Η απόπειρα γερμανοποίησης της Ευρωζώνης από τη Μέρκελ οδηγεί αναπόφευκτα σε διάσπαση του ευρώ. Δεν είναι όμως η μόνη άποψη στο γερμανικό δημόσιο διάλογο.
Kαθώς πλησιάζει η κρίσιμη ώρα για το ευρώ, καθώς το υπάρχον πλαίσιο μοιάζει πλέον εντελώς ανίκανο να συγκρατήσει την πλημμύρα εξόδου των επενδυτών από ευρωπαϊκά (ακόμα και γερμανικά) assets, η Γερμανία παρουσιάζεται διχασμένη.
Την περασμένη εβδομάδα, σε επίσκεψη δημοσιογράφων στο Βερολίνο οργανωμένη από την ελληνική και τη γερμανική αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με εκπροσώπους των δύο βασικών τάσεων. Το χάσμα ανάμεσά τους δεν είναι εύκολο να γεφυρωθεί.
Για μια Ευρωζώνη ενιαία και γερμανική
Η μία –προς το παρόν κυρίαρχη– τάση, την οποία εκφράζει ο κυβερνητικός συνασπισμός των συντηρητικών CDU και CSU και του φιλελεύθερου FDP, επιμένει ότι μόνο η περικοπή δαπανών και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα επαναφέρουν την Ευρωζώνη στο δρόμο της αρετής.
Μέχρι να επιτευχθεί αυτό, κάτι που θα χρειαστεί και τροποποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας, το ενισχυμένο EFSF, το διάδοχο ESM (ο μόνιμος μηχανισμός στήριξης που ενεργοποιείται στα μέσα του 2013, αν όχι νωρίτερα) και οι περιοδικές, προσωρινής φύσης παρεμβάσεις της ΕΚΤ, θα καλύψουν τυχόν προβλήματα ρευστότητας που μπορεί να αντιμετωπίσουν τα κράτη-μέλη.
Σύμφωνα με τη λογική αυτή, η λύση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους θα προκύψει όταν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη –όσα αντέξουν– καταφέρουν να γίνουν πιστά αντίγραφα της ίδιας της Γερμανίας: μισθολογικά εγκρατή, δημοσιονομικά πειθαρχημένα και ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές.
Έτσι, για παράδειγμα, ανώτατη κυβερνητική πηγή μάς δήλωσε ότι η γερμανική κυβέρνηση «δεν πιστεύει πως είναι λύση να πετάμε λεφτά στο πρόβλημα» και ότι «ο μόνος τρόπος να βγει η Ευρωζώνη μπροστά από τις αγορές είναι να αντιμετωπίσει τα προβλήματα στη ρίζα τους, δηλαδή τα ελλείμματα στα δημόσια οικονομικά και στην ανταγωνιστικότητα».
Υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος δήλωσε ευθέως ότι δεν χρειάζονται νέες ιδέες για την επίλυση της κρίσης χρέους, αλλά σωστή εφαρμογή των προτάσεων που ήδη βρίσκονται στο τραπέζι, μετά τη Σύνοδο της 26ης Οκτωβρίου.
Πηγές από το γερμανικό κοινοβούλιο τόνισαν ότι το παν είναι ο καλύτερος συντονισμός της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη, βάσει του σχεδίου που παρουσίασε πρόσφατα η κ. Μέρκελ.
Το σχέδιο περιλαμβάνει έλεγχο εθνικών προϋπολογισμών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κυρώσεις για τις χώρες που κρίνεται ότι παραβιάζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας, ακόμα και με εμπλοκή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και –όπως δήλωσαν με σαφή τρόπο οι πηγές αυτές– έξοδο από την Ευρωζώνη για τις χώρες που δεν μπορούν να πειθαρχήσουν στους νέους κανόνες.
Ο Βέρνερ Χόγιερ από το FDP, υφυπουργός Εξωτερικών και βετεράνος ευρωπαϊστής, τόνισε ότι η χώρα μας πρέπει να παραμείνει στην Ευρωζώνη ώστε να μην ευοδωθούν τα σχέδια εκείνων των μη Ευρωπαίων που απεργάζονται τη διάλυση του κοινού νομίσματος και αναγνώρισε τις μεγάλες θυσίες των Ελλήνων.
Σημείωσε επίσης ότι η χώρα του θα είχε μεγαλύτερη αξιοπιστία όταν μιλά για σεβασμό των δημοσιονομικών κανόνων, αν δεν είχε υπάρξει η πρώτη που παραβίασε το Σύμφωνο Σταθερότητας το 2003.
Επέμεινε ωστόσο κι αυτός ότι οι αποφάσεις της 26ης-27ης Οκτωβρίου είναι «στη σωστή κατεύθυνση» και ότι επικρατεί στη Γερμανία «η απόλυτη πεποίθηση» ότι η ΕΚΤ πρέπει να διασφαλίζει τη σταθερότητα του νομίσματος – με άλλα λόγια, να αποφύγει τύπωμα χρήματος που οι Γερμανοί τρέμουν ότι θα ξυπνήσει το τέρας του πληθωρισμού.
Οι αριστεροί
Στην αντίπερα όχθη, ο Άλεξ Σέφερ, αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δήλωσε ανοιχτά ότι «αν χρειαστεί, πρέπει να υπάρξει παρέμβαση της ΕΚΤ για να σωθεί το ευρώ». Συμπλήρωσε ωστόσο ότι για να έχει μέλλον μακροπρόθεσμα το ευρώ πρέπει να υπάρξει «κοινός ευρωπαϊκός έλεγχος» των εθνικών προϋπολογισμών. Ο κ. Σέφερ επίσης υπογράμμισε την ανάγκη να δοθεί μάχη κατά των νέων εθνικισμών που κερδίζουν έδαφος στις χώρες της Ευρωζώνης λόγω των κλυδωνισμών που έχει προκαλέσει η κρίση χρέους. Ειδικότερα, είπε ότι η γερμανική κοινή γνώμη πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η Γερμανία έχει επωφεληθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη συμμετοχή της στο ευρώ – προς το παρόν έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι Γερμανοί είναι τα θύματα, που αναγκάζονται να πληρώνουν για τους κηφήνες της Νότιας Ευρώπης.
Ο Γιούργκεν Τριτίν, συνεπικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Πρασίνων και ιστορικό στέλεχος του κόμματος, τοποθετήθηκε ξεκάθαρα απέναντι από την κυβερνητική γραμμή, σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση Μέρκελ δίνει μια πλαστή ερμηνεία των αιτιών της κρίσης –ως προϊόν δημοσιονομικού εκτροχιασμού–, που ισχύει μεν για την Ελλάδα αλλά δεν έχει καμία σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν π.χ. η Ιρλανδία και η Ισπανία.
Η λάθος διάγνωση, κατά τον κ. Τριτίν, οδηγεί και σε λάθος θεραπεία: η λιτότητα δεν επαρκεί για να εξέλθει η Ευρωζώνη από το αδιέξοδο προς το οποίο οδεύει, αντιθέτως οδηγεί σε ύφεση. Αυτό που χρειάζεται, όπως είπε, είναι τόνωση της οικονομίας όπου είναι εφικτό, με έργα υποδομής, ιδιαίτερα στην ενέργεια. Ειδικότερα, το ηγετικό στέλεχος των Πρασίνων ανέδειξε την υποκρισία της κ. Μέρκελ στο θέμα της αποσύνδεσης μισθών και παραγωγικότητας. Ισχύει, είπε, ότι δεν πρέπει οι μισθοί να αυξάνονται περισσότερο από την παραγωγικότητα, όπως δηλώνει συχνά η καγκελάριος, αλλά εξίσου ισχύει ότι δεν πρέπει η αύξηση των αποδοχών να υπολείπεται της αύξησης της παραγωγικότητας, όπως συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία. Η πολιτική αυτή περιορίζει την ιδιωτική ζήτηση στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και άρα τη δυνατότητά της να ενισχύσει τη ραγδαία επιβραδυνόμενη ευρωπαϊκή οικονομία.
Ο κ. Τριτίν όμως ήταν πολύ πιο προωθημένος από τη γερμανική κυβέρνηση και στο ζήτημα της εγγύησης των χρεών των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Δηλώνοντας απαισιόδοξος σχετικά με τις δυνατότητες που προσφέρει η μόχλευση του EFSF, παρέθεσε τις τρεις επιλογές που μπορούν πραγματικά να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού: έκδοση τραπεζικής άδειας στο EFSF με την έμμεση εγγύηση της ΕΚΤ, απευθείας παρέμβαση της ΕΚΤ και έκδοση ευρωομολόγων.
Παρόμοια πράγματα ακούσαμε και από τον Ντιρκ Χίρσελ, επικεφαλής των οικονομολόγων του Verdi, της δεύτερης μεγαλύτερης συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας στη Γερμανία, με 1,2 εκατ. μέλη, στον τομέα των υπηρεσιών. Ο κ. Χίρσελ μίλησε για την ανάγκη η Γερμανία να εγκαταλείψει τη διαρκή λιτότητα για να τονώσει την ευρωπαϊκή οικονομία, περιέγραψε τις συνέπειες των πολιτικών Μέρκελ - Σαρκοζί ως μία «ένωση αποπληθωρισμού» και χαρακτήρισε «εθνικιστική, ρατσιστική προπαγάνδα» τα περί τεμπέληδων του Νότου.
Το μέλλον και η Ελλάδα
Το Δεκέμβριο, το FDP, το οποίο περνά κρίση ευρωσκεπτικιστικής εσωστρέφειας, θα μάθει τα αποτελέσματα του εσωκομματικού δημοψηφίσματος που διεξάγει σχετικά με το ESM. Αν τα μέλη του κόμματος απορρίψουν τον νέο μηχανισμό στήριξης, είναι ορατό το ενδεχόμενο να καταρρεύσει η κυβέρνηση, να γίνουν πρόωρες εκλογές και πιθανόν να επανέλθουν στη διακυβέρνηση της χώρας οι Σοσιαλδημοκράτες ή οι Πράσινοι (οι Φιλελεύθεροι είναι πολύ πιθανό να μείνουν εκτός Βουλής). Κάτι τέτοιο θα ήταν θετικό για τις προοπτικές επιβίωσης του ευρώ και για την παραμονή της Ελλάδας εντός των τειχών, καθώς τα δύο αυτά κόμματα απορρίπτουν την ωμή απόπειρα γερμανοποίησης της Ευρωζώνης που επιχειρεί η κ. Μέρκελ.
Ωστόσο θα ήταν τεράστιο σφάλμα να θεωρήσουμε ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να χαλαρώσει αν εισέλθουν στην κυβέρνηση το SPD ή οι Πράσινοι (το CDU παραμένει με διαφορά πρώτο στις δημοσκοπήσεις).
Όλο το πολιτικό φάσμα στη Γερμανία –όχι μόνο η Δεξιά– θεωρεί ότι, τουλάχιστον στη δική μας περίπτωση, η πηγή του προβλήματος ήταν όντως η αλόγιστη κρατική σπατάλη. Όλοι θεωρούν ότι χρειάζεται αυστηρός πανευρωπαϊκός έλεγχος των εθνικών προϋπολογισμών.
Και όλοι είχαν έναν κακό λόγο να πουν για τον κ. Σαμαρά, εκφράζοντας από απορία έως οργή για την (μέχρι προ ολίγων ημερών) επιμονή του να μην υπογράψει ότι θα εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα που θα συναποτελούν τη νέα δανειακή σύμβαση.
Η αίσθηση που αποκόμισα είναι ότι το Βερολίνο, λόγω της γενικότερης επιδείνωσης της κρίσης, έχει πάρει για λίγο τα μάτια του από την Ελλάδα.
Ελπίζει στον Παπαδήμο, παρακολουθεί τις εξελίξεις με το PSI, αλλά ασχολείται πιο εντατικά με την πρόοδο του κ. Μόντι στην Ιταλία, τις διαφωνίες με τη Γαλλία για το ρόλο της ΕΚΤ –οι παρεμβάσεις της οποίας στην αγορά ομολόγων θα γίνουν σιωπηρά αποδεκτές από την κ. Μέρκελ, αρκεί να μη δώσουν υπερβολικά μεγάλη ανάσα στη Ρώμη και τη Μαδρίτη– και τις προτάσεις για αλλαγές στη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Όταν εστιάσουν ξανά σε εμάς, θα έχουμε κάνει άραγε βήματα μπροστά στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και στην πολιτική συναίνεση που αυτή προαπαιτεί;
Αν όχι, τότε ανεξαρτήτως του ποιος θα ελέγχει την καγκελαρία εκείνη τη στιγμή, οι προοπτικές παραμονής μας στην Ευρωζώνη θα έχουν αγγίξει το απόλυτο σκοτάδι.
Kαθώς πλησιάζει η κρίσιμη ώρα για το ευρώ, καθώς το υπάρχον πλαίσιο μοιάζει πλέον εντελώς ανίκανο να συγκρατήσει την πλημμύρα εξόδου των επενδυτών από ευρωπαϊκά (ακόμα και γερμανικά) assets, η Γερμανία παρουσιάζεται διχασμένη.
Την περασμένη εβδομάδα, σε επίσκεψη δημοσιογράφων στο Βερολίνο οργανωμένη από την ελληνική και τη γερμανική αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω με εκπροσώπους των δύο βασικών τάσεων. Το χάσμα ανάμεσά τους δεν είναι εύκολο να γεφυρωθεί.
Για μια Ευρωζώνη ενιαία και γερμανική
Η μία –προς το παρόν κυρίαρχη– τάση, την οποία εκφράζει ο κυβερνητικός συνασπισμός των συντηρητικών CDU και CSU και του φιλελεύθερου FDP, επιμένει ότι μόνο η περικοπή δαπανών και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα επαναφέρουν την Ευρωζώνη στο δρόμο της αρετής.
Μέχρι να επιτευχθεί αυτό, κάτι που θα χρειαστεί και τροποποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας, το ενισχυμένο EFSF, το διάδοχο ESM (ο μόνιμος μηχανισμός στήριξης που ενεργοποιείται στα μέσα του 2013, αν όχι νωρίτερα) και οι περιοδικές, προσωρινής φύσης παρεμβάσεις της ΕΚΤ, θα καλύψουν τυχόν προβλήματα ρευστότητας που μπορεί να αντιμετωπίσουν τα κράτη-μέλη.
Σύμφωνα με τη λογική αυτή, η λύση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους θα προκύψει όταν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη –όσα αντέξουν– καταφέρουν να γίνουν πιστά αντίγραφα της ίδιας της Γερμανίας: μισθολογικά εγκρατή, δημοσιονομικά πειθαρχημένα και ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές.
Έτσι, για παράδειγμα, ανώτατη κυβερνητική πηγή μάς δήλωσε ότι η γερμανική κυβέρνηση «δεν πιστεύει πως είναι λύση να πετάμε λεφτά στο πρόβλημα» και ότι «ο μόνος τρόπος να βγει η Ευρωζώνη μπροστά από τις αγορές είναι να αντιμετωπίσει τα προβλήματα στη ρίζα τους, δηλαδή τα ελλείμματα στα δημόσια οικονομικά και στην ανταγωνιστικότητα».
Υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος δήλωσε ευθέως ότι δεν χρειάζονται νέες ιδέες για την επίλυση της κρίσης χρέους, αλλά σωστή εφαρμογή των προτάσεων που ήδη βρίσκονται στο τραπέζι, μετά τη Σύνοδο της 26ης Οκτωβρίου.
Πηγές από το γερμανικό κοινοβούλιο τόνισαν ότι το παν είναι ο καλύτερος συντονισμός της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη, βάσει του σχεδίου που παρουσίασε πρόσφατα η κ. Μέρκελ.
Το σχέδιο περιλαμβάνει έλεγχο εθνικών προϋπολογισμών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κυρώσεις για τις χώρες που κρίνεται ότι παραβιάζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας, ακόμα και με εμπλοκή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και –όπως δήλωσαν με σαφή τρόπο οι πηγές αυτές– έξοδο από την Ευρωζώνη για τις χώρες που δεν μπορούν να πειθαρχήσουν στους νέους κανόνες.
Ο Βέρνερ Χόγιερ από το FDP, υφυπουργός Εξωτερικών και βετεράνος ευρωπαϊστής, τόνισε ότι η χώρα μας πρέπει να παραμείνει στην Ευρωζώνη ώστε να μην ευοδωθούν τα σχέδια εκείνων των μη Ευρωπαίων που απεργάζονται τη διάλυση του κοινού νομίσματος και αναγνώρισε τις μεγάλες θυσίες των Ελλήνων.
Σημείωσε επίσης ότι η χώρα του θα είχε μεγαλύτερη αξιοπιστία όταν μιλά για σεβασμό των δημοσιονομικών κανόνων, αν δεν είχε υπάρξει η πρώτη που παραβίασε το Σύμφωνο Σταθερότητας το 2003.
Επέμεινε ωστόσο κι αυτός ότι οι αποφάσεις της 26ης-27ης Οκτωβρίου είναι «στη σωστή κατεύθυνση» και ότι επικρατεί στη Γερμανία «η απόλυτη πεποίθηση» ότι η ΕΚΤ πρέπει να διασφαλίζει τη σταθερότητα του νομίσματος – με άλλα λόγια, να αποφύγει τύπωμα χρήματος που οι Γερμανοί τρέμουν ότι θα ξυπνήσει το τέρας του πληθωρισμού.
Οι αριστεροί
Στην αντίπερα όχθη, ο Άλεξ Σέφερ, αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δήλωσε ανοιχτά ότι «αν χρειαστεί, πρέπει να υπάρξει παρέμβαση της ΕΚΤ για να σωθεί το ευρώ». Συμπλήρωσε ωστόσο ότι για να έχει μέλλον μακροπρόθεσμα το ευρώ πρέπει να υπάρξει «κοινός ευρωπαϊκός έλεγχος» των εθνικών προϋπολογισμών. Ο κ. Σέφερ επίσης υπογράμμισε την ανάγκη να δοθεί μάχη κατά των νέων εθνικισμών που κερδίζουν έδαφος στις χώρες της Ευρωζώνης λόγω των κλυδωνισμών που έχει προκαλέσει η κρίση χρέους. Ειδικότερα, είπε ότι η γερμανική κοινή γνώμη πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η Γερμανία έχει επωφεληθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη συμμετοχή της στο ευρώ – προς το παρόν έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι Γερμανοί είναι τα θύματα, που αναγκάζονται να πληρώνουν για τους κηφήνες της Νότιας Ευρώπης.
Ο Γιούργκεν Τριτίν, συνεπικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Πρασίνων και ιστορικό στέλεχος του κόμματος, τοποθετήθηκε ξεκάθαρα απέναντι από την κυβερνητική γραμμή, σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση Μέρκελ δίνει μια πλαστή ερμηνεία των αιτιών της κρίσης –ως προϊόν δημοσιονομικού εκτροχιασμού–, που ισχύει μεν για την Ελλάδα αλλά δεν έχει καμία σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν π.χ. η Ιρλανδία και η Ισπανία.
Η λάθος διάγνωση, κατά τον κ. Τριτίν, οδηγεί και σε λάθος θεραπεία: η λιτότητα δεν επαρκεί για να εξέλθει η Ευρωζώνη από το αδιέξοδο προς το οποίο οδεύει, αντιθέτως οδηγεί σε ύφεση. Αυτό που χρειάζεται, όπως είπε, είναι τόνωση της οικονομίας όπου είναι εφικτό, με έργα υποδομής, ιδιαίτερα στην ενέργεια. Ειδικότερα, το ηγετικό στέλεχος των Πρασίνων ανέδειξε την υποκρισία της κ. Μέρκελ στο θέμα της αποσύνδεσης μισθών και παραγωγικότητας. Ισχύει, είπε, ότι δεν πρέπει οι μισθοί να αυξάνονται περισσότερο από την παραγωγικότητα, όπως δηλώνει συχνά η καγκελάριος, αλλά εξίσου ισχύει ότι δεν πρέπει η αύξηση των αποδοχών να υπολείπεται της αύξησης της παραγωγικότητας, όπως συμβαίνει σήμερα στη Γερμανία. Η πολιτική αυτή περιορίζει την ιδιωτική ζήτηση στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και άρα τη δυνατότητά της να ενισχύσει τη ραγδαία επιβραδυνόμενη ευρωπαϊκή οικονομία.
Ο κ. Τριτίν όμως ήταν πολύ πιο προωθημένος από τη γερμανική κυβέρνηση και στο ζήτημα της εγγύησης των χρεών των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Δηλώνοντας απαισιόδοξος σχετικά με τις δυνατότητες που προσφέρει η μόχλευση του EFSF, παρέθεσε τις τρεις επιλογές που μπορούν πραγματικά να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού: έκδοση τραπεζικής άδειας στο EFSF με την έμμεση εγγύηση της ΕΚΤ, απευθείας παρέμβαση της ΕΚΤ και έκδοση ευρωομολόγων.
Παρόμοια πράγματα ακούσαμε και από τον Ντιρκ Χίρσελ, επικεφαλής των οικονομολόγων του Verdi, της δεύτερης μεγαλύτερης συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας στη Γερμανία, με 1,2 εκατ. μέλη, στον τομέα των υπηρεσιών. Ο κ. Χίρσελ μίλησε για την ανάγκη η Γερμανία να εγκαταλείψει τη διαρκή λιτότητα για να τονώσει την ευρωπαϊκή οικονομία, περιέγραψε τις συνέπειες των πολιτικών Μέρκελ - Σαρκοζί ως μία «ένωση αποπληθωρισμού» και χαρακτήρισε «εθνικιστική, ρατσιστική προπαγάνδα» τα περί τεμπέληδων του Νότου.
Το μέλλον και η Ελλάδα
Το Δεκέμβριο, το FDP, το οποίο περνά κρίση ευρωσκεπτικιστικής εσωστρέφειας, θα μάθει τα αποτελέσματα του εσωκομματικού δημοψηφίσματος που διεξάγει σχετικά με το ESM. Αν τα μέλη του κόμματος απορρίψουν τον νέο μηχανισμό στήριξης, είναι ορατό το ενδεχόμενο να καταρρεύσει η κυβέρνηση, να γίνουν πρόωρες εκλογές και πιθανόν να επανέλθουν στη διακυβέρνηση της χώρας οι Σοσιαλδημοκράτες ή οι Πράσινοι (οι Φιλελεύθεροι είναι πολύ πιθανό να μείνουν εκτός Βουλής). Κάτι τέτοιο θα ήταν θετικό για τις προοπτικές επιβίωσης του ευρώ και για την παραμονή της Ελλάδας εντός των τειχών, καθώς τα δύο αυτά κόμματα απορρίπτουν την ωμή απόπειρα γερμανοποίησης της Ευρωζώνης που επιχειρεί η κ. Μέρκελ.
Ωστόσο θα ήταν τεράστιο σφάλμα να θεωρήσουμε ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να χαλαρώσει αν εισέλθουν στην κυβέρνηση το SPD ή οι Πράσινοι (το CDU παραμένει με διαφορά πρώτο στις δημοσκοπήσεις).
Όλο το πολιτικό φάσμα στη Γερμανία –όχι μόνο η Δεξιά– θεωρεί ότι, τουλάχιστον στη δική μας περίπτωση, η πηγή του προβλήματος ήταν όντως η αλόγιστη κρατική σπατάλη. Όλοι θεωρούν ότι χρειάζεται αυστηρός πανευρωπαϊκός έλεγχος των εθνικών προϋπολογισμών.
Και όλοι είχαν έναν κακό λόγο να πουν για τον κ. Σαμαρά, εκφράζοντας από απορία έως οργή για την (μέχρι προ ολίγων ημερών) επιμονή του να μην υπογράψει ότι θα εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα που θα συναποτελούν τη νέα δανειακή σύμβαση.
Η αίσθηση που αποκόμισα είναι ότι το Βερολίνο, λόγω της γενικότερης επιδείνωσης της κρίσης, έχει πάρει για λίγο τα μάτια του από την Ελλάδα.
Ελπίζει στον Παπαδήμο, παρακολουθεί τις εξελίξεις με το PSI, αλλά ασχολείται πιο εντατικά με την πρόοδο του κ. Μόντι στην Ιταλία, τις διαφωνίες με τη Γαλλία για το ρόλο της ΕΚΤ –οι παρεμβάσεις της οποίας στην αγορά ομολόγων θα γίνουν σιωπηρά αποδεκτές από την κ. Μέρκελ, αρκεί να μη δώσουν υπερβολικά μεγάλη ανάσα στη Ρώμη και τη Μαδρίτη– και τις προτάσεις για αλλαγές στη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Όταν εστιάσουν ξανά σε εμάς, θα έχουμε κάνει άραγε βήματα μπροστά στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και στην πολιτική συναίνεση που αυτή προαπαιτεί;
Αν όχι, τότε ανεξαρτήτως του ποιος θα ελέγχει την καγκελαρία εκείνη τη στιγμή, οι προοπτικές παραμονής μας στην Ευρωζώνη θα έχουν αγγίξει το απόλυτο σκοτάδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου