Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Σαρωτικές αλλαγές στο Δημόσιο

Το μήνυμα που στέλνει ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, κ. Γιώργος Προβόπουλος, είναι σαφές: Απαιτούνται άμεσα σαρωτικές αλλαγές στο Δημόσιο, είναι μονόδρομος.
Παράλληλα, όμως, προειδοποιεί: Τολμηρές αλλαγές μέσω του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής, που το χαρακτηρίζει «ιστορική ευκαιρία», αλλά σε συνδυασμό και με την αναγκαία αναπτυξιακή προοπτική....
– Η τρόικα υποστηρίζει ότι μετά το καλό ξεκίνημα στην εφαρμογή του Μνημονίου, σημειώθηκε επιβράδυνση. Εχετε την ίδια εικόνα;
– Το Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής που εφαρμόζεται από τον Μάιο συνιστά ριζικό αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής.
Είναι θετικό ότι μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα δρομολογήθηκαν τολμηρές αλλαγές, που στο παρελθόν δεν είχαν καν αποτολμηθεί. Αλλαγές που θα έχουν ευνοϊκά αποτελέσματα μεσομακροπρόθεσμα.
Το Πρόγραμμα αποτελεί μία ιστορική ευκαιρία για τη χώρα. Πρέπει όμως να εφαρμοσθεί σε όλες τις περιοχές που καλύπτει, με επιμονή, συνέπεια και αποφασιστικότητα.
Φαινόμενα διστακτικότητας, ατολμίας ή διαχειριστικής ανετοιμότητας, όπου σημειώνονται, πρέπει να αντιμετωπίζονται αμέσως, ώστε το Πρόγραμμα να διατηρήσει και να δυναμώσει τη μεταρρυθμιστική του ορμή στον δεύτερο, κρίσιμο χρόνο εφαρμογής του.
– Tο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα όμως περνά μέσα από… μεταρρυθμίσεις. Κατά την άποψή σας, θα έπρεπε να έχουν ήδη γίνει και ποιες καθυστερούν και πρέπει να πάρουν προτεραιότητα;
– Στην παρούσα συγκυρία απόλυτη προτεραιότητα έχουν οι ακόλουθες μεταρρυθμίσεις: Πρώτον, η αναδιάρθρωση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Για το ζήτημα αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει πρόσφατα δεκαέξι συγκεκριμένα μέτρα άμεσης εφαρμογής. Δεύτερον, η μόνιμη μείωση των πρωτογενών δαπανών, με μεταρρυθμίσεις που θα εξαλείψουν τους μηχανισμούς οι οποίοι νομοτελειακά οδηγούν σε σπατάλη. Αυτό αφορά όλες τις περιοχές του ευρύτερου δημόσιου τομέα: την κεντρική διοίκηση, τις δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα νοσοκομεία, τα ασφαλιστικά ταμεία. Θα πρέπει, επίσης, να καταργηθούν ή να συγχωνευθούν οι πολυδάπανοι εκείνοι φορείς που λειτουργούν αναποτελεσματικά, πολλές φορές μάλιστα και χωρίς αντικείμενο. Τρίτον, παράλληλα με τις μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα πρέπει να επιταχυνθούν οι αλλαγές που θα δημιουργήσουν ένα περιβάλλον φιλικό προς την επιχειρηματική δραστηριότητα, ένα «οικοσύστημα» μέσα στο οποίο θα μπορούν να λειτουργούν πιο αποτελεσματικά οι επιχειρήσεις. Το οικοσύστημα αυτό θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από σταθερούς κανόνες για τον ανταγωνισμό και τη φορολογία, δραστικό περιορισμό των διοικητικών εμποδίων και του διοικητικού κόστους, σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο για τη λειτουργία των αγορών, καθορισμένες, σύντομες και απλές διαδικασίες για τη χωροθέτηση και αδειοδότηση των επιχειρήσεων. Είναι ενθαρρυντικό ότι το Πρόγραμμα έχει θέσει σαφείς επιδιώξεις για πολλές από τις παραπάνω αλλαγές, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις έχει ήδη αρχίσει η εφαρμογή τους. Είναι όμως καταφανής η ανάγκη να επιταχυνθεί η προώθηση όλων των στοχευμένων μεταρρυθμίσεων. Η δημοσιονομική προσαρμογή δεν μπορεί να συνεχισθεί με επιτυχία, αν δεν συνοδευθεί τώρα με τη ριζική ανασυγκρότηση του κράτους και τον εκσυγχρονισμό των δομών της οικονομίας.
– Κάποιες από αυτές, πάντως, γίνεται προσπάθεια να περάσουν μέσα από τον προϋπολογισμό του ’11 που άρχισε να συζητείται στη Βουλή. Πώς θα τον χαρακτηρίζατε;
– Ο προϋπολογισμός του 2011 αποτελεί μέρος του τριετούς προγράμματος, ακολουθεί τη λογική του και προωθεί τη δημοσιονομική εξυγίανση. Θα τον χαρακτήριζα συνεπώς απολύτως αναγκαίο ως προς τους στόχους του, υπογραμμίζοντας ότι εκείνο που έχει πρωταρχική σημασία είναι η αυστηρή τήρησή του, χωρίς υστερήσεις εσόδων και υπερβάσεις δαπανών. Και θα προσέθετα μάλιστα ότι θα πρέπει να επιδιώξουμε να επιταχύνουμε τον βηματισμό μας, να υπερακοντίσουμε δηλαδή τους τεθέντες δημοσιονομικούς στόχους, γεγονός που θα αποτελούσε μια ευχάριστη «έκπληξη» για τις αγορές και θα βελτίωνε ουσιαστικά τις προσδοκίες για την προοπτική της χώρας μας.

Ανασυγκρότηση, κόστος και οφέλη

– Συμφωνείτε με την πρόταση για σαρωτικές αλλαγές στο Δημόσιο και στις κρατικές επιχειρήσεις;
– Οι αλλαγές στον ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι μονόδρομος. Και πρέπει όντως να είναι σαρωτικές. Αν δεν αλλάξουμε τώρα το μέγεθος, τις δομές, τον τρόπο λειτουργίας και την αποδοτικότητά του, οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις θα είναι βαρύτατες. Η αναδιάρθρωση του δημοσίου τομέα έχει ασφαλώς βραχυχρόνιο κόστος. Πρέπει όμως να το αναλάβουμε προσβλέποντας στα μεσοπρόθεσμα μόνιμα οφέλη. Μέχρι σήμερα, ο δημόσιος τομέας μεταφέρει το κόστος της στρεβλής και αναποτελεσματικής λειτουργίας του στην κοινωνία. Αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχιστεί άλλο.
– Ολα αυτά όμως δεν είναι πιθανό να προκαλέσουν κοινωνικές αντιδράσεις; Δεν θα ήταν εύλογο απότοκο όλων αυτών των μέτρων που προωθούνται;
– Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ελήφθησαν μέτρα που πραγματικά αιφνιδίασαν την κοινωνία. Είναι συνεπώς αναμενόμενο τα μέτρα αυτά να προκαλούν αντιδράσεις από τις ομάδες που θίγονται. Τα μέτρα όμως και το κόστος που συνεπάγονται συνιστούν την αναπόφευκτη διόρθωση μιας στρεβλής πορείας που ακολουθούσαμε επί σειράν ετών αμέριμνα, χωρίς φροντίδα για το αύριο. Αν ωστόσο κατανοήσουμε επαρκώς γιατί φτάσαμε σήμερα εδώ και καταδειχθεί με πειστικότητα ότι στο τέλος αυτής της δύσκολης διαδρομής θα υπάρξουν σημαντικά οφέλη για όλους, τότε πιστεύω ότι οι αντιδράσεις θα υποχωρήσουν. Αλλωστε, δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή σε ένα καθεστώς εικονικής ευημερίας που στηριζόταν στην υποθήκευση του μέλλοντος. Ο δρόμος εκείνος ήταν αδιέξοδος, όπως επώδυνα διαπιστώνουμε σήμερα. Αν θέλουμε να παραμείνει η Ελλάδα μία σύγχρονη, ευημερούσα χώρα, μπροστά μας έχουμε μόνο μία επιλογή: την κατάφαση και ενεργητική συμμετοχή στη συλλογική προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της οικονομίας.
Να σχεδιαστεί «οδικός χάρτης» για την ανάπτυξη

– Στο κομμάτι «ανάπτυξη», τι γίνεται, κ. διοικητά;

– Το Πρόγραμμα είναι μια καλή αρχή που περιορίζει τους κινδύνους και δίνει στην οικονομία τα χρονικά περιθώρια να ανασυγκροτηθεί πάνω σε νέες, ισχυρές και στέρεες βάσεις. Ο δρόμος θα είναι όμως επίπονος και μακρύς. Εκείνο που προέχει αυτή τη στιγμή είναι να σχεδιαστεί ένας αναλυτικός «οδικός χάρτης» για τη δυναμική επανέναρξη της αναπτυξιακής διαδικασίας. Χρειαζόμαστε ένα δεσμευτικό, συνεκτικό σχέδιο δράσης για την ανάπτυξη, το οποίο θα συμπληρώνει και θα εξειδικεύει πολιτικές που έχουν ξεκινήσει και θα προτείνει νέες, που θα ενισχύουν την ανάπτυξη. Ενα τέτοιο σχέδιο δράσης, σε συνδυασμό με την προώθηση των μεταρρυθμίσεων και την απρόσκοπτη πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής, θα εκπέμψει ηχηρό μήνυμα στις αγορές ότι η ελληνική οικονομία αναπροσανατολίζεται δυναμικά και εκμεταλλεύεται αποδοτικά την ευκαιρία που παρέχει ο μηχανισμός στήριξης για να ανακάμψει σύντομα. Χρειαζόμαστε σήμερα μια συνολική αναπτυξιακή στόχευση και στην προσπάθεια αυτή δεν πρέπει να χαθεί ούτε μία μέρα.

– Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι ένα μέσο επιτάχυνσης των διαδικασιών;

– Η βασική λογική των αποκρατικοποιήσεων πρέπει να είναι αναπτυξιακή και όχι ταμειακή. Οι αποκρατικοποιήσεις δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μέσο για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές, τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Υπάρχει βεβαίως και η ταμειακή πλευρά, σημαντική σε περιόδους όπως αυτή που διανύουμε. Πρέπει όμως το θέμα των αποκρατικοποιήσεων να προσεγγίζεται πρωτίστως από αναπτυξιακή σκοπιά.

– Ενα «όπλο» θα μπορούσε να είναι η αξιοποίηση των ακινήτων του Δημοσίου;

– Οι δυνατότητες υπάρχουν και είναι πολλές. Το Δημόσιο είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας, η οποία όμως όχι μόνο παραμένει αναξιοποίητη, αλλά και δεν έχει ακόμη καταγραφεί αξιόπιστα. Το πρώτο επομένως βήμα είναι ο συντονισμός όλων των φορέων που τη διαχειρίζονται και η δημιουργία ενός πλήρους ηλεκτρονικού μητρώου. Το επόμενο βήμα είναι η εφαρμογή ενός συνεκτικού και ολοκληρωμένου σχεδίου αξιοποίησης. Αυτά μεσοπρόθεσμα μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντική ενίσχυση των εσόδων και τόνωση της ανάπτυξης. Παράλληλα, βραχυχρόνιες ενέργειες που έχουν ήδη εξαγγελθεί, όπως π.χ. η επαναδιαπραγμάτευση των συμβολαίων μίσθωσης, θα μπορούσαν να έχουν άμεσα θετικά αποτελέσματα.

Επιστροφή στις αγορές τέλη του 2011, υπό προϋποθέσεις…

– κ. διοικητά, πόσο πιθανή θεωρείτε ότι είναι τελικά μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους;
– Εχω κατ’ επανάληψη τονίσει και μάλιστα προσφάτως πολύ αναλυτικά ότι η αναδιάρθρωση του χρέους δεν είναι ούτε αναγκαία, ούτε επιθυμητή, ούτε πιθανή. Για τους ακόλουθους συνοπτικά λόγους:
Πρώτον, η απαιτούμενη δημοσιονομική προσαρμογή είναι όντως μεγάλη. Μπορούμε όμως να επιτύχουμε τα επόμενα χρόνια επαρκή πρωτογενή πλεονάσματα, που θα συμβάλουν στην αποκλιμάκωση του χρέους. Προϋπόθεση βέβαια για την επιτυχία είναι η προσήλωση στους δημοσιονομικούς στόχους.
Δεύτερον, το οικονομικό και κοινωνικό κόστος σε περίπτωση αναδιάρθρωσης θα ήταν πολύ βαρύτερο.
Τρίτον, η δυναμική αύξησης του χρέους μπορεί και πρέπει να αντιστραφεί με ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή, αποκρατικοποιήσεις και διαρθρωτικές αλλαγές.
Τέταρτον, υπάρχει η κατ’ αρχήν βούληση του ΔΝΤ και πρόσφατα του Eurogroup να συζητήσουν την επιμήκυνση της αποπληρωμής των δανείων των 110 δισ. Μία τέτοια εξέλιξη θα συνιστά ήττα για όσους διακινούν το σενάριο περί αναδιάρθρωσης.
– Και το ερώτημα που εύλογα προκύπτει αμέσως είναι: Πότε τοποθετείτε χρονικά την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές;
– Προϋποθέσεις για να επιστρέψει η Ελλάδα στις αγορές είναι η επιτυχής εφαρμογή του Προγράμματος, η επίτευξη δηλαδή των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών στόχων, καθώς και σαφή δείγματα ότι η ανάκαμψη της οικονομίας βρίσκεται επί θύραις. Αυτά όλα είναι δυνατόν να συμβούν μέχρι το τέλος του επόμενου έτους.
– Το θέμα βεβαίως είναι πόσο προσαρμοστική θα αποδειχθεί η ίδια η Ευρωζώνη σε όλα αυτά που συντελούνται γύρω μας…
– Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση είναι ένα μάθημα για όλους, καθώς ανέδειξε κάποιες αδυναμίες, που τώρα οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε. Η Ε.Ε. είναι μία ζωντανή οντότητα που προσαρμόζεται δυναμικά στα νέα δεδομένα, μετεξελισσόμενη. Το βλέπουμε αυτό στην προσπάθεια αναζήτησης ενός προσφορότερου μοντέλου διακυβέρνησης και, στο επίπεδο ιδιαίτερα της Ευρωζώνης, νέων μηχανισμών αναχαίτισης και διαχείρισης των κρίσεων. Πιστεύω ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι μια πιο ισχυρή, πιο ευέλικτη και ανταγωνιστική Ευρώπη.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, από τη θεσμική της θέση ως μέλους του Ευρωσυστήματος και στο μέτρο των δυνάμεών της, εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση.

Απαραίτητη η προσαρμογή των τραπεζών

– Σε ποια κατάσταση βρίσκεται σήμερα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα; Στην υπόλοιπη Ευρώπη η κατάσταση δείχνει εκτός ελέγχου σε ορισμένες περιπτώσεις. Ανησυχείτε ως Τράπεζα της Ελλάδος;
– Μου δίνετε την ευκαιρία να υπενθυμίσω ότι σε αντίθεση με αυτό που συνέβη σε άλλες χώρες, όπου η κρίση άρχισε στο τραπεζικό σύστημα και στη συνέχεια εξαπλώθηκε στην πραγματική οικονομία, στην Ελλάδα η πορεία ήταν αντίστροφη: το τραπεζικό σύστημα, που έχει στέρεες βάσεις, αντιμετώπισε δυσχέρειες ρευστότητας, που εκπορεύτηκαν από τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό.
Η Τράπεζα της Ελλάδος σε όλη αυτή την κρίσιμη περίοδο άσκησε με ιδιαίτερη προσοχή τον εποπτικό της ρόλο, επιτυγχάνοντας να περιορίσει κατά το δυνατόν τα προβλήματα. Στο μέλλον η βελτίωση της θέσης του τραπεζικού συστήματος θα εξαρτηθεί πρωτίστως από τη βελτίωση του γενικότερου οικονομικού περιβάλλοντος, αλλά βεβαίως και από τις πρωτοβουλίες που θα αναλάβουν οι ίδιες οι τράπεζες.

Στρατηγικές συμμαχίες

– Οι συγχωνεύσεις στις τράπεζες, που κάθε τόσο «προαναγγέλλονται», τελικά δεν έγιναν. Μήπως δεν θα γίνουν ποτέ ή κατά τη γνώμη σας έπονται;
– Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επισημάνει με έμφαση ότι οι τράπεζες θα πρέπει να προσαρμοστούν στο νέο οικονομικό και ρυθμιστικό περιβάλλον με ευελιξία και διορατικότητα. Είναι απαραίτητο να λάβουν υπόψη τους ότι, ακόμη και όταν η οικονομική δραστηριότητα επανέλθει σε ανοδική πορεία, ο ρυθμός επέκτασης των εργασιών τους θα διαμορφωθεί σε επίπεδο χαμηλότερο εκείνου που είχε παρατηρηθεί στο παρελθόν, πριν από την κρίση. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να επανεξετάσουν το επιχειρηματικό υπόδειγμα λειτουργίας τους, επιδιώκοντας τη διατήρηση υψηλής κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, σχηματίζοντας επαρκείς προβλέψεις για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου και εξορθολογίζοντας τα έξοδά τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η σύναψη στρατηγικών συμμαχιών, λόγω των θετικών συνεργειών που συνεπάγονται για την αποδοτικότητα, την κεφαλαιακή επάρκεια, το κόστος λειτουργίας και τη ρευστότητα, θα ενισχύσει τη δυνατότητα των τραπεζών να προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες. Η τελική βέβαια αξιολόγηση και η απόφαση ανήκει στις ίδιες τις τράπεζες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: