Όταν ο οικονομικός σύμβουλος του τότε πρωθυπουργού της Τουρκίας, του μετέφερε τα άσχημα νέα για την τραγική κατάσταση της οικονομίας, αυτός του έδωσε εντολή να επικοινωνήσει με τους τουρκικής καταγωγής ανώτερους υπαλλήλους του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας και να τους προσκαλέσει σε συνάντηση κορυφής στην Αγκυρα. Ήταν μία σοφή κίνηση. Οι τουρκικής καταγωγής υπάλληλοι ενημέρωσαν για τον τρόπο λειτουργίας του Ταμείου, έκαναν εισηγήσεις, μίλησαν στους συναδέλφους τους που θα αναλάμβαναν την Αποστολή στην Τουρκία, και λειτούργησαν ως σύμβουλοι του Τούρκου υπουργού Οικονομικών, για όσο διάστημα «έτρεχε» το Πρόγραμμα.
Το 2010, οι αρμόδιοι του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών, αγνόησαν εντελώς τους ελληνικής καταγωγής αξιωματούχους του ΔΝΤ, ανάμεσά τους και ο σημερινός αντιπρόσωπος της Ελλάδας, Θάνος Κατσάμπας. Είναι όλοι αξιόλογοι και συνταξιοδότηθηκαν με περγαμηνές από το Ταμείο. Μερικοί εξ αυτών, θα μπορούσαν τότε να συμβουλεύσουν άριστα τον υπουργό Οικονομικών, ο οποίος –ως Ναπολέων- έβλεπε αφ’ υψηλού τους πάντες, πόσο μάλλον τους Έλληνες και Ελληνοαμερικανούς υπαλλήλους του ΔΝΤ. Το τηλέφωνό τους δεν κτύπησε ποτέ και ο κ. υπουργός δεν εκμεταλλεύθηκε την εμπειρία αυτών των ανθρώπων. Αντιπρόσωπος στο Ταμείο ήταν ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης, ο οποίος μέσα σε δύο μήνες είχε μάθει όλα τα κατατόπια, ενώ διατηρούσε στενή φιλία με τον Ντομινίκ Στρος Καν. Ούτε αυτόν άκουσαν οι μανδαρίνοι του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών και δεν του έδωσαν σημασία όταν εισηγήθηκε να συνδυαστεί η προσφυγή στο Ταμείο με το «κούρεμα» του χρέους.
Ο σημερινός πρωθυπουργός πολιτεύθηκε σκληρά εναντίον του Μνημονίου και τα γεγονότα απέδειξαν πως η τότε θέση του ήταν σωστή. Το Πρόγραμμα ήταν ανάρμοστο και ανεφάρμοστο, με λίγα λόγια δεν κάλυπτε τις ανάγκες της Ελλάδας ή – αν θέλετε – μίας χώρας του νότου. Είχε προβλεφθεί για άλλη χώρα. Όποιος μελετήσει τις δηλώσεις του κ. Σαμαρά θα διαπιστώσει ότι είχε δίκιο σε όσα καταμαρτυρούσε στον τότε πρωθυπουργό. Οι μήνες πέρασαν και πολλά άλλαξαν. Στην πορεία, πέτυχε και ο εκβιασμός εναντίον του σημερινού πρωθυπουργού, όταν του φόρτωσαν τη «συνευθύνη» (με τον κ. Γιώργο Παπανδρέου) για το Μνημόνιο. Τώρα είναι πια πρωθυπουργός, έχοντας αναλάβει τις τύχες της Ελλάδας, μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου.
Προεκλογικά, αλλά και μετεκλογικά, ο κ. Σαμαράς μιλούσε – και συνεχίζει να το κάνει – για επαναδιαπράγματευση και αλλαγές του Μνημονίου. Είναι ένα απόλυτα δικαιολογημένο αίτημα και πρέπει οι εταίροι να το αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα. Ανεξάρτητα από συμπάθειες και αντιπάθειες, ο κ. Σαμαράς αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία για τους δανειστές, αλλά και για την Ελλάδα, για πολλούς λόγους και με δεδομένο ότι ουδείς άλλος προτιμά την ηλεκτρική καρέκλα του πρωθυπουργού.
Αρκετοί πιστεύουν ότι οι δανειστές χρωστούν στον πρωθυπουργό. Έδωσε σκληρή μάχη για να αποτρέψει την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα. Του αναγνωρίστηκε ότι αποφεύχθηκε νέα κρίση στην Ευρωζώνη λόγω ακριβώς αυτής της μάχης που έδωσε στις πρόσφατες εκλογές.
Αντί να απαιτεί, λοιπόν, ο πρωθυπουργός αλλαγές στο Μνημόνιο, πρέπει να κάνει κάτι άλλο. Αυτό που δεν έπραξε τότε ο κ. Παπανδρέου. Να καλέσει στην Αθήνα τους ελληνικής καταγωγής υπαλλήλους του ΔΝΤ, όπως και τον κ. Ρουμελιώτη που έχει ακόμα επαφές στην Ουάσιγκτον, όπου και τον σέβονται, και να ζητήσει τη γνώμη τους. Και στη συνέχεια, μαζί με τους αρχηγούς των κομμάτων που υποστηρίζουν την κυβέρνησή του, να απαιτήσει νέο Μνημόνιο με βάση τις νέες συνθήκες και τα νέα δεδομένα, με βάση τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Το νέο Πρόγραμμα πρέπει να σχεδιαστεί επί ελληνικού εδάφους και να συνδυάζει τη λιτότητα με την ανάπτυξη, τη διαφάνεια με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Είναι η μοναδική περίπτωση να επιτύχει και να ανασάνει η Ελλάδα. Η επιμονή στο Πρόγραμμα του 2010, είναι μία λανθασμένη και, πάνω απ’ όλα, αυτοκτονική πράξη.
Το 2010, οι αρμόδιοι του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών, αγνόησαν εντελώς τους ελληνικής καταγωγής αξιωματούχους του ΔΝΤ, ανάμεσά τους και ο σημερινός αντιπρόσωπος της Ελλάδας, Θάνος Κατσάμπας. Είναι όλοι αξιόλογοι και συνταξιοδότηθηκαν με περγαμηνές από το Ταμείο. Μερικοί εξ αυτών, θα μπορούσαν τότε να συμβουλεύσουν άριστα τον υπουργό Οικονομικών, ο οποίος –ως Ναπολέων- έβλεπε αφ’ υψηλού τους πάντες, πόσο μάλλον τους Έλληνες και Ελληνοαμερικανούς υπαλλήλους του ΔΝΤ. Το τηλέφωνό τους δεν κτύπησε ποτέ και ο κ. υπουργός δεν εκμεταλλεύθηκε την εμπειρία αυτών των ανθρώπων. Αντιπρόσωπος στο Ταμείο ήταν ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης, ο οποίος μέσα σε δύο μήνες είχε μάθει όλα τα κατατόπια, ενώ διατηρούσε στενή φιλία με τον Ντομινίκ Στρος Καν. Ούτε αυτόν άκουσαν οι μανδαρίνοι του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών και δεν του έδωσαν σημασία όταν εισηγήθηκε να συνδυαστεί η προσφυγή στο Ταμείο με το «κούρεμα» του χρέους.
Ο σημερινός πρωθυπουργός πολιτεύθηκε σκληρά εναντίον του Μνημονίου και τα γεγονότα απέδειξαν πως η τότε θέση του ήταν σωστή. Το Πρόγραμμα ήταν ανάρμοστο και ανεφάρμοστο, με λίγα λόγια δεν κάλυπτε τις ανάγκες της Ελλάδας ή – αν θέλετε – μίας χώρας του νότου. Είχε προβλεφθεί για άλλη χώρα. Όποιος μελετήσει τις δηλώσεις του κ. Σαμαρά θα διαπιστώσει ότι είχε δίκιο σε όσα καταμαρτυρούσε στον τότε πρωθυπουργό. Οι μήνες πέρασαν και πολλά άλλαξαν. Στην πορεία, πέτυχε και ο εκβιασμός εναντίον του σημερινού πρωθυπουργού, όταν του φόρτωσαν τη «συνευθύνη» (με τον κ. Γιώργο Παπανδρέου) για το Μνημόνιο. Τώρα είναι πια πρωθυπουργός, έχοντας αναλάβει τις τύχες της Ελλάδας, μετά τις εκλογές της 17ης Ιουνίου.
Προεκλογικά, αλλά και μετεκλογικά, ο κ. Σαμαράς μιλούσε – και συνεχίζει να το κάνει – για επαναδιαπράγματευση και αλλαγές του Μνημονίου. Είναι ένα απόλυτα δικαιολογημένο αίτημα και πρέπει οι εταίροι να το αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα. Ανεξάρτητα από συμπάθειες και αντιπάθειες, ο κ. Σαμαράς αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία για τους δανειστές, αλλά και για την Ελλάδα, για πολλούς λόγους και με δεδομένο ότι ουδείς άλλος προτιμά την ηλεκτρική καρέκλα του πρωθυπουργού.
Αρκετοί πιστεύουν ότι οι δανειστές χρωστούν στον πρωθυπουργό. Έδωσε σκληρή μάχη για να αποτρέψει την επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ και του κ. Τσίπρα. Του αναγνωρίστηκε ότι αποφεύχθηκε νέα κρίση στην Ευρωζώνη λόγω ακριβώς αυτής της μάχης που έδωσε στις πρόσφατες εκλογές.
Αντί να απαιτεί, λοιπόν, ο πρωθυπουργός αλλαγές στο Μνημόνιο, πρέπει να κάνει κάτι άλλο. Αυτό που δεν έπραξε τότε ο κ. Παπανδρέου. Να καλέσει στην Αθήνα τους ελληνικής καταγωγής υπαλλήλους του ΔΝΤ, όπως και τον κ. Ρουμελιώτη που έχει ακόμα επαφές στην Ουάσιγκτον, όπου και τον σέβονται, και να ζητήσει τη γνώμη τους. Και στη συνέχεια, μαζί με τους αρχηγούς των κομμάτων που υποστηρίζουν την κυβέρνησή του, να απαιτήσει νέο Μνημόνιο με βάση τις νέες συνθήκες και τα νέα δεδομένα, με βάση τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Το νέο Πρόγραμμα πρέπει να σχεδιαστεί επί ελληνικού εδάφους και να συνδυάζει τη λιτότητα με την ανάπτυξη, τη διαφάνεια με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Είναι η μοναδική περίπτωση να επιτύχει και να ανασάνει η Ελλάδα. Η επιμονή στο Πρόγραμμα του 2010, είναι μία λανθασμένη και, πάνω απ’ όλα, αυτοκτονική πράξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου