Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

Γιατί το Γουδί συνεχίζει να μας συναρπάζει;

Έναν αιώνα μετά το στρατιωτικό κίνημα του 1909, πολλοί εξακολουθούν να το αντιμετωπίζουν ως πρότυπο πολιτικής αλλαγής, παρ’ ότι οι αναλογίες με το σήμερα δεν είναι σημαντικότερες από τις διαφορές.
Στο σύγχρονο συλλογικό φαντασιακό της νεοελληνικής κοινωνίας, ιδίως στη συγκυρία της σημερινής κρίσης, που εκτός από οικονομική είναι και βαθύτατα πολιτική, το κίνημα στο Γουδί, το 1909, που στην εποχή της αποτέλεσε αφορμή σημαντικών εξελίξεων, συνοδεύεται πάντα μόνο με θετικές συνδηλώσεις.
Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που όχι μόνο υποτιμάται το γεγονός ότι η όλη υπόθεση ξεκίνησε από τους στρατώνες, αλλά τείνει να παρουσιάζεται ως η μόνη καθαρή αστική επανάσταση που συνέβη ποτέ στην ιστορία του ελληνικού κράτους.
Η θέαση αυτή επηρεάζεται ασφαλώς σε πολύ μεγάλο βαθμό από την κατοπινή έλευση του εκσυγχρονιστή Ελευθερίου Βενιζέλου, υποτίθεται ως άμεση απόρροια του «αστικού» χαρακτήρα της επανάστασης, ενώ το αφήγημα της ανατάσεως του έθνους έπειτα από δύο δεκαετίες παρακμής, έρχεται να συμπληρώσει ο μετέπειτα θρίαμβος των Βαλκανικών Πολέμων, υπό την καθοδήγηση του Κρητικού πολιτικού.
Με την ευκαιρία μάλιστα της συμπλήρωσης ενός αιώνα από τα γεγονότα, το 2009, αναζωπυρώθηκε και πάλι η όλη συζήτηση, με ορισμένους πολιτικούς και διανοούμενους να επικαλούνται το 1909 και τα επιτεύγματά του στο όνομα της ανάγκης ενός εκσυγχρονισμού της πολιτικής και του κράτους.
Αναλογίες
Η αλήθεια είναι ότι οι παραλληλισμοί αυτοί δεν είναι εντελώς άτοποι.
Πρώτα και κύρια, από το 1898 το κράτος βρισκόταν –και τότε– υπό την επιτήρηση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, ως αποτέλεσμα του χρεοστασίου που είχε κηρύξει επίσημα το 1893 η κυβέρνηση Τρικούπη.
Η χρεοκοπία είχε επέλθει εξαιτίας του ανεξέλεγκτου κρατικού δανεισμού, και μάλιστα μόνο 15 χρόνια από τη στιγμή που είχε επιτραπεί στο ελληνικό κράτος να ξαναβγεί στις διεθνείς αγορές.
Εξάλλου στο επίπεδο της κοινωνίας υπήρχαν και πριν από το 1909 δυνάμεις που αμφισβητούσαν όλο και εντονότερα την κυβερνητική πολιτική.
Μικροαστοί και εργάτες στις πόλεις, που επιβαρύνονταν υπέρμετρα από τα φορολογικά μέτρα, μικροϊδιοκτήτες γης της Πελοποννήσου που μετά δυσκολίας επιβίωναν και κολίγοι της Θεσσαλίας που ζούσαν σε συνθήκες εξαθλίωσης συνέθεταν ένα ετερόκλητο μέτωπο αμφισβήτησης, που από το 1903 θα δυναμώσει τις ριζοσπαστικές κινητοποιήσεις του και θα γίνει απειλητικό για την πολιτική εξουσία, ακόμα και για το ίδιο το Εθνικό Κόμμα του Θ. Δηλιγιάννη, που υποτίθεται ότι παραδοσιακά στέγαζε τα στρώματα αυτά. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα άρχισαν να διακινούνται απόψεις που υποστήριζαν τη λύση του πραξικοπήματος ή γενικώς μιας ειρηνικής επανάστασης, που υποτίθεται ότι θα άλλαζε μια για πάντα το σάπιο παλαιό σύστημα.
Από το 1908 και μετά αρχίζουν να εμφανίζονται στο στράτευμα συνωμοτικοί πυρήνες από χαμηλόβαθμους αξιωματικούς, οι οποίοι θα απαρτίσουν και τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο, φορέα του κινήματος.
Την ίδια στιγμή γινόταν όλο και πιο εμφανές ότι ο Θρόνος και το πολιτικό σύστημα, βυθισμένο στο τέλμα της πολιτικής πατρωνίας και της διαφθοράς, δεν μπορούσαν να διαχειριστούν τα σύνθετα ζητούμενα των καιρών.
Έτσι, η κοινωνική πίεση μαζί με την απειλή στρατιωτικού πραξικοπήματος θα υποχρεώσουν την κυβέρνηση Θεοτόκη να παραιτηθεί στις 4 Ιουλίου του 1909 και να παραδώσει την πρωθυπουργία στον Δ. Ράλλη, που υποτίθεται πως είχε το κύρος να διαπραγματευτεί με τον Σύνδεσμο.
Η αποτυχία του να εκτονώσει την ένταση στους στρατώνες θα ανοίξει το δρόμο για το κίνημα στο Γουδί στις 15 Ιουλίου του 1909, το οποίο επέβαλε σχεδόν χωρίς καμία αντίσταση τη θέλησή του στο πολιτικό σύστημα.
Οι 9 όροι που έθετε όμως είχαν να κάνουν περισσότερο με στρατιωτικά αιτήματα, όπως η απομάκρυνση των πριγκίπων από την κεφαλή του Σώματος, ενώ σε καμία περίπτωση δεν έθεταν υπό αμφισβήτηση το θεσμό της βασιλείας.
Το κίνημα είναι γεγονός ότι σύντομα απέκτησε τη στήριξη και ευρύτερων αστικών στρωμάτων, όπως φάνηκε και από τη μαζική διαδήλωση της 14ης Σεπτεμβρίου του 1909 στην Αθήνα.
Ωστόσο οι σοβαρές διαιρέσεις στο εσωτερικό του, καθώς και οι ιδιοτελείς στρατηγικές ορισμένων πρωτοκλασάτων μελών του, ανέδειξαν και τα όρια της μεταρρυθμιστικής του δυναμικής, οδηγώντας τους ηγέτες του να απευθυνθούν σε έναν νέο, με περγαμηνές, αλλά άφθαρτο πολιτικό, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, σε επιδιαιτητικό ρόλο. Αν και ο Κρητικός πολιτικός αποδέχτηκε την πρόσκληση των στρατιωτικών στις 16 Δεκεμβρίου, αρνήθηκε σθεναρά να αναλάβει την πρωθυπουργία και μόνο αφότου διαλύθηκε τυπικά ο Σύνδεσμος και προκηρύχθηκαν οι εκλογές της 8ης Αυγούστου, που έδωσαν νέα κυβέρνηση, έδειξε να προωθεί την ενεργό εμπλοκή του στα πολιτικά πράγματα. Η κάθοδος του νεοϊδρυθέντος κόμματός του, των Φιλελευθέρων, στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1910 επέφερε μεταξύ άλλων μία μοναδική στην ιστορία ανανέωση του πολιτικού προσωπικού και οπωσδήποτε μια νέα δυναμική εκσυγχρονισμού στην κοινωνία. Ωστόσο ούτε ο Βενιζέλος τόλμησε να θέσει ζήτημα πολιτειακής αλλαγής, ενώ οι δυνάμεις της συντήρησης μόνο για λίγο έδειξαν να υποχωρούν, πριν επανακάμψουν 4-5 χρόνια μετά, στο πλαίσιο του εθνικού διχασμού.
Τις δομικές αδυναμίες κράτους και πολιτικής ενίσχυε το διεθνές κλίμα, που στις αρχές του περασμένου αιώνα ήταν επίσης ιδιαίτερα άστατο.
Οι αλλεπάλληλες αναταράξεις του Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή των κλυδωνισμών του Οθωμανού «μεγάλου ασθενούς», δεν έδειχναν να μπορούν να τύχουν εκμετάλλευσης από τις ελληνικές κυβερνήσεις, που παρουσιάζονταν π.χ. απρόθυμες να στηρίξουν την απόφαση του κρητικού λαού για μονομερή ένωση το 1908, από φόβο μην ενοχληθούν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Παράλληλα, το εθνικιστικό, όπως αποδείχτηκε, κίνημα των Νεότουρκων το 1908 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορεί να αποτέλεσε ένα είδος προτύπου για τη δράση του Στρατιωτικού Συνδέσμου, δεν έπαυε όμως να συνιστά έναν κίνδυνο για τους Έλληνες της αυτοκρατορίας, αφού προέκρινε ένα «τουρκικό» κράτος.
Με την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας να εκκρεμεί λοιπόν για κοντά έναν αιώνα, ο ελληνικός στρατός επιζητούσε έντονα την αναδιοργάνωσή του, αλλά και την αυτονομία του από το πολιτικό πεδίο, το οποίο θεωρούσε ανεπαρκές για τα μεγάλα σχέδια που επιθυμούσε να φέρει εις πέρας.
…και διαφορές
Υπήρξε ωστόσο και η επενέργεια μιας σειράς παραγόντων που δεν απαντώνται σήμερα. Πρώτον, ο ρόλος του στρατού στην Ελλάδα του 21ου αιώνα δεν είναι σε καμία περίπτωση συγκρίσιμος με εκείνον 100 χρόνια πριν, από τη στιγμή που μετά το 1974 έχει επιτευχθεί ο εκδημοκρατισμός των θεσμών. Πόσο μάλλον που η πολιτική κουλτούρα της μεταπολίτευσης σμιλεύτηκε ακριβώς πάνω στην καταδίκη της εμπλοκής των «καραβανάδων» στις δημόσιες υποθέσεις.
Εξάλλου η οικονομική κατάσταση το 1909 ήταν πολύ καλύτερη απ’ ό,τι σήμερα.
Ο σφιχτός διεθνής έλεγχος υπό τη διεύθυνση ενός ιδιαίτερα ικανού φιλέλληνα, όπως ο Εδουάρδος Λω, είχε καταφέρει να περιορίσει το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα σε τέτοιο βαθμό, που το ελληνικό κράτος μπορούσε να είχε επιστρέψει στις αγορές ήδη το 1903.
Τέλος, και ίσως το βασικότερο απ’ όλα, η ελληνική κοινωνία των αρχών του 20ού αιώνα, όσο «υπανάπτυκτη» κι αν θεωρούνταν σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, εμπνέονταν από μεγάλους εθνικούς στόχους, απέναντι στους οποίους επιδείκνυε μοναδική ομοψυχία και ήταν έτοιμη να τη συνοδεύσει με μεγάλες προσωπικές θυσίες, όπως φάνηκε και στους Βαλκανικούς Πολέμους που επακολούθησαν.
Αντίθετα, ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα της σημερινής κρίσης είναι ότι η ελληνική κοινωνία στερείται καθοδηγητικών αρχών (εννοείται όχι «εθνικιστικών»), γεγονός που εξηγεί και το πνεύμα της ανομίας που είναι διάχυτο σε κάθε πτυχή της.
Είναι πάντως γεγονός ότι στη σύγχρονη ελληνική ιστορία όλες οι μεγάλες πολιτικές και πολιτειακές αλλαγές (το 1924, το 1946, το 1974) υπήρξαν προϊόντα εθνικών καταστροφών και της ιδιαίτερης διαπλοκής τους με εξωτερικούς παράγοντες (μικρασιατική περιπέτεια, Εμφύλιος, Κυπριακό).
Τα πολιτικά συστήματα και το προσωπικό τους δείχνουν σε όλη τη διάρκεια της νεότερης ιστορίας μας μια πάγια δυσκολία αυτο-μεταρρύθμισης, ακόμη κι όταν ο κίνδυνος της κατάρρευσής τους (μαζί και ολόκληρου του έθνους) είναι προ των πυλών.
Μπορεί κανείς λοιπόν να υποθέσει ότι αυτός είναι ο λόγος που αρκετοί σήμερα, έναν αιώνα μετά, εξακολουθούν να βρίσκουν στο κίνημα στο Γουδί ένα πρότυπο αλλαγής του πολιτικού συστήματος που όχι μόνο δεν ήταν αποτέλεσμα μιας εθνικής τραγωδίας, αλλά αποτέλεσε και τη βάση για μια σειρά από εθνικούς θριάμβους.
Από την άλλη, είναι σαφές ότι, όσο κι αν οι καιροί, στον εκάστοτε χρόνο, τις επιβάλλουν, οι μεγάλες αλλαγές δεν μπορεί να επιτευχθούν χωρίς ριζοσπαστικά κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα, όπως επίσης και ότι δεν γίνονται χωρίς τις ηγετικές εκείνες φυσιογνωμίες που αναλαμβάνουν να εκφράσουν αυθεντικά την κοινωνική αυτή δυναμική.

Δεν υπάρχουν σχόλια: