι δεν θα ξαναμιλούσα ποτέ στην μητέρα μου; Δεν θυμόμουν καλά – καλά τη μορφή της. Μόνο τα χέρια της που σαν φτερούγες με προστάτευαν από τον άγριο κόσμο των φόβων μου.Άπλωσε τα δικά του. Άγαρμπα στην αρχή, αλλά ένιωθα σιγουριά μέσα τους. «Μεγάλωσες πια μωράκι μου και πρέπει να σου πω την αλήθεια. Η ζωή είναι ένας κύκλος. Για άλλους μεγαλύτερος και για άλλους μικρότερος. Όπως τα φύλλα ανθίζουν και μαραίνονται, έτσι κι εμείς. Η μανούλα δεν θα ξαναγυρίσει. Έκλεισε ο κύκλος της σε αυτή την επίγεια ζωή. Τώρα είναι λαμπερό αστέρι στον ουρανό και φωτίζει το δρόμο σου. Δεν σε εγκατέλειψε!»«Κι εγώ,σε ποιον θα πω, εγώ, για την κακιά δασκάλα που με μάλωσε γιατί ζωγράφισα τη μαμά σαν αστέρι; Πώς θα την ξαναδώ; Δίκιο είχε η φίλη μου που μου έλεγε ότι η μαμά πέθανε σαν το λαγουδάκι της…»Εκείνο το βράδυ έκλαψα πολύ. Στο όνειρό μου είδα ότι ήμουν ο Μικρός Πρίγκιπας και επισκέφτηκα τον πλανήτη «μαμά». Εκεί ήταν λέει και η δική μου μαμά, η οποία με το που με είδε με αγκάλιαζε και με φιλούσε όπως μικρή. Με σήκωνε στον αέρα και το άρωμά της με μεθούσε. «Σου αρέσει το βιβλίο που σου άφησα;», με ρώτησε. Ντράπηκα επειδή εγώ ήθελα να το καταστρέψω για να την εκδικηθώ.«Να το διαβάζεις και να με θυμάσαι… Κάπου μέσα στις αράδες του θα βρίσκομαι κι εγώ. Να προσέχεις τον μπαμπά και να είσαι φρόνιμη!», είπε και χάθηκε. Φώναζα να γυρίσει, όμως εκείνη προχωρούσε μέσα σε ένα ανθισμένο κήπο και μου έγνεφε «Αντίο, θα τα ξαναπούμε».Όταν ξύπνησα είδα τον μπαμπά μου στο προσκεφάλι μου. Του αφηγήθηκα όσα είδα. «Από εδώ και πέρα είμαστε οι δύο μας. Και εγώ για σένα μόνο, για κανέναν άλλον.», μου είπε.Μια ολόκληρη ζωή οι δύο μας, τριανταένα χρόνια. Και να που τώρα «έπρεπε να φύγει κι αυτός», τώρα έκλεινε και ο δικός του κύκλος της επίγειας ζωής. Θα γινόταν κι εκείνος αστέρι, θα έβρισκε τη μαμά μου και θα χόρευαν μέσα στον ανθισμένο κήπο για πάντα μαζί…Τακτοποιούσα τα πράγματά του. Ανάμεσα τους βρήκα τον «Μικρό Πρίγκιπα», το ξαναδιάβαζε όπως φαίνεται. Ο σελιδοδείκτης στο τέλος του 4ου κεφαλαίου:«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρός πρίγκιπας που κατοικούσε σ' ένα μικρό πλανήτη, μόλις πιο μεγάλο από τον ίδιο και που είχε ανάγκη από ένα φίλο...»
Για κείνους που καταλαβαίνουν τη ζωή, η διατύπωση αυτή θα έδειχνε πολύ περισσότερο αληθινή.Γιατί δεν θα μου άρεσε να διαβαστεί το βιβλίο μου με επιπολαιότητα. Νιώθω τόση θλίψη, καθώς διηγούμαι τούτες τις αναμνήσεις. Έχουν κιόλας περάσει έξη χρόνια από τότε που ο φίλος μου έφυγε μαζί με το αρνάκι του. Κι αν εδώ κάνω μια προσπάθεια να τον περιγράψω, αυτό γίνεται για να μην τον ξεχάσω. Είναι πολύ θλιβερό να ξεχνάς ένα φίλο. Δεν έχουν ένα φίλο όλοι οι άνθρωποι.Μπορεί κι εγώ να καταντήσω σαν τους μεγάλους, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα νούμερα. Κι ακόμη, ακριβώς γι' αυτό πήγα κι αγόρασα ένα κουτί με χρώματα και κραγιόνια. Είναι σκληρό να ξαναρχίζεις να σχεδιάζεις στη δική μου ηλικία, σαν δεν το έχεις ξανακάνει παρά μονάχα τότε με τον κλειστό και τον ανοιχτό βόα, στα έξη μου χρόνια!Θα δοκιμάσω, φυσικά, να ζωγραφίσω δικά του πορτρέτα που να του μοιάζουν όσο πιο πολύ γίνεται.
Ο φίλος μου δεν έδινε ποτέ εξηγήσεις.Καθόλου απίθανο να με νόμιζε όμοιό του. Όμως εγώ, δυστυχώς, δεν ξέρω κάποιο τρόπο για να βλέπω τα αρνάκια μέσα από τις κάσες. Ίσως είμαι κάπως σαν και τους μεγάλους. Θα πρέπει να έχω γεράσει….»Καληνύχτα «Μικρέ Πρίγκιπα», είπα έκλεισα το βιβλίο. Καληνύχτα «Αστέρι» μου απάντησαν νοερά και οι δύο, που τώρα πια τους ονειρευόμουν να χορεύουν «Το Βαλς των χαμένων ονείρων» στην αυλή του Παραδείσου!

Δεν υπάρχουν σχόλια: