Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Δραχμή: Το αρχαιότερο νόμισμα της Ευρώπης

«Τέρμα τα δίφραγκα» και κυριολεκτικώς. Από την Πρωτοχρονιά η δραχμή αρχίζει να αποσύρεται στην ιστορία και στη λήθη των επόμενων γενεών, καθώς η εποχή του ευρώ εγκαθίσταται στην καθημερινότητα μας. Από την 1η Μαρτίου η δραχμή μας θα έχει μόνο συλλεκτική αξία, ίσως και σημαντική για τους απογόνους μας που θα περιεργάζονται τα κέρματα και τα χαρτονομίσματα του εθνικού νομίσματος.
Από το Φεβρουάριο του 1833 μέχρι σήμερα, η δραχμή, ακολούθησε την ιστορία της χώρας. Ανατιμήθηκε, υπέστη
υποτιμήσεις, έγινε πληθωριστική, απαξιώθηκε, αλλά, τελικά,
εισήλθε στο «καλάθι» των ευρωπαϊκών νομισμάτων.


Η εμφάνιση του χρήματος


Για πάρα πολλούς αιώνες, οι συναλλαγές μεταξύ των ανθρώπων εξυπηρετήθηκαν από το σύστημα του αντιπραγματισμού που ως πρωτόγονη και αναγκαστική μορφή εμπορίου επιβιώνει ακόμη σε περιόδους πολέμου, υπερπληθωρισμού, ή σε έκτακτες ανάγκες. Ως μέσο συναλλαγής χρησιμοποιήθηκαν στο μακρινό παρελθόν όστρακα, λίθοι, υφάσματα και άλλα υλικά.
Τομή στην ιστορία των συναλλαγών αποτέλεσε η εμφάνιση των μετάλλων, προϋπόθεση για την κατασκευή νομισμάτων γιατί δεν καταστρέφονται, μεταφέρονται εύκολα και υποδιαιρούνται, χωρίς σημαντικές αλλοιώσεις, σε μικρότερα κομμάτια. Τα πολύτιμα μέταλλα μάλιστα μπορούν να ενσωματώσουν μεγάλες αξίες σε μικρό όγκο και βάρος, και αν συνδυασθούν μεταξύ τους μπορούν να εξυπηρετούν συναλλαγές τόσο μικρής, όσο και μεγάλης
αξίας.
Η δραχμή επιβλήθηκε στην αρχαία Eλλάδα από τον Φείδωνα, βασιλιά του Άργους, όταν αντικατέστησε με αυτή τον οβολό.H «ισοτιμία» καθορίστηκε 1 δρχ./6 οβελούς. Ο Φείδων, τον 7ο αιώνα π.X. αφιέρωσε στο ναό της Ήρας στο Άργος δέσμη οβολών, θέλοντας έτσι να δώσει έμφαση στην αντικατάσταση του νομίσματος αυτού. Στην αρχαία Ελλάδα το βάρος μιας
ασημένιας δραχμής ποίκιλε κατά τόπους: στο αιγινητικό ή φειδώνιο σύστημα ζύγιζε 6,06
γραμμάρια, στο φοινικικό-ροδιακό κυμαινόταν από 3,64 έως 7,28 γραμμάρια ενώ στο ευβοϊκό-αττικό σύστημα αυτό κυμαινόταν επίσης, από 4,366 έως 8,73 γραμμάρια.


Γιατί όμως το νέο αυτό νόμισμα ονομάστηκε δραχμή;


H λέξη προέρχεται από το ρήμα δράσσομαι (= πιάνω σφικτά την ποσότητα που χωρά στην παλάμη).
Η πολιτική σημασία του νομίσματος είχε κατανοηθεί ήδη από νωρίς στις οργανωμένες κοινωνίες. Κάθε πόλη-κράτος έκοβε το δικό της νόμισμα, σύμβολο της πολιτικής οντότητας αλλά και δείκτης της οικονομικής της δύναμης και της διάδοσης του εμπορίου της. Οι Ρωμαίοι προχώρησαν στην κοπή των δικών τους νομισμάτων, των δηναρίων, που
προπαγάνδιζαν το imperium σε όλες τις μακρινές επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους φέροντας τη μορφή του εκάστοτε αυτοκράτορα. Την ίδια πρακτική ακολούθησαν και οι βυζαντινοί
αυτοκράτορες καθώς ο σόλιδος έγινε η έκφραση της οικονομικής και εμπορικής κυριαρχίας του Βυζαντίου στους λαούς της νοτιοανατολικής Ευρώπης και Μικράς Ασίας.
Τεχνολογικές εξελίξεις στα τέλη του 18ου αιώνα είχαν, εκτός από έμμεσες, και άμεση επίπτωση στην κοπή νομισμάτων αφού αυτή έγινε δυνατή με τη δύναμη του ατμού που κινούσε μια πρέσα. Το χαρτονόμισμα είχε επινοηθεί στην Κίνα από τον 10ο αι. μ.Χ., ως γραμμάτιο πληρωμής με χρονικό περιορισμό, ενώ στην Ευρώπη κάνει την εμφάνισή του στη Σουηδία.


Ο πρόδρομος «Φοίνιξ»


Αρχής γενομένης από το Σύνταγμα του Ρήγα, και τα επόμενα συντάγματα που ψήφισαν οι επαναστατημένοι Έλληνες εξέφρασαν την αναγκαιότητα για την κοπή ενός εθνικού νομίσματος. Ο Αδαμάντιος Κοραής μάλιστα είχε προτείνει την απεικόνιση σε αυτό της προσωποποιημένης Δικαιοσύνης, έτσι ώστε οι Έλληνες με την καθημερινή τους επαφή με τα νομίσματα να γίνονται
δίκαιοι, ξεχνώντας τις τουρκικές αδικίες και παρανομίες.
Οι προσπάθειες για ορισμό εθνικού νομίσματος που έγιναν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης δεν μπόρεσαν να στεφθούν με επιτυχία λόγω των πολεμικών και άλλων συνθηκών που επικρατούσαν.
Ήταν στην Αίγινα και πάλι, μετά από 25 αιώνες, που κόπηκαν και πάλι ελληνικά νομίσματα. Ο πρώτος Έφορος του Εθνικού Νομισματοκοπείου της Ελλάδας που ιδρύθηκε λίγο αργότερα, ήταν ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος (1789-1865).
Η εισήγηση του Αλ. Κοντόσταυλου αφορούσε στην εισαγωγή ενός νομίσματος που θα καλούνταν Φοίνιξ, συμβολικά προς την αναγέννηση του ελληνικού κράτους από την τέφρα του. Η μορφή του φοίνικα έχει τις ρίζες της στην αιγυπτιακή μυθολογία και συναντάται στη μεσαιωνική παράδοση της Ευρώπης, μεταξύ άλλων και σε νομίσματα. Ήταν το σύμβολο της Φιλικής Εταιρείας και ως επιλογή είχε έντονο συμβολικό και μυστικιστικό φορτίο.
Ένας φοίνικας θα ισοδυναμούσε με ένα γαλλικό φράγκο, το 1/100ό του, το λεπτό με δύο γράνες Μάλτας ενώ προβλέπονταν και πολλαπλάσιά του. Χρυσά πολλαπλάσια του Φοίνικος θα ήταν η Αθηνά, αξίας 20 φοινίκων, η Ημίσεια Αθηνά, αξίας 10 φοινίκων. Προβλέπονταν, επίσης αργυρά, η Αιγίδα αξίας 5 φοινίκων, η Ημίσεια Αιγίδα αξίας 2,5 φοινίκων και ο Μισός Φοίνικας. Όσον αφορά τα χάλκινα, προτάθηκαν το «λεπτόν», «το «δεύτερον», ίσο με μισό λεπτό και το «πεντάριον», ίσο με 5 λεπτά. Στη μία όψη του νομίσματος θα εμφανιζόταν ο μυθολογικός φοίνικας με το σήμα του σταυρού πάνω από το κεφάλι του, δεξιά του ηλιακές ακτίνες και η κυκλική επιγραφή «Ελληνική Πολιτεία» και από την άλλη θα έφερε, μεταξύ κλαδιών ελιάς και δάφνης, την κυκλική επιγραφή
«Κυβερνήτης Ι. Α. Καποδίστριας» και χρονολογία.
Ο ίδιος ο Αλ. Κοντόσταυλος ανέλαβε να εξασφαλίσει τις μηχανές που θα χρησιμοποιούνταν για την κοπή των νέων νομισμάτων. Τελικά, τα πρώτα νομίσματα κόβονται στην Αίγινα σε μηχάνημα του 1530. Χρυσά νομίσματα δεν κόπηκαν ποτέ, λόγω έλλειψης χρυσού.
Τον Φεβρουάριο του 1828 ο Ιω. Καποδίστριας είχε ιδρύσει την Εθνική Χρηματιστηριακή Τράπεζα, την πρώτη Τράπεζα του ελληνικού κράτους με σκοπό την ανοικοδόμηση της χώρας που επιβιώνει όμως μόνο για τρία χρόνια. Ο Αλ. Κοντόσταυλος ήταν ένας από τους τρεις διευθυντές της, μαζί με τον πρόβουλο του Τμήματος Οικονομίας του Πανελληνίου Γ. Κουντουριώτη και τον Γ. Σταύρου. Δυστυχώς η Τράπεζα συνδέθηκε άμεσα με το Δημόσιο Ταμείο και σε ό,τι αφορούσε τη διοίκησή της με το κράτος. Η λειτουργία της διακόπηκε τελικά το 1834.


Η γένεση της δραχμής


Η δραχμή ως νομισματική μονάδα του ελεύθερου ελληνικού κράτους καθιερώθηκε για πρώτη φορά κατά την περίοδο αντιβασιλείας του Όθωνα με το Βασιλικό
Διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου 1833. Το νέο ελληνικό νομισματικό σύστημα ήταν στη σύλληψή του διμεταλλικό αλλά στην πράξη δεν κυκλοφόρησαν παρά ελάχιστα χρυσά νομίσματα. Η δραχμή ήταν αργυρό νόμισμα που ζύγιζε 4,477 γραμμάρια με περιεκτικότητα 900 και διαιρούνταν σε εκατό μόρια, τα ονομαζόμενα λεπτά.
Το νομισματικό σύστημα άρχισε να σταθεροποιείται και το 1841, μετά από πολυετείς προσπάθειες, ιδρύθηκε η Εθνική Τράπεζα με κεφάλαιο 5.000.000 δραχμών και παραχώρηση προνομίου για την έκδοση τραπεζικών γραμματίων στον κομιστή.
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε τις εργασίες της τον Ιανουάριο του 1842 προικοδοτημένη με κεφάλαιο 3.402.000 δραχμών.
Εννέα μήνες μετά την ίδρυσή της, κυκλοφόρησαν τραπεζογραμμάτια των 25, 50, 100 και 500 δραχμών τα οποία το κοινό δέχθηκε με εμπιστοσύνη θέτοντας ευνοϊκές βάσεις για τη νομισματική κυκλοφορία.
Η Εθνική εξασφάλισε το 1861 ανανέωση του προνομίου έκδοσης τραπεζικών γραμματίων για 25 χρόνια καθώς και την έγκριση να εκδώσει δεκάδραχμα τραπεζικά γραμμάτια μέχρι του ποσού των δύο εκατομμυρίων δραχμών. Παράλληλα, οι Βαυαροί οργάνωσαν το «Βασιλικόν
Νομισματοκοπείον και Σφραγιστήριον Αθηνών» και το προίκισαν με τα αναγκαία μηχανήματα και προσωπικό.
Από το 1851, τα αργυρά νομίσματα κόβονταν στη Βιέννη, με τη μορφή του Όθωνα σε ώριμη
ηλικία.


Η πορεία μέσα στο χρόνο


Η δραχμή επηρεάστηκε από τη διεθνή οικονομική συγκυρία και από τις ιστορικές τύχες του ελληνικού κράτους, οι οποίες αποτυπώθηκαν στην αξία της όσο και στην αισθητική της.
Η Κρητική Επανάσταση που ξέσπασε το 1866 δημιούργησε αυξημένες ανάγκες για την Ελλάδα και οι πρόσθετες δαπάνες που απαιτούσε η πολεμική προπαρασκευή ανέστειλαν την εφαρμογή του νέου νομισματικού συστήματος και επέβαλαν καθεστώς αναγκαστικής κυκλοφορίας για διάστημα 14 μηνών.
Η Ελλάδα, λόγω των αναστατώσεων αυτών, δεν κατάφερε να εφαρμόσει τον διμεταλλισμό και να καθορίσει νέες ισοτιμίες για τα διάφορα ξένα νομίσματα το 1873 ενώ από το 1876 απαγορεύτηκε η κυκλοφορία άλλων νομισμάτων πλην αυτών της Νομισματικής Ένωσης.
Την εποχή αυτή κόπηκαν σε γαλλικά νομισματοκοπεία χρυσά νομίσματα των 5, 10, 20, 50, και 100 δραχμών, αργυρά των 5 και 1 δραχμών και 50, 20 λεπτών καθώς και χάλκινα των 10 (διώβολα), 5 (οβολοί), 2 και 1 λεπτών. Παράλληλα, γίνονταν δεκτά τα νομίσματα των άλλων χωρών της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης.
Το 1879 αρχίζει μια νέα περίοδος για τα οικονομικά της Ελλάδας: ε ίναι η εποχή των δανείων του εξωτερικού, που τυπικά τελειώνει το 1893.
Κυκλοφόρησαν την εποχή αυτή χαλκονικέλινα κέρματα των 20, 10 και 5 λεπτών ως συνέχεια των κερματικών γραμματίων που είχαν κάνει την εμφάνισή τους στα τέλη του αιώνα.
Μέχρι το 1920, η ισοτιμία της με τη χρυσή λίρα της Αγγλίας παρέμενε σταθερή (25 δραχμές). Από τότε ως τις μέρες της Μικρασιατικής Καταστροφής υποτιμούνταν συνεχώς έως τις 140 δραχμές.
Ακολουθεί νέα νομισματική κρίση που συνεχίζεται έως το 1926. Το 1928 ιδρύεται η Τράπεζα της Ελλάδος και παρά τη μεγάλη διεθνή ύφεση του 1929 και τις διεθνείς οικονομικές και νομισματικές διαταραχές της δεκαετίας του 1930, η Ελλάδα κατόρθωσε να διατηρήσει σχετική νομισματική σταθερότητα έως την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, συνδεόμενη με το σύστημα του Χρυσού Νομισματικού Κανόνα. Η Δημοκρατία είχε το 1926 κόψει χαλκονικέλινα νομίσματα των 2 και 1 δραχμής καθώς και των 50 και 20 λεπτών με την απέριττη κεφαλή της Αθηνάς στη μία όψη τους. Τη λιτή αυτή εμφάνιση θα αντισταθμίσουν το 1930 ημιαργυρά κέρματα των 10 και 20 δραχμών σχεδιασμένα από τον ζωγρ άφο Μιχαήλ Αξελό με τις κεφαλές της Δήμητρας και του Ποσειδώνα αντίστοιχα ενώ το χαλκονικ έλινο 5δραχμο κόσμησε ο αναγεννώμενος Φοίνικας παραπέμποντας πίσω στην αρχή της νομισματικής ιστορίας του ελληνικού κράτους.
Το 1981 η Ελλάδα εντάσσεται στην Ε.Ο.Κ. και το 1983 υιοθετήθηκε η νομισματική πολιτική της διολίσθησης (βαθμιαίας και ελεγχόμενης υποτίμησης), κατά 15% εκείνη τη χρονιά και κατά 15,5% το 1985. Νέα υποτίμηση θα δεχθεί η δραχμή το 1998 αλλά με παράλληλη ένταξή της στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τον Ιανουάριο του 2001, η δραχμή εμφανίστηκε δίπλα-δίπλα με το ευρώ στην αναγραφή των τιμών και αξιών στην ελληνική αγορά, ενώ από τον Ιανουάριο 2002 άρχισε η τελευταία βραχύχρονη πράξη της κυκλοφορίας της, παράλληλα με το ευρωπαϊκό νόμισμα.



Δεν υπάρχουν σχόλια: