Κάποιοι έλπιζαν μια κοινωνική δικαιοσύνη υπό την εργατική τάξη.
Κάποιοι ευαγγελίζονταν την ανατροπή του καπιταλισμού από το λούμπεν προλεταριάτο. Κι όμως αυτοί που αντιδρούν πιο δυναμικά -επειδή κινδυνεύουν πολύ περισσότερο κι επειδή έχουν την "πολυτέλεια" να απολύονται δυσκολότερα- είναι οι μεσοαστοί. Καιρός είναι πια να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους και να οργανώσουν ένα δικό τους πολιτικοϊδεολογικό πρόγραμμα.
Σαφώς και μπροστά σε ένα τέτοιο κίνημα η δημοκρατία και οι απολογητές της φοβούνται. Καιρός να ξεχάσουμε την αυταπάτη του αμερικανικού ονείρου, τη φενάκη της κατανάλωσης και να εκμεταλλευτούμε τις δυνάμεις και τα ταξικά συγκριτικά πλεονεκτήματά μας: φυσικοί μας σύμμαχοι είναι τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, είμαστε μορφωμένοι με πρόσβαση στην πληροφορία και την επικοινωνία και φυσικοί διεκδικητές της ανατροπής.
Για να απαντήσει όμως κανείς στο λενινιστικό ερώτημα, πρέπει a priori να έχει υπόψη πως η μεσαία τάξη απεχθάνεται τις επαναστατικές αλλαγές. Το δέσιμο των μεσοαστικών στρωμάτων που διαθέτουν υλικό κεφάλαιο με την ιδιωτική περιουσία τα κάνει να φοβούνται κάθε επανάσταση ή να τρέμουν τη βία. Την ίδια βέβαια αντίδραση έχουν και οι κατέχοντες άυλο κεφάλαιο, μόρφωση (δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι). Οι τελευταίοι αν και δεν έχουν να χάσουν τίποτα υλικό, είναι τόσο δεμένοι στο αστικό ιδεολογικό άρμα και το κράτος ή τις επιχειρήσεις που εργάζονται, ώστε τελικά αλλοτριώνονται από την υπόλοιπη κοινωνική πυραμίδα και εναντιώνονται σε κάθε μορφή βίαιης αλλαγής. Έτσι, βέβαια συχνά οδηγούνται στη συντήρηση και συντάσσονται στο πλευρό ολοκληρωτικών καθεστώτων που τους εξασφαλίζουν "σταθερότητα", ενώ αντιτάσσονται στα αριστερά κι αναρχικά κελεύσματα.
Τόσο ισχυρό είναι το μεσοαστικό δέσιμο με την ιδιωτική περιουσία ώστε ακόμα κι ο Λένιν υποχρεώθηκε μετά την επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης να συνεργαστεί με τους Ρώσους μεσοαστούς (Νέα Οικονομική Πολιτική) μέχρι να εγκαθιδρυθεί το νέο κράτος. Είναι εκείνοι που για τους ξεριζώσει ο Στάλιν υποχρεώθηκε να ακολουθήσει το μονοπάτι της βίας και της διαρκούς επανάστασης.
Κι όμως οι μεσοαστοί παγκοσμίως αντιδρούν. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Αντιδρούν, βέβαια όχι στη λογική ανάληψης της εξουσίας, αλλά στην προοπτική να τους κοπούν οι καταναλωτικές δυνατότητες που φενάκη τους διαχώριζαν από τα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Αντιδρούν μπροστά στο φόνο της πληβειοποίησης συνιστώντας ένα μείζονα ιστορικό κοινωνικό ανασχηματισμό. Εξεγείρονται μπροστά στον τρόπο να μετατραπούν κι εκείνοι -κατά τον Finley[1]- σε νεόπτωχους, σε μια κατηγορία ανθρώπων που ούτε στην ποιο τρελή τους φαντασία δεν σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν να είναι άστεγοι και να συσσωρεύονται στα συσσίτια.
Και όπως είναι φυσικό η μεσαία τάξη απέχει πολύ ακόμα από τη συνειδητοποίηση της δύναμής της. Η κοινωνία μας, εκείνη της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και του θριαμβεύοντος ατομικισμού, διέρρηξε κάθε δεσμό με το παλαιό μοντέλο ενσωμάτωσης της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης. Δεν βλέπουμε πλέον τους εαυτούς μας ως τα δρώντα υποκείμενα ενός οικονομικού συστήματος γύρω από το οποίο οργανώνεται η κοινωνική ζωή αλλά κυρίως ως υποκείμενα που έχουν δικαιώματα, μέσα σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από το πολιτισμικό στοιχείο[2].
Παράλληλα, ο ερμαφροδιτισμός και η κοινωνική πολυπλοκότητά της την κάνουν έρμαιο αυταπατών. Ο κίνδυνος προλεταριοποίησης την κάνει να αντιδρά. Κάποιοι άλλοι όμως τη φοβούνται. Δεν είναι ένα απλό κυνήγι αύξησης κερδών (που χάθηκαν με τραπεζικές απάτες και χρηματιστηριακά τρικ -βλ. κρίση 2008), αλλά κι ένας φόβος για τη ριζοσπαστικοποίηση των μεσοαστών. Οι ελίτ αναζητούν αύξηση κερδών και οι πολιτικοί επιδιώκουν να μειώσουν τη δύναμή της: κάποιοι θα προλεταριοποιηθούν και όσοι γλιτώσουν θα ταυτίσουν τις τύχες τους με την αστική τάξη.
Και η μεσαία τάξη εξεγείρεται σε όλες τις -υποτίθεται- ανεπτυγμένες κοινωνίες. Τούτη τη φορά, φαίνεται να ξεκινά ένα άλλο κίνημα μακριά από την αριστερή κηδεμονία. Μάλιστα, η αριστερά φαίνεται να απέχει, μια και δεν μπορεί να ελέγξει τις νέες δυνάμεις που αναπτύσσονται. Βέβαια, ακόμα απέχουμε πολύ από τις υποκειμενικές εκείνες συνθήκες που θα αυξήσουν ποσοτικά το νεοφανές παγκόσμιο κίνημα.
Η δύναμη των μεσοαστών βρίσκεται στη μόρφωση και την πληροφόρηση. Χρησιμοποιεί ακριβώς τα ίδια όπλα που δημιούργησε η μετανεωτερική δημοκρατία. Μέσα σε ένα παγκόσμιο δίκτυο -ελεύθερο ακόμα- επικοινωνεί και συνδιαμορφώνει θέσεις και αντιδράσεις, μιμείται δημιουργικά κινητοποιήσεις άλλων πιέζοντας όλο και περισσότερο τις πολιτικές ελίτ. Ωστόσο, δεν πρόκειται ακόμα για μία ευθεία επικοινωνία, αλλά για μία έμμεση σύνθεση θέσεων, αιτημάτων και δράσεων αναμεμειγμένες με τοπικά/εθνικά ζητήματα.
Έχει γίνει όμως ήδη αντιληπτό σε ευρέα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ότι δε χρειάζεται να ανησυχούν για εκλογές και δημοψηφίσματα. Έχει αναδυθεί πολλάκις στο παρελθόν η φενάκη των δημοκρατικών εκλογών. Και ναι μεν η ψήφιση μιας κυβέρνησης αποτελεί βασικό δημοκρατικό γνώρισμα, αλλά στην τελική ανάλυση, σημασία δεν έχει η ίδια η διαδικασία, αλλά τα πρόσωπα και οι συνδυασμοί που καλούνται να υπερψηφίσουν οι πολίτες. Όταν οι υποψήφιοι εκφράζουν τα συμφέροντα των ελίτ κι όχι εκείνα της μεσαίας τάξης και των φυσικών της συμμάχων, τότε οι εκλογές είναι εξαπάτηση. Λειτουργούν ως μία ακόμα αυταπάτη που κλειδώνει τις μεσοαστικές συνειδήσεις, ένα φαντασιακό ότι μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα και την κρατική πολιτική.
Γίνεται ορατό σε όλο και περισσότερους πολίτες ότι η νίκη μπορεί να έρθει μόνο μέσα από ένα ισχυρό κίνημα. Με τη χρήση ακριβώς των νέων τεχνολογιών και άμεσο στόχο την υπεράσπιση της ταξικής τους υπόστασης αρχίζουν να καλλιεργούν την αντίληψη ότι η ταξική πάλη δεν σταμάτησε. Η belle époque (’90 και ’00) τελικά πέρασε, αλλά δεν έφερε ούτε τη δημοκρατία, ούτε την ισότητα. Χάθηκαν κάπου ανάμεσα στις πιστώσεις και τις αγορές.
Κάποιοι ευαγγελίζονταν την ανατροπή του καπιταλισμού από το λούμπεν προλεταριάτο. Κι όμως αυτοί που αντιδρούν πιο δυναμικά -επειδή κινδυνεύουν πολύ περισσότερο κι επειδή έχουν την "πολυτέλεια" να απολύονται δυσκολότερα- είναι οι μεσοαστοί. Καιρός είναι πια να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους και να οργανώσουν ένα δικό τους πολιτικοϊδεολογικό πρόγραμμα.
Σαφώς και μπροστά σε ένα τέτοιο κίνημα η δημοκρατία και οι απολογητές της φοβούνται. Καιρός να ξεχάσουμε την αυταπάτη του αμερικανικού ονείρου, τη φενάκη της κατανάλωσης και να εκμεταλλευτούμε τις δυνάμεις και τα ταξικά συγκριτικά πλεονεκτήματά μας: φυσικοί μας σύμμαχοι είναι τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, είμαστε μορφωμένοι με πρόσβαση στην πληροφορία και την επικοινωνία και φυσικοί διεκδικητές της ανατροπής.
Για να απαντήσει όμως κανείς στο λενινιστικό ερώτημα, πρέπει a priori να έχει υπόψη πως η μεσαία τάξη απεχθάνεται τις επαναστατικές αλλαγές. Το δέσιμο των μεσοαστικών στρωμάτων που διαθέτουν υλικό κεφάλαιο με την ιδιωτική περιουσία τα κάνει να φοβούνται κάθε επανάσταση ή να τρέμουν τη βία. Την ίδια βέβαια αντίδραση έχουν και οι κατέχοντες άυλο κεφάλαιο, μόρφωση (δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι). Οι τελευταίοι αν και δεν έχουν να χάσουν τίποτα υλικό, είναι τόσο δεμένοι στο αστικό ιδεολογικό άρμα και το κράτος ή τις επιχειρήσεις που εργάζονται, ώστε τελικά αλλοτριώνονται από την υπόλοιπη κοινωνική πυραμίδα και εναντιώνονται σε κάθε μορφή βίαιης αλλαγής. Έτσι, βέβαια συχνά οδηγούνται στη συντήρηση και συντάσσονται στο πλευρό ολοκληρωτικών καθεστώτων που τους εξασφαλίζουν "σταθερότητα", ενώ αντιτάσσονται στα αριστερά κι αναρχικά κελεύσματα.
Τόσο ισχυρό είναι το μεσοαστικό δέσιμο με την ιδιωτική περιουσία ώστε ακόμα κι ο Λένιν υποχρεώθηκε μετά την επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης να συνεργαστεί με τους Ρώσους μεσοαστούς (Νέα Οικονομική Πολιτική) μέχρι να εγκαθιδρυθεί το νέο κράτος. Είναι εκείνοι που για τους ξεριζώσει ο Στάλιν υποχρεώθηκε να ακολουθήσει το μονοπάτι της βίας και της διαρκούς επανάστασης.
Κι όμως οι μεσοαστοί παγκοσμίως αντιδρούν. Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό. Αντιδρούν, βέβαια όχι στη λογική ανάληψης της εξουσίας, αλλά στην προοπτική να τους κοπούν οι καταναλωτικές δυνατότητες που φενάκη τους διαχώριζαν από τα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Αντιδρούν μπροστά στο φόνο της πληβειοποίησης συνιστώντας ένα μείζονα ιστορικό κοινωνικό ανασχηματισμό. Εξεγείρονται μπροστά στον τρόπο να μετατραπούν κι εκείνοι -κατά τον Finley[1]- σε νεόπτωχους, σε μια κατηγορία ανθρώπων που ούτε στην ποιο τρελή τους φαντασία δεν σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν να είναι άστεγοι και να συσσωρεύονται στα συσσίτια.
Και όπως είναι φυσικό η μεσαία τάξη απέχει πολύ ακόμα από τη συνειδητοποίηση της δύναμής της. Η κοινωνία μας, εκείνη της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και του θριαμβεύοντος ατομικισμού, διέρρηξε κάθε δεσμό με το παλαιό μοντέλο ενσωμάτωσης της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης. Δεν βλέπουμε πλέον τους εαυτούς μας ως τα δρώντα υποκείμενα ενός οικονομικού συστήματος γύρω από το οποίο οργανώνεται η κοινωνική ζωή αλλά κυρίως ως υποκείμενα που έχουν δικαιώματα, μέσα σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από το πολιτισμικό στοιχείο[2].
Παράλληλα, ο ερμαφροδιτισμός και η κοινωνική πολυπλοκότητά της την κάνουν έρμαιο αυταπατών. Ο κίνδυνος προλεταριοποίησης την κάνει να αντιδρά. Κάποιοι άλλοι όμως τη φοβούνται. Δεν είναι ένα απλό κυνήγι αύξησης κερδών (που χάθηκαν με τραπεζικές απάτες και χρηματιστηριακά τρικ -βλ. κρίση 2008), αλλά κι ένας φόβος για τη ριζοσπαστικοποίηση των μεσοαστών. Οι ελίτ αναζητούν αύξηση κερδών και οι πολιτικοί επιδιώκουν να μειώσουν τη δύναμή της: κάποιοι θα προλεταριοποιηθούν και όσοι γλιτώσουν θα ταυτίσουν τις τύχες τους με την αστική τάξη.
Και η μεσαία τάξη εξεγείρεται σε όλες τις -υποτίθεται- ανεπτυγμένες κοινωνίες. Τούτη τη φορά, φαίνεται να ξεκινά ένα άλλο κίνημα μακριά από την αριστερή κηδεμονία. Μάλιστα, η αριστερά φαίνεται να απέχει, μια και δεν μπορεί να ελέγξει τις νέες δυνάμεις που αναπτύσσονται. Βέβαια, ακόμα απέχουμε πολύ από τις υποκειμενικές εκείνες συνθήκες που θα αυξήσουν ποσοτικά το νεοφανές παγκόσμιο κίνημα.
Η δύναμη των μεσοαστών βρίσκεται στη μόρφωση και την πληροφόρηση. Χρησιμοποιεί ακριβώς τα ίδια όπλα που δημιούργησε η μετανεωτερική δημοκρατία. Μέσα σε ένα παγκόσμιο δίκτυο -ελεύθερο ακόμα- επικοινωνεί και συνδιαμορφώνει θέσεις και αντιδράσεις, μιμείται δημιουργικά κινητοποιήσεις άλλων πιέζοντας όλο και περισσότερο τις πολιτικές ελίτ. Ωστόσο, δεν πρόκειται ακόμα για μία ευθεία επικοινωνία, αλλά για μία έμμεση σύνθεση θέσεων, αιτημάτων και δράσεων αναμεμειγμένες με τοπικά/εθνικά ζητήματα.
Έχει γίνει όμως ήδη αντιληπτό σε ευρέα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων ότι δε χρειάζεται να ανησυχούν για εκλογές και δημοψηφίσματα. Έχει αναδυθεί πολλάκις στο παρελθόν η φενάκη των δημοκρατικών εκλογών. Και ναι μεν η ψήφιση μιας κυβέρνησης αποτελεί βασικό δημοκρατικό γνώρισμα, αλλά στην τελική ανάλυση, σημασία δεν έχει η ίδια η διαδικασία, αλλά τα πρόσωπα και οι συνδυασμοί που καλούνται να υπερψηφίσουν οι πολίτες. Όταν οι υποψήφιοι εκφράζουν τα συμφέροντα των ελίτ κι όχι εκείνα της μεσαίας τάξης και των φυσικών της συμμάχων, τότε οι εκλογές είναι εξαπάτηση. Λειτουργούν ως μία ακόμα αυταπάτη που κλειδώνει τις μεσοαστικές συνειδήσεις, ένα φαντασιακό ότι μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα και την κρατική πολιτική.
Γίνεται ορατό σε όλο και περισσότερους πολίτες ότι η νίκη μπορεί να έρθει μόνο μέσα από ένα ισχυρό κίνημα. Με τη χρήση ακριβώς των νέων τεχνολογιών και άμεσο στόχο την υπεράσπιση της ταξικής τους υπόστασης αρχίζουν να καλλιεργούν την αντίληψη ότι η ταξική πάλη δεν σταμάτησε. Η belle époque (’90 και ’00) τελικά πέρασε, αλλά δεν έφερε ούτε τη δημοκρατία, ούτε την ισότητα. Χάθηκαν κάπου ανάμεσα στις πιστώσεις και τις αγορές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου