Το πιο πρόσφατο πιασάρικο θέμα στα «δελτία ειδήσεων» των καναλιών, αλλά και στα γραπτά μέσα, είναι - τι άλλο; - η οικονομική κρίση. Δραματουργικά ρεπορτάζ σκαρώνονται, πομπώδεις εκφράσεις ξεστομίζονται, πηχυαίοι τίτλοι στοιχειοθετούνται. Κοινός παρονομαστής όλων, τα αβάσταχτα δεινά που επέρχονται και ο «κοσμάκης» που, ως συνήθως, θα την πληρώσει.
Αλήθεια, αναρωτήθηκε ποτέ κανείς από όλους εκείνους τους όψιμα οιμώσσοντες μαρκουτσοφόρους των τηλεπαραθύρων - ενώ οι ίδιοι γνωρίζουν καλά ότι καμία «κρίση» δεν θα αγγίξει προσωπικά τον κραυγαλέα πολυτελή προσωπικό τους τρόπο διαβίωσης - ποιος ήταν ο ρόλος ο δικός τους, αλλά και των μέσων που υπηρετούν, στη διαμόρφωση της σημερινής κατάστασης του «κοσμάκη»; Και, - το κυριότερο, για να αφήσουμε στην άκρη την εύκολη μετάθεση της ευθύνης - έχει αναρωτηθεί κανείς από όλους εμάς, τους ήδη πληττόμενους ή τους απειλούμενους να πληγούν, μήπως για ό,τι θα μας συμβεί «φταίει το κεφάλι το κακό μας», που ο υπερκαταναλωτισμός μάς χάιδευε τα αφτιά κι εμείς υποκύπταμε φιλάρεσκα χωρίς να λάβουμε ποτέ υπ’ όψη ότι η παρούσα κατάσταση, αλλά και οι μελλοντικές εισοδηματικές προσδοκίες μας, δεν θα μπορούσαν να τον στηρίξουν; Έχει αναρωτηθεί ποτέ ο «κοσμάκης» αν αυτή η λαγνεία για τα όμορφα και τα ακριβά είχε διαποτίσει όχι μόνο εκείνους στους οποίους εκ θέσεως απευθυνόταν, αλλά και εκείνους που μόνο με το πλαστικό χρήμα των μεταχρονολογημένων (αλλά ποτέ αμνηστευμένων) υπέρογκων υποχρεώσεων θα μπορούσαν να τη «δικαιούνται»;
Έτσι, όσοι πίσω από τις κρίσεις και τους κινδύνους προτιμούν να βλέπουν ευκαιρίες, νομίζω ότι θα συμφωνήσουν πως η παρούσα κρίση αποτελεί μάλλον ευκαιρία να συνειδητοποιήσουμε ξανά την πραγματική μας θέση. Και πως αυτά που, τελικά, έχει να «χάσει» ο μέσος στερεοτυπικός νεοέλληνας είναι:
Το «status symbol» της χρυσής πιστωτικής, που όλα τα αγόραζε, όλα τα έσφαζε, όλα τα μαχαίρωνε και οδηγούσε σε πληθυσμιακό έμφραγμα τα διάφορα Mall κάθε Σάββατο. (Τα οποία, παρεμπιπτόντως, όχι μόνο δε βλέπω να χάνουν τις πιένες που γνώρισαν, αλλά απεναντίας αυξάνονται και πληθύνονται - και όχι μόνο στην Αττική.)
Τα πανάκριβα κινητά και τα λοιπά τεχνολογικά gadgets που «απαξιώνονται» και αλλάζονται κάθε εξάμηνο επειδή μετά γίνονται βαρετά στο τραπέζι της καφετέριας των 7-ευρώ-ο-καφές. (Την οποία, παρεμπιπτόντως, βλέπω παντού και πάντα ασφυκτικά γεμάτη, ακόμα και σε εργάσιμες υποτίθεται ώρες. Ομοίως γεμάτα εξακολουθώ να βλέπω και τα γκουρμέ εστιατόρια.)
Τα διακοποδάνεια και τα εορτοδάνεια που χορηγούνταν αφειδώς και που λαμβάνονταν ακόμα πιο απερίσκεπτα από τον «κοσμάκη» για να (εξ)αγοράσουν ένα χλιδάτο «city break» στις «μητροπόλεις του Κόσμου» ή ακόμα περισσότερες Prada και Tous.- Το σύγχρονο νεοελληνικό «must», δηλαδή τη φρενιτιώδη - όσο και καταστροφική για το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους - μανία αγοράς πανάκριβων SUV (που μάλιστα αλλάζονται ανά τετραετία το πολύ). Σαν πολύ γρήγορα δε νομίζετε ότι συντελέστηκε η μετάβαση από το Seat 127 στην παγκοσμίως υψηλότερη αναλογία πώλησης Porsche Cayenne σε σχέση με τον πληθυσμό;
Τις «αποδράσεις» - βλέπετε, χωρίς αυτές δεν μπορούμε να «αξιοποιήσουμε» το SUV - κάθε Σαββατοκύριακο, που αποθράσυναν την αισχροκέρδεια τού τουριστικά απαίδευτου μικροϊδιοκτήτη καταλύματος, ο οποίος βρήκε ευκαιρία να υπερτιμήσει εξωφρενικά τις διανυκτερεύσεις που προσφέρει - ακόμα κι αν το κατάλυμά του είναι μία φτηνιάρικα επιπλωμένη τρώγλη.
Τη διάχυτη πουλ-μουρ νεοπλουτίστικη κακογουστιά που οδήγησε στη γενικευμένη πολιτισμική αποσάθρωση και στην κυριαρχία της «αισθητικής πίστας» ακόμα και σε χώρους ή δημιουργούς που άλλοτε αντιστέκονταν στην παρακμή (μέχρι που αποφάσισαν ότι μάλλον ήρθε η ώρα να κερδίσουν από αυτήν).
Θα ισχυριστούν, ίσως, πολλοί, ότι παραβλέπω συνέπειες όπως τα «λουκέτα», οι απολύσεις και η έκρηξη της ανεργίας, ο στασιμοπληθωρισμός. Τι να κάνουμε όμως… σε κάθε πόλεμο υπάρχουν και οι «παράπλευρες απώλειες» - όπως έλεγε και ο «κύριος» Jamie Shea για τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία, χωρίς τότε να δείχνουμε ιδιαίτερη ευαισθητοποίηση μέσα στη χαύνωση του χρηματιστηριακού ευδαιμονισμού μας - και οφείλουμε αυτό να το καταλάβουμε καλά. Αλλά ακόμα και γι’ αυτές τις «παράπλευρες απώλειες» υπάρχει μια καλή απάντηση. Την έχει δώσει ο Αλέξανδρος Ραγκαβής στο ποίημα που έγραψε με αφορμή το μύθο του Αισώπου για το τζίτζικα και το μέρμηγκα:
Τα λουλούδια πέρασαν, ήρθαν χιόνια, ήρθαν πάγοι,
και πεινά ο τζίτζικας και δεν ξέρει τι να φάγει.
Έρχεται στο γείτονα, στο προβλεπτικό μυρμήγκι,
και ζητά βοήθεια, κανα σπόρο ή σκουλήκι.
Το μυρμήγκι απόρησε και ρωτά: -Σ’ αυτά τα μέρη,
δε μου λες τι έκανες όταν ήταν καλοκαίρι;
Τραγουδούσα, φίλε μου, μες τη ζέστη όλη την ώρα.
Τραγουδούσες; Μπράβο σου! Χοροπήδα, λοιπόν, τώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου