Το ίδρυμα Φορντ στην Ελλάδα
Διανοούμενοι, χρήμα και εξουσία
Διανύουμε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία οι σχέσεις ανάμεσα στη διανόηση, την «αμφισβήτηση», την εξουσία και το χρήμα μετασχηματίζονται βαθύτατα. Η διανόηση, ως κοινωνικό στρώμα, διευρύνεται αδιάκοπα, μια και ζούμε σε «κοινωνίες της γνώσης και της πληροφορίας», για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του πρωθυπουργικού συρμού (σε αυτήν αρέσκονται ιδιαίτερα τόσο ο νυν όσο και ο πρώην πρωθυπουργός). Οι διανοούμενοι –με την ευρεία έννοια, που εκτός από τους καλλιτέχνες, τους λογοτέχνες, τους φιλοσόφους, περιλαμβάνει και τους δημοσιογράφους, τα στελέχη κ.λπ.– αναβαθμίζονται στην κλίμακα της εξουσίας και, εκ παραλλήλου με την οικονομική και πολιτική, μεταβάλλονται συχνά σε ισότιμο πυλώνα της. Τις ποικίλες –θεωρητικές και πρακτικές– διαστάσεις του ζητήματος αυτού θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε σε μια σειρά αφιερώματα του Άρδην, τα οποία θα επικεντρωθούν στην Ελλάδα, και μάλιστα κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, χωρίς όμως να παραβλέψουμε τις διεθνείς διαστάσεις του.
Στο πρώτο αφιέρωμα, θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε τη σχέση ανάμεσα στη διανόηση, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και την εξουσία, όπως διαμορφώθηκε ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’60 και την ανάδυση των λεγόμενων «νέων κοινωνικών κινημάτων», με επίκεντρο την πιο παραδειγματική περίπτωση, τις σχέσεις του Ιδρύματος Φορντ τόσο με τους διανοουμένους στην Ελλάδα την περίοδο της δικτατορίας όσο και με τα «νέα κοινωνικά κινήματα» σε όλο τον κόσμο.
Οπως θα θυμούνται οι παλαιότεροι, μεσούσης της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1972, ένα τεράστιο ηθικό και πολιτικό ζήτημα ήρθε να διχάσει την ελληνική διανόηση: οι επιχορηγήσεις του Ιδρύματος Φορντ. Η συζήτηση άναψε και για δύο ολόκληρα χρόνια μέχρι την πτώση της δικτατορίας, αποτέλεσε ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του αντιδικτατορικού χώρου. Περί τίνος επρόκειτο;
ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΦΟΡΝΤ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το Ιδρυμα Φορντ (Ford Foundation), της γνωστής οικογενείας αυτοκινητoβιομηχάνων, ήταν τότε το σημαντικότερο αμερικανικό ίδρυμα, το οποίο επιχορηγούσε άτομα και οργανισμούς σε όλον σχεδόν τον κόσμο, εκτός βέβαια του ανατολικού στρατοπέδου. Στην Ελλάδα άρχισε τις επιχορηγήσεις του από το 1958 και μέχρι το 1967 ενίσχυε κυρίως ημι-κρατικούς ή ημιεπίσημους οργανισμούς και δραστηριότητες. Για παράδειγμα, ο «Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος» του Κωνσταντίνου Δοξιάδη –πολεοδόμου, καθηγητή σε αμερικανικά πανεπιστήμια και υπουργού από το 1946 έως το 1952– έλαβε, μέχρι το 1972, 100.650.000 δραχμές, όταν οι συνολικές επιχορηγήσεις του ιδρύματος σε οργανισμούς μέχρι το 1974 ανερχόταν σε 215 εκατομμύρια, δηλαδή το 45% του συνόλου. (Και καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ίδια εποχή τα «καλά» μεροκάματα έφταναν τις 100 δραχμές, σε σημερινά ποσά, πρόκειται για δισεκατομμύρια δραχμές). Το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών που δημιούργησε ο Κ. Καραμανλής με πρόεδρο τον Ανδρέα Παπανδρέου, το 1961, έλαβε, μέχρι το 1966, 15 εκατ. δρχ., η Αμερικανική Σχολή που πραγματοποιούσε τις ανασκαφές στη Στοά του Αττάλου, 30 εκατομμύρια, κ.ο.κ. Δηλαδή το Ίδρυμα Φορντ ενίσχυε ιδρύματα που κινούνταν πάντα στο πλαίσιο των επίσημων θεσμών, έστω και στην πιο φιλελεύθερη εκδοχή τους, και μάλιστα στην ενίσχυση των μηχανισμών της φιλελεύθερης σχεδιοποίησης, σε αντίθεση με τη σοβιετική. Όπως θα διαπιστώσουμε και στο κείμενο του Ρ. Ντεσάι για την Ινδία, που ακολουθεί, επρόκειτο για βασική διάσταση της πολιτικής των Αμερικανών και ιδιαίτερα των κύκλων του Δημοκρατικού Κόμματος. Εξ ου και η ενίσχυση του «Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου» του Δοξιάδη, που είχε αναπτυγμένη δραστηριότητα στον Τρίτο Κόσμο, καθώς και του ΚΕΠΕ, που με τον Ανδρέα Παπανδρέου εισήγαγε την «ενδεικτική» σχεδιοποίηση στην Ελλάδα.
Ωστόσο, από το 1968 και εφεξής, οι επιχορηγήσεις, τα «γκραντς», του ιδρύματος στην Ελλάδα κατευθύνονται πλέον προνομιακά σε οργανισμούς ανεξάρτητους από το κράτος και πολλαπλασιάζονται οι ατομικές επιχορηγήσεις προς επιστήμονες, καλλιτέχνες και λογοτέχνες. Η υπεύθυνη των επιχορηγήσεων του ιδρύματος στην Ελλάδα κ. Μυριβήλη, ενώ μέχρι μια ορισμένη χρονολογία συνέχιζε να εργάζεται στην Aμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών (η USIS δεν πρέπει να συγχέεται με την CIA), δήλωσε πως παραιτήθηκε για να αφιερωθεί στη χορήγηση των υποτροφιών. Στις δύσκολες συνθήκες της δικτατορίας, το Θέατρο Τέχνης του Κουν θα επιχορηγηθεί με 12 εκατ., η Δώρα Στράτου με 9 εκατ., ο Σύγχρονος Κινηματογράφος του Βασίλη Ραφαηλίδη με 3.135.000 δρχ. Το Κέντρο Φιλοσοφικών Ερευνών που εκδίδει το περιοδικό Δευκαλίων, με υπεύθυνους τον Θαν. Κιτσόπουλο και τον Χρ. Γιανναρά, με 9.971.000 δρχ. Προσωπικές επιχορηγήσεις θα λάβουν ποιητές όπως ο Οδ. Ελύτης, ο Νίκος Καρούζος και ο Μίλτος Σαχτούρης, και συγγραφείς όπως ο Γ. Ιωάννου, ο Ν. Κάσδαγλης, ο Κ. Ταχτσής, ο Αλ. Κοτζιάς κ.ά. (Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, μετά τον θόρυβο που έγινε, δεν απεδέχθη την επιχορήγηση). Από τους κινηματογραφιστές, ο Θ. Αγγελόπουλος, ο Π. Βούλγαρης, ο Κ. Μανουσάκης κ.ά.. Από ζωγράφους και μουσικούς, ο Θόδωρος, ο Σισιλιάνος, ο Ανωγειανάκης, ο Χρ. Καράς κ.ά. Από επιστήμονες, ο Θ. Κακριδής, ο Δ. Μαρωνίτης, η Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ο Στ. Ράμφος, ο Μανόλης Χατζιδάκης, ο Αλεξ. Δεσποτόπουλος, ο Χρ. Γιανναράς κ.ά. (Ο Δ. Καράγιωργας θα επιστρέψει, το 1974, το ποσό της χορηγίας).
Έτσι η νέα στρατηγική του ιδρύματος στρέφεται πλέον στην ενίσχυση οργανισμών ή ατόμων χωρίς θεσμική σχέση με το (χουντικό) κράτος, ή ακόμα και σε ανοικτή αντιπαράθεση μαζί του. Μάλιστα, με βάση την ελληνική εμπειρία, την ίδια στρατηγική θα ακολουθήσει αργότερα το Ίδρυμα Φορντ και στη Χιλή του Πινοσέτ.
ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΔΙΑΜΑΧΗ
Η διαμάχη για το ζήτημα των επιχορηγήσεων θα αρχίσει όταν θα δημοσιευτούν για πρώτη φορά τα ονόματα των επιχορηγούμενων. Ορισμένοι διανοούμενοι όπως ο Γ. Μιχαηλίδης, που εξέδιδε το Ανοιχτό Θέατρο, η Μαριέττα Ριάλδη, καθώς και η συγγραφέας Λιλή Ζωγράφου απορρίφθηκαν ή απέρριψαν τις χορηγίες. οι εκδότες Λεωνίδας Χρηστάκης, που εξέδιδε το περιοδικό Panderma και Κούρος, ο Γιώργος Χατζόπουλος, των εκδόσεων «Κάλβος», ο Θύμιος Παπανικολάου, ο συγγραφέας Κώστας Χατζηαργύρης, ακόμα και δημοσιογράφοι, όπως η Ροζίτα Σώκου, κ.ά. κατήγγειλαν τις επιχορηγήσεις του ιδρύματος ως τον Δούρειο Ίππο της αμερικανικής πολιτικής. Εφημερίδες αλλά και περιοδικά όπως το Ανοιχτό Θέατρο ή οι Προσανατολισμοί του Γιάννη Τζανετάκου θα δώσουν μεγάλη έκταση στο θέμα. Σύμφωνα με το σκεπτικό των αντιπάλων των επιχορηγήσεων, οι Αμερικανοί με το ένα χέρι –τη CIA– επέβαλαν τη δικτατορία και με το άλλο –το Ίδρυμα Φορντ– πρόβαλλαν το φιλελεύθερο πρόσωπο της υπερδύναμης που επιχορηγούσε τους… αντιπάλους της δικτατορίας και συντηρούσε την ανεξάρτητη πολιτιστική δραστηριότητα της χώρας! Όταν μάλιστα η Λιλή Ζωγράφου αναδημοσίευσε, από το αμερικανικό περιοδικό Ramparts, μια έρευνα για τον ρόλο του ιδρύματος στο πραξικόπημα της Ινδονησίας που οδήγησε στη σφαγή 600.000 ατόμων, προκλήθηκε εκτεταμένη αναταραχή στους χώρους της αριστερής διανόησης και των φοιτητών.
Η Ροζίτα Σώκου δημοσίευσε στην Καθημερινή μία συνέντευξη με τη Φρανσουάζ Ξενάκη, σύζυγο του επιχορηγηθέντος Γιάννη Ξενάκη, που υποστήριζε ότι το ίδρυμα είναι παράρτημα της CIA, πυροδοτώντας έτσι γενικευμένη αντιπαράθεση.
Στις επικρίσεις απάντησαν πολλοί, ανάμεσά τους ο Κάρολος Κουν, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Δημήτρης Μαρωνίτης κ.ά., οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι επιχορηγήσεις επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί ή ενίσχυσαν ένα πνευματικό και πολιτιστικό έργο που, δεδομένων των συνθηκών, δεν επρόκειτο να ενισχύσει κανένας άλλος. Και πράγματι, δεδομένου του εύρους των επιχορηγήσεων και κάποιες φορές του ήθους των επιχορηγούμενων, το πρόβλημα δεν ήταν εάν «πουλήθηκαν» στους Αμερικανούς – άλλωστε αρκετοί είχαν φυλακιστεί ή διωχθεί από τη χούντα. Αυτό που τους προσήπταν οι επικριτές τους ήταν πως –άσχετα από την προσωπική τους ηθική– με την αποδοχή των επιχορηγήσεων εξωράιζαν το πρόσωπο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, εγκαθίδρυαν μια σχέση υποταγής με τα υπερατλαντικά ιδρύματα, που εκφύλιζε το αντιαμερικανικό φρόνημα του λαού και της διανόησης και άνοιγε τον δρόμο για μια εις βάθος αλλοίωση της σχέσης των διανοουμένων με το χρήμα και την εξουσία.
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΙΡΑΜΑ
Τριάντα ή τριανταπέντε χρόνια μετά, δεν θα ξανανοίξουμε τη συζήτηση –και τις πληγές– εκείνης της εποχής. Δεδομένου μάλιστα ότι πάρα πολλοί από εκείνους που τότε πήραν ενίσχυση από το Ίδρυμα Φορντ αντιστάθηκαν στη χούντα ή παρήγαγαν σημαντικό πνευματικό έργο, δεν θα τους συγκρίνουμε με αυτούς που σήμερα εμφανίζονται απολύτως υποταγμένοι στη λογική της Νέας Τάξης – βλέπε σχέδιο Ανάν. Δεν θα συγκρίνουμε τον Ελύτη, τον Μανόλη Χατζιδάκη, τον Καρούζο ή τον Κουν με τα ποικιλώνυμα ιδρύματα και τους διανοουμένους του συστήματος. Εάν η αποδοχή των χορηγιών του Φορντ ήταν ένα σφάλμα –έστω και βαρύτατο– για τον Ελύτη ή τον Σαχτούρη, δεν καθόρισε ωστόσο τη συνολική φυσιογνωμία του έργου τους. Επομένως, η έρευνα για τις επιχορηγήσεις του Ιδρύματος Φορντ δεν σκοπεύει σε κάποια ταύτιση του τότε με το σήμερα. Αναμφισβήτητα όμως αποτελεί τη σημαντικότερη αντιπαράθεση για τη σχέση διανοουμένων και χρήματος, διανοουμένων και εξουσίας, που έλαβε χώρα στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιπλέον, αποτελεί αφετηρία για μια διαφορετική σχέση εξουσίας και «προοδευτικής διανόησης» που προαναγγέλλει την «μεταπολίτευση»– και θα έπρεπε κάποτε να δημοσιοποιηθούν όλα τα κείμενα που γράφτηκαν εκείνη την περίοδο, τα οποία ήταν πολλά και αξιόλογα.
Όντως, μέχρι τότε, δεδομένου του αποκλεισμού της αριστεράς από το μετεμφυλιακό κράτος, η διανόησή της βρισκόταν εκτός κρατικών θεσμών και σχέσεων με την εξουσία. Στα πανεπιστήμια και τους κρατικούς οργανισμούς, ήταν σχεδόν αδύνατη η οποιαδήποτε πρόσβαση. κατά συνέπεια, οι αντιφρονούντες διανοούμενοι βρίσκονταν αποκλεισμένοι από το σύστημα. Και είναι αυτονόητο ότι αυτός ο αποκλεισμός επιτάθηκε με τη δικτατορία. Σε αυτό συνίσταται και η μεγάλη τομή των χορηγιών Φορντ, ότι κατευθύνονται προνομιακά στους αποκλεισμένους από το σύστημα. Για πρώτη φορά μετά τον Εμφύλιο, ένα ίδρυμα του συστήματος, με έδρα μάλιστα το παγκόσμιο κέντρο του, τις μισητές, για την πλειοψηφία των Ελλήνων, ΗΠΑ, αναλαμβάνει να συνδράμει και να στηρίξει οικονομικά τους αντιπάλους του, και μάλιστα σε συνθήκες δικτατορίας! Επρόκειτο για κάτι το καινοφανές στις ελληνικές συνθήκες, ένα προϊδέασμα αυτού που έμελλε να συμβεί στη μεταπολίτευση, όπου η αντιμετώπιση των «εχθρών» ή των επικριτών του συστήματος θα πραγματοποιείται κατ’ εξοχήν μέσω της ενσωμάτωσης των διανοουμένων και των εκπροσώπων τους και όχι πλέον με τις τακτικές και τις μεθόδους του Ψυχρού Πολέμου.
Αυτός ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δέχθηκαν τις επιχορηγήσεις Φορντ και άνθρωποι που δεν ήταν φιλοχρήματοι ή ανέντιμοι. Διότι το Ίδρυμα Φορντ δεν ήταν μια απλή μεταμφίεση του ψυχροπολεμικού προσώπου του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αλλά μια άλλη εκδοχή της Αμερικής: το φιλελεύθερο ρουζβελτιανό κατεστημένο της Νέας Υόρκης και της Ουάσινγκτον, που όντως διαφοροποιούνταν από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την πολιτική έναντι της Ελλάδας. Όταν λοιπόν οι περισσότεροι Έλληνες διανοούμενοι συναντούσαν έναν Αμερικανό, όπως ο Μακ Νηλ Λόουρυ, αντιπρόεδρος του ιδρύματος και υπεύθυνος για τις χορηγίες στους διανοουμένους, που δεν ανταποκρινόταν στο πρότυπο του Αμερικανού καουμπόυ αλλά της πεπαιδευμένης και φιλελεύθερης Αμερικής, και επιπλέον φίλος της αρχαίας Ελλάδας (ίσως και ειλικρινώς αντιχουντικός) ήταν έτοιμοι να «παραδοθούν» και να άρουν τους τυχόν ενδοιασμούς τους – για όσους είχαν όντως ενδοιασμούς. Όταν ο Τσίρκας αναφέρεται στη κοινή τους συγκίνηση για τον Ισπανικό εμφύλιο Πόλεμο και ο Μαρωνίτης για τα κλάματα του ΜακΝηλ, κατά τη συνάντησή τους μετά τα βασανιστήρια στην ΕΣΑ, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο «Φορντ» στην Ελλάδα και τους μετασχηματισμούς του αμερικανικού κατεστημένου.
Οι Επιχορηγήσεις Φορντ αποτέλεσαν λοιπόν ένα μεγάλο ιδεολογικό πείραμα που άνοιξε τον δρόμο για τους μετασχηματισμούς που ακολούθησαν. Κατά έναν τρόπο, το ίδρυμα Φορντ, μέσα στις συνθήκες της χούντας, θα εγκαινιάσει τη μετάβαση στη μεταπολίτευση! Ο «καλός Αμερικάνος» θα προετοιμάσει ιδεολογικά το έδαφος για να «θεραπευτούν» οι πληγές που είχε προκαλέσει ο «κακός» αδελφός του! Και εάν ο εμφύλιος πόλεμος το 1945 αποτέλεσε την πρώτη πράξη του Ψυχρού Πολέμου στον μεταπολεμικό κόσμο, η δραστηριότητα του Ιδρύματος Φορντ στην Ελλάδα, μετά το 1968, θα σηματοδοτήσει αντίστροφα τη νέα εποχή στη σχέση των διανοουμένων του ’68 με τα μεγάλα ιδρύματα της Δύσης και την εξουσία. Ως προς αυτό, η Ελλάδα αποτέλεσε, για άλλη μια φορά, τον δοκιμαστικό σωλήνα μιας νέας ιδεολογικής και πολιτικής συγκυρίας. Αυτό το πρότυπο θα εφαρμοστεί αμέσως μετά στη Χιλή και εν συνεχεία θα γενικευτεί σε όλο τον κόσμο.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ ΣΤΟ ΠΟΡΤΟ ΑΛΕΓΚΡΕ
Γενικότερα, η διαδρομή του Ιδρύματος Φορντ αποτελεί το αρχέτυπο για την πορεία ανάλογων ιδρυμάτων και θεσμών. Κατ’ αρχάς διότι, μέχρι να εμφανιστούν τα ιδρύματα των Σόρος και Μπιλ Γκέιτς, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, υπήρξε για πολλές δεκαετίες το μεγαλύτερο ίδρυμα του κόσμου. Συστάθηκε το 1936 από τον Χένρυ Φορντ, γιατί διαφορετικά η εφορία θα του αποσπούσε το 96% των προσωπικών του εισοδημάτων! Το 1947, το ίδρυμα κληρονόμησε το σύνολο της προσωπικής περιουσίας του αποθανόντος ιδρυτή του και άρχισε τη δράση του σε μεγάλη κλίμακα, αρχικώς στις ΗΠΑ και εν συνεχεία σε διεθνές επίπεδο. (Το 1970 διέθετε ενεργητικό περίπου 3,5 δισ. δολάρια, με υψηλά κέρδη από τις επενδύσεις του, κυρίως σε ασφάλειες, και ήταν πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο Ίδρυμα Ροκφέλερ, ενώ σήμερα διαθέτει γύρω στα 13,5 δισ. δολάρια έναντι 23 δισ. του Ιδρύματος Γκέιτς.)
Το Ίδρυμα Φορντ, από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τοποθετείται «στα αριστερά» της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, δηλαδή στην αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος (παρόλο που θα υποστηρίξει και την υποψηφιότητα του Αϊζενχάουερ), σε αντίθεση με το πιο «συντηρητικό» Ίδρυμα Ροκφέλερ. Γι’ αυτό εξάλλου θα κατηγορηθεί από τους Μακκαρθιστές για ενίσχυση των αριστερών. Όντως η πολιτική του ιδρύματος, ιδιαίτερα στην Ευρώπη ή στον Τρίτο Κόσμο, στοχεύει στην ενίσχυση των φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων και στον αποκλεισμό τόσο των κομμουνιστών όσο και των πιο ψυχροπολεμικών κύκλων της δεξιάς. Στο πλαίσιο της ενδυνάμωσης της αντικομμουνιστικής αριστεράς ενίσχυσε στην Ευρώπη και το «Συνέδριο για την ελευθερία της κουλτούρας», το οποίο όμως χρηματοδοτούνταν εκ παραλλήλου και από τη CIA.
Ο Πωλ Χόφμαν, ο άνθρωπος που οργάνωσε το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν ο πρώτος πρόεδρός του και θα ακολουθήσουν ο Τζων Μακ Κλόυ, πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Τράπεζας και αρμοστής των ΗΠΑ στη Γερμανία, και στη συνέχεια ο Τζωρτζ Μπάντυ, σύμβουλος του Κέννεντυ και του Νίξον σε θέματα εθνικής ασφάλειας. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη στρατηγική του ιδρύματος ως μια στρατηγική ενίσχυσης της Δύσης, αλλά σε φιλελεύθερη κατεύθυνση. Όταν, μετά την ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του 1960, θα καταγγελθεί στην Αμερική και εν συνεχεία στην Ευρώπη για σχέσεις με τις υπηρεσίες ασφαλείας και τη CIA, θα καταρρεύσει η στρατηγική της ενίσχυσης φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών αντικομμουνιστών στην Ευρώπη. Το ίδρυμα θα γνωρίσει δύσκολες μέρες δεδομένου ότι ένα νέο κύμα επαναστατών διανοουμένων, που απέρριπτε κάθε σχέση με τις ΗΠΑ την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ, θα περάσει στο προσκήνιο. Την εποχή του ’68 δεν ήταν δυνατό να συνεχιστεί η δράση του ιδρύματος στην Ευρώπη.
Αυτή η κρίση θα σηματοδοτήσει μια νέα εποχή. Το Ίδρυμα Φορντ θα υποχρεωθεί να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από τους επίσημους αμερικανικούς θεσμούς. Έτσι, στην Ελλάδα πρώτα και στη Χιλή εν συνεχεία, θα ενισχύσει τους διανοούμενους που ήταν αντίθετοι στη δικτατορία, ενώ μετά τη δεκαετία του 1980 θα δρα κυρίως στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ενισχύοντας τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Η στρατηγική του ιδρύματος, παρακολουθώντας τις εξελίξεις στην «κοινωνία των πολιτών», θα το οδηγήσει να υποστηρίξει ακόμα και το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα κυρίως μέσα από τις αμερικανικές Μ.Κ.Ο.
Επειδή, δε, θα καταγγελθεί από τη ριζοσπαστική πτέρυγα του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος ότι θέλει να το εκτρέψει προς μια κατεύθυνση «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης» μέσα στο πλαίσιο της διεθνούς αγοράς, το ίδρυμα, για άλλη μία φορά, θα βρεθεί στο επίκεντρο των αντιπαραθέσεων. Και το δίλημμα θα τεθεί για το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, όπως και για όλες της Μ.Κ.Ο.: είναι θεμιτή, και κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, η χρηματοδότηση των εναλλακτικών δραστηριοτήτων από ιδρύματα, κράτη και οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση; «Το σύστημα» προσφέρει το ίδιο στους αντιπάλους του τους πόρους για να το πολεμήσουν ή, αντίθετα, πρόκειται για «σφαίρες τυλιγμένες με ζάχαρη» που σταδιακώς ενσωματώνουν τα κινήματα και τις ΜΚΟ στο κυρίαρχο σύστημα και τις μεταβάλλουν από οργανώσεις ανατροπής σε «φιλανθρωπικές οργανώσεις», είτε, ακόμα χειρότερα, σε «Πέμπτη φάλαγγα του συστήματος»;
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Αν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα από μακροσκοπική ιστορική σκοπιά, πιθανώς να συνιστά ένα στοιχείο του «μεγάλου μετασχηματισμού» των κοινωνιών, όπου το νέο αναδύεται μέσα από το παλιό, και οι κοινωνίες μεταλλάσσονται, πέρα από τις προθέσεις των πρωταγωνιστών και των φορέων τους. Και όντως, είναι δυνατό η πανουργία της ιστορίας, όπως έχει συμβεί τόσες φορές, να οδηγήσει σε παράδοξα αποτελέσματα. (Ας θυμηθούμε τον πράκτορα της τσαρικής αστυνομίας παπά-Γκαπόν που ετέθη επί κεφαλής των διαδηλώσεων με τις οποίες άρχισε η επανάσταση του 1905.)
Επειδή όμως εμείς δεν είμαστε «ιστορικοί του μέλλοντος» και ζούμε εδώ, στο παρόν, ως ενεργά υποκείμενα, δεν παύει αυτή η δράση των οργανισμών να διαφθείρει ή να αλλοιώνει, μέσω του χρήματος και της προσαρμογής, διανοουμένους, στελέχη και πολιτικούς αγωνιστές, και κάποτε ακόμα και να ακυρώνει πιθανές ανατροπές. Σημαντικό ρόλο όμως παίζουν τα άτομα και οι φορείς. Όσοι δεν έχουν άμεση σχέση με την πολιτική ή την ανατρεπτική δραστηριότητα επηρεάζονται λιγότερο από τη χορήγηση χρημάτων, απ’ ό,τι εκείνοι που έχουν ως διακηρυγμένο στόχο την ανατροπή του συστήματος. Στους τελευταίους, η αναγκαία προσαρμογή στους κανόνες που επιβάλλουν οι επιχορηγήσεις οδηγεί αρχικώς στην επαγγελματοποίηση της πολιτικής δραστηριότητας, και στην απομάκρυνση των στελεχών από τη βάση των κινημάτων στα οποία αναφέρονται. Έχουμε δει τόσες εκατοντάδες και χιλιάδες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια ώστε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό.
Ας δούμε ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, που το έχουμε βιώσει εκ του σύνεγγυς. Όταν αναπτύχθηκε το οικολογικό κίνημα στην Ευρώπη, επρόκειτο για ένα κίνημα ανατρεπτικό με τις ρίζες του στο Μάη του ’68, που έθετε ως προμετωπίδα το σύνθημα, «η κοινωνία της μόλυνσης δεν αλλάζει, ανατρέπεται». Από αυτό δημιουργήθηκαν πολλές οργανώσεις, όπως η Greenpeace, και κόμματα, όπως οι «Πράσινοι». Στα εικοσιπέντε χρόνια που κύλησαν, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις έγιναν μεγάλες επιχειρήσεις του «εναλλακτικού» τομέα και οι «Πράσινοι» κόμματα που προωθούν τη λογική της «Εναλλακτικής Παγκοσμιοποίησης» και συχνά στηρίζουν τη Νέα Τάξη. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα θεωρήσει, πιθανώς, αυτά τα φαινόμενα ενδείξεις και επιφαινόμενα του μεγάλου μετασχηματισμού, που θα οδηγήσει στην κατάρρευση της λογικής της ανάπτυξης. Ταυτόχρονα όμως, ο σημερινός πολίτης δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον Φίσερ, τον Κον Μπεντίτ ή τους «οικολόγους» που χρηματοδοτεί ο Σόρος. Θα αγωνίζεται, αντίθετα, για να δημιουργηθούν αυθεντικές εναλλακτικές οργανώσεις που δεν θα επιθυμούν απλώς την «οικολογικοποίηση του συστήματος» αλλά την αλλαγή του, και θα θεωρεί πως τα «Πράσινα Κόμματα» παρεμποδίζουν πλέον τις αναγκαίες αλλαγές, εξωραΐζοντας το καθεστώς, παρόλο που σε συγκεκριμένα ζητήματα μπορεί ίσως και να ταυτιστεί μαζί τους.
Αν μεταφέρουμε τον αντίστοιχο προβληματισμό σε συνθήκες δικτατορίας, και με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε άτομα και περιπτώσεις, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στα ανάλογα συμπεράσματα για την περίπτωση των χρηματοδοτήσεων Φορντ στην Ελλάδα.
Πάντως, η αντιπαράθεση εκείνης της εποχής έχει προ πολλού λήξει και εδώ μας ενδιαφέρει να καταδείξουμε πώς το Ίδρυμα Φορντ υποκατέστησε την κρατική πολιτική ενίσχυσης των πνευματικών θεσμών και προσωπικοτήτων της χώρας, εγκαινιάζοντας μια νέα σχέση ανάμεσα στους χρηματοδοτικούς θεσμούς και τους διανοουμένους. Στον φάκελο που ακολουθεί, παραθέτουμε τρία επικριτικά κείμενα, του Γιώργου Χατζόπουλου, (Νοέμβρης 1972), της Λιλής Ζωγράφου (Δεκέμβρης 1972), του Κώστα Χατζηαργύρη (Μάρτης 1973). Από τους επιχορηγηθέντες, δημοσιεύουμε δύο σύντομα κείμενα του Οδυσσέα Ελύτη και του Καρόλου Κουν, μια επιστολή στην εφημερίδα Το Βήμα του Δημήτρη Μαρωνίτη, τον Ιανουάριο του 1973, και ένα μεταγενέστερο κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη, του 1991, που εξηγεί τους λόγους αποδοχής της επιχορήγησης. Αναδημοσιεύουμε την αντιπαράθεση μεταξύ Ροζίτας Σώκου και Γιάννη Ξενάκη για τη σχέση μεταξύ του Ιδρύματος Φορντ και της CIA, καθώς και, από την εφημερίδα Καθημερινή, τον κατάλογο των επιχορηγήσεων του ιδρύματος από το 1958 έως το 1974. Ο Σωτήρης Σόρογκας εξηγεί πώς βλέπει την επιχορήγησή του από το Ίδρυμα Φορντ, ενώ η υπεύθυνη του ιδρύματος στην Ελλάδα, η κ. Καίτη Μυριβήλη, σε εκτεταμένη συνέντευξη που μας παραχώρησε, και της οποίας δημοσιεύουμε μέρος, μας παρουσιάζει τη δράση του ιδρύματος βοηθώντας μας να κατανοήσουμε καλύτερα το πνεύμα της εποχής. Παραθέτουμε επίσης ορισμένα σημειώματα που γράφτηκαν από επιφανείς Έλληνες υποτρόφους του ιδρύματος προς τιμήν του Λόουρυ, όταν το 1974 αποχώρησε από το Ίδρυμα, για να κατανοήσουμε καλύτερα το κλίμα της εποχής και τα αισθήματα που μπόρεσε να εμπνεύσει. Τέλος, σε σχέση με την προδικτατορική δραστηριότητα του ιδρύματος, παρουσιάζουμε το πρώτο βιβλίο του Ανδρέα Παπανδρέου, που εκδόθηκε με τη συμβολή του Ιδρύματος Φορντ.
Δημοσιεύουμε ακόμα μια σειρά κείμενα για τις διεθνείς διαστάσεις της δραστηριότητας του ιδρύματος: Ο ιμπεριαλισμός της αρετής, των Μπράιαν Γκαρθ και Υβ Ντεζαλέ, Γιατί το Ίδρυμα Φορντ επιχορηγεί την αμφισβήτηση; του Πωλ Λαμπαρίκ, Οι επιχορηγήσεις του ιδρύματος στην Ινδία, του Ρατζανί Ντεσάι και Οι χρηματοδότες του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ.
Τέλος, κλείνουμε με το άρθρο της Λένι Μπρέννερ, Η CIA ως μαικήνας της τέχνης, όπου περιγράφει την ενίσχυση της ανεικονικής ζωγραφικής από την… CIA κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου!
http://ardin-rixi.gr
Διανοούμενοι, χρήμα και εξουσία
Διανύουμε μια ιστορική περίοδο κατά την οποία οι σχέσεις ανάμεσα στη διανόηση, την «αμφισβήτηση», την εξουσία και το χρήμα μετασχηματίζονται βαθύτατα. Η διανόηση, ως κοινωνικό στρώμα, διευρύνεται αδιάκοπα, μια και ζούμε σε «κοινωνίες της γνώσης και της πληροφορίας», για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του πρωθυπουργικού συρμού (σε αυτήν αρέσκονται ιδιαίτερα τόσο ο νυν όσο και ο πρώην πρωθυπουργός). Οι διανοούμενοι –με την ευρεία έννοια, που εκτός από τους καλλιτέχνες, τους λογοτέχνες, τους φιλοσόφους, περιλαμβάνει και τους δημοσιογράφους, τα στελέχη κ.λπ.– αναβαθμίζονται στην κλίμακα της εξουσίας και, εκ παραλλήλου με την οικονομική και πολιτική, μεταβάλλονται συχνά σε ισότιμο πυλώνα της. Τις ποικίλες –θεωρητικές και πρακτικές– διαστάσεις του ζητήματος αυτού θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε σε μια σειρά αφιερώματα του Άρδην, τα οποία θα επικεντρωθούν στην Ελλάδα, και μάλιστα κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, χωρίς όμως να παραβλέψουμε τις διεθνείς διαστάσεις του.
Στο πρώτο αφιέρωμα, θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε τη σχέση ανάμεσα στη διανόηση, τις μη κυβερνητικές οργανώσεις και την εξουσία, όπως διαμορφώθηκε ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’60 και την ανάδυση των λεγόμενων «νέων κοινωνικών κινημάτων», με επίκεντρο την πιο παραδειγματική περίπτωση, τις σχέσεις του Ιδρύματος Φορντ τόσο με τους διανοουμένους στην Ελλάδα την περίοδο της δικτατορίας όσο και με τα «νέα κοινωνικά κινήματα» σε όλο τον κόσμο.
Οπως θα θυμούνται οι παλαιότεροι, μεσούσης της δικτατορίας, το καλοκαίρι του 1972, ένα τεράστιο ηθικό και πολιτικό ζήτημα ήρθε να διχάσει την ελληνική διανόηση: οι επιχορηγήσεις του Ιδρύματος Φορντ. Η συζήτηση άναψε και για δύο ολόκληρα χρόνια μέχρι την πτώση της δικτατορίας, αποτέλεσε ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό του αντιδικτατορικού χώρου. Περί τίνος επρόκειτο;
ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΦΟΡΝΤ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το Ιδρυμα Φορντ (Ford Foundation), της γνωστής οικογενείας αυτοκινητoβιομηχάνων, ήταν τότε το σημαντικότερο αμερικανικό ίδρυμα, το οποίο επιχορηγούσε άτομα και οργανισμούς σε όλον σχεδόν τον κόσμο, εκτός βέβαια του ανατολικού στρατοπέδου. Στην Ελλάδα άρχισε τις επιχορηγήσεις του από το 1958 και μέχρι το 1967 ενίσχυε κυρίως ημι-κρατικούς ή ημιεπίσημους οργανισμούς και δραστηριότητες. Για παράδειγμα, ο «Αθηναϊκός Τεχνολογικός Όμιλος» του Κωνσταντίνου Δοξιάδη –πολεοδόμου, καθηγητή σε αμερικανικά πανεπιστήμια και υπουργού από το 1946 έως το 1952– έλαβε, μέχρι το 1972, 100.650.000 δραχμές, όταν οι συνολικές επιχορηγήσεις του ιδρύματος σε οργανισμούς μέχρι το 1974 ανερχόταν σε 215 εκατομμύρια, δηλαδή το 45% του συνόλου. (Και καθώς δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ίδια εποχή τα «καλά» μεροκάματα έφταναν τις 100 δραχμές, σε σημερινά ποσά, πρόκειται για δισεκατομμύρια δραχμές). Το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών που δημιούργησε ο Κ. Καραμανλής με πρόεδρο τον Ανδρέα Παπανδρέου, το 1961, έλαβε, μέχρι το 1966, 15 εκατ. δρχ., η Αμερικανική Σχολή που πραγματοποιούσε τις ανασκαφές στη Στοά του Αττάλου, 30 εκατομμύρια, κ.ο.κ. Δηλαδή το Ίδρυμα Φορντ ενίσχυε ιδρύματα που κινούνταν πάντα στο πλαίσιο των επίσημων θεσμών, έστω και στην πιο φιλελεύθερη εκδοχή τους, και μάλιστα στην ενίσχυση των μηχανισμών της φιλελεύθερης σχεδιοποίησης, σε αντίθεση με τη σοβιετική. Όπως θα διαπιστώσουμε και στο κείμενο του Ρ. Ντεσάι για την Ινδία, που ακολουθεί, επρόκειτο για βασική διάσταση της πολιτικής των Αμερικανών και ιδιαίτερα των κύκλων του Δημοκρατικού Κόμματος. Εξ ου και η ενίσχυση του «Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ομίλου» του Δοξιάδη, που είχε αναπτυγμένη δραστηριότητα στον Τρίτο Κόσμο, καθώς και του ΚΕΠΕ, που με τον Ανδρέα Παπανδρέου εισήγαγε την «ενδεικτική» σχεδιοποίηση στην Ελλάδα.
Ωστόσο, από το 1968 και εφεξής, οι επιχορηγήσεις, τα «γκραντς», του ιδρύματος στην Ελλάδα κατευθύνονται πλέον προνομιακά σε οργανισμούς ανεξάρτητους από το κράτος και πολλαπλασιάζονται οι ατομικές επιχορηγήσεις προς επιστήμονες, καλλιτέχνες και λογοτέχνες. Η υπεύθυνη των επιχορηγήσεων του ιδρύματος στην Ελλάδα κ. Μυριβήλη, ενώ μέχρι μια ορισμένη χρονολογία συνέχιζε να εργάζεται στην Aμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών (η USIS δεν πρέπει να συγχέεται με την CIA), δήλωσε πως παραιτήθηκε για να αφιερωθεί στη χορήγηση των υποτροφιών. Στις δύσκολες συνθήκες της δικτατορίας, το Θέατρο Τέχνης του Κουν θα επιχορηγηθεί με 12 εκατ., η Δώρα Στράτου με 9 εκατ., ο Σύγχρονος Κινηματογράφος του Βασίλη Ραφαηλίδη με 3.135.000 δρχ. Το Κέντρο Φιλοσοφικών Ερευνών που εκδίδει το περιοδικό Δευκαλίων, με υπεύθυνους τον Θαν. Κιτσόπουλο και τον Χρ. Γιανναρά, με 9.971.000 δρχ. Προσωπικές επιχορηγήσεις θα λάβουν ποιητές όπως ο Οδ. Ελύτης, ο Νίκος Καρούζος και ο Μίλτος Σαχτούρης, και συγγραφείς όπως ο Γ. Ιωάννου, ο Ν. Κάσδαγλης, ο Κ. Ταχτσής, ο Αλ. Κοτζιάς κ.ά. (Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, μετά τον θόρυβο που έγινε, δεν απεδέχθη την επιχορήγηση). Από τους κινηματογραφιστές, ο Θ. Αγγελόπουλος, ο Π. Βούλγαρης, ο Κ. Μανουσάκης κ.ά.. Από ζωγράφους και μουσικούς, ο Θόδωρος, ο Σισιλιάνος, ο Ανωγειανάκης, ο Χρ. Καράς κ.ά. Από επιστήμονες, ο Θ. Κακριδής, ο Δ. Μαρωνίτης, η Α. Κυριακίδου-Νέστορος, ο Στ. Ράμφος, ο Μανόλης Χατζιδάκης, ο Αλεξ. Δεσποτόπουλος, ο Χρ. Γιανναράς κ.ά. (Ο Δ. Καράγιωργας θα επιστρέψει, το 1974, το ποσό της χορηγίας).
Έτσι η νέα στρατηγική του ιδρύματος στρέφεται πλέον στην ενίσχυση οργανισμών ή ατόμων χωρίς θεσμική σχέση με το (χουντικό) κράτος, ή ακόμα και σε ανοικτή αντιπαράθεση μαζί του. Μάλιστα, με βάση την ελληνική εμπειρία, την ίδια στρατηγική θα ακολουθήσει αργότερα το Ίδρυμα Φορντ και στη Χιλή του Πινοσέτ.
ΜΙΑ ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΔΙΑΜΑΧΗ
Η διαμάχη για το ζήτημα των επιχορηγήσεων θα αρχίσει όταν θα δημοσιευτούν για πρώτη φορά τα ονόματα των επιχορηγούμενων. Ορισμένοι διανοούμενοι όπως ο Γ. Μιχαηλίδης, που εξέδιδε το Ανοιχτό Θέατρο, η Μαριέττα Ριάλδη, καθώς και η συγγραφέας Λιλή Ζωγράφου απορρίφθηκαν ή απέρριψαν τις χορηγίες. οι εκδότες Λεωνίδας Χρηστάκης, που εξέδιδε το περιοδικό Panderma και Κούρος, ο Γιώργος Χατζόπουλος, των εκδόσεων «Κάλβος», ο Θύμιος Παπανικολάου, ο συγγραφέας Κώστας Χατζηαργύρης, ακόμα και δημοσιογράφοι, όπως η Ροζίτα Σώκου, κ.ά. κατήγγειλαν τις επιχορηγήσεις του ιδρύματος ως τον Δούρειο Ίππο της αμερικανικής πολιτικής. Εφημερίδες αλλά και περιοδικά όπως το Ανοιχτό Θέατρο ή οι Προσανατολισμοί του Γιάννη Τζανετάκου θα δώσουν μεγάλη έκταση στο θέμα. Σύμφωνα με το σκεπτικό των αντιπάλων των επιχορηγήσεων, οι Αμερικανοί με το ένα χέρι –τη CIA– επέβαλαν τη δικτατορία και με το άλλο –το Ίδρυμα Φορντ– πρόβαλλαν το φιλελεύθερο πρόσωπο της υπερδύναμης που επιχορηγούσε τους… αντιπάλους της δικτατορίας και συντηρούσε την ανεξάρτητη πολιτιστική δραστηριότητα της χώρας! Όταν μάλιστα η Λιλή Ζωγράφου αναδημοσίευσε, από το αμερικανικό περιοδικό Ramparts, μια έρευνα για τον ρόλο του ιδρύματος στο πραξικόπημα της Ινδονησίας που οδήγησε στη σφαγή 600.000 ατόμων, προκλήθηκε εκτεταμένη αναταραχή στους χώρους της αριστερής διανόησης και των φοιτητών.
Η Ροζίτα Σώκου δημοσίευσε στην Καθημερινή μία συνέντευξη με τη Φρανσουάζ Ξενάκη, σύζυγο του επιχορηγηθέντος Γιάννη Ξενάκη, που υποστήριζε ότι το ίδρυμα είναι παράρτημα της CIA, πυροδοτώντας έτσι γενικευμένη αντιπαράθεση.
Στις επικρίσεις απάντησαν πολλοί, ανάμεσά τους ο Κάρολος Κουν, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Δημήτρης Μαρωνίτης κ.ά., οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι επιχορηγήσεις επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί ή ενίσχυσαν ένα πνευματικό και πολιτιστικό έργο που, δεδομένων των συνθηκών, δεν επρόκειτο να ενισχύσει κανένας άλλος. Και πράγματι, δεδομένου του εύρους των επιχορηγήσεων και κάποιες φορές του ήθους των επιχορηγούμενων, το πρόβλημα δεν ήταν εάν «πουλήθηκαν» στους Αμερικανούς – άλλωστε αρκετοί είχαν φυλακιστεί ή διωχθεί από τη χούντα. Αυτό που τους προσήπταν οι επικριτές τους ήταν πως –άσχετα από την προσωπική τους ηθική– με την αποδοχή των επιχορηγήσεων εξωράιζαν το πρόσωπο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, εγκαθίδρυαν μια σχέση υποταγής με τα υπερατλαντικά ιδρύματα, που εκφύλιζε το αντιαμερικανικό φρόνημα του λαού και της διανόησης και άνοιγε τον δρόμο για μια εις βάθος αλλοίωση της σχέσης των διανοουμένων με το χρήμα και την εξουσία.
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΙΡΑΜΑ
Τριάντα ή τριανταπέντε χρόνια μετά, δεν θα ξανανοίξουμε τη συζήτηση –και τις πληγές– εκείνης της εποχής. Δεδομένου μάλιστα ότι πάρα πολλοί από εκείνους που τότε πήραν ενίσχυση από το Ίδρυμα Φορντ αντιστάθηκαν στη χούντα ή παρήγαγαν σημαντικό πνευματικό έργο, δεν θα τους συγκρίνουμε με αυτούς που σήμερα εμφανίζονται απολύτως υποταγμένοι στη λογική της Νέας Τάξης – βλέπε σχέδιο Ανάν. Δεν θα συγκρίνουμε τον Ελύτη, τον Μανόλη Χατζιδάκη, τον Καρούζο ή τον Κουν με τα ποικιλώνυμα ιδρύματα και τους διανοουμένους του συστήματος. Εάν η αποδοχή των χορηγιών του Φορντ ήταν ένα σφάλμα –έστω και βαρύτατο– για τον Ελύτη ή τον Σαχτούρη, δεν καθόρισε ωστόσο τη συνολική φυσιογνωμία του έργου τους. Επομένως, η έρευνα για τις επιχορηγήσεις του Ιδρύματος Φορντ δεν σκοπεύει σε κάποια ταύτιση του τότε με το σήμερα. Αναμφισβήτητα όμως αποτελεί τη σημαντικότερη αντιπαράθεση για τη σχέση διανοουμένων και χρήματος, διανοουμένων και εξουσίας, που έλαβε χώρα στη σύγχρονη Ελλάδα. Επιπλέον, αποτελεί αφετηρία για μια διαφορετική σχέση εξουσίας και «προοδευτικής διανόησης» που προαναγγέλλει την «μεταπολίτευση»– και θα έπρεπε κάποτε να δημοσιοποιηθούν όλα τα κείμενα που γράφτηκαν εκείνη την περίοδο, τα οποία ήταν πολλά και αξιόλογα.
Όντως, μέχρι τότε, δεδομένου του αποκλεισμού της αριστεράς από το μετεμφυλιακό κράτος, η διανόησή της βρισκόταν εκτός κρατικών θεσμών και σχέσεων με την εξουσία. Στα πανεπιστήμια και τους κρατικούς οργανισμούς, ήταν σχεδόν αδύνατη η οποιαδήποτε πρόσβαση. κατά συνέπεια, οι αντιφρονούντες διανοούμενοι βρίσκονταν αποκλεισμένοι από το σύστημα. Και είναι αυτονόητο ότι αυτός ο αποκλεισμός επιτάθηκε με τη δικτατορία. Σε αυτό συνίσταται και η μεγάλη τομή των χορηγιών Φορντ, ότι κατευθύνονται προνομιακά στους αποκλεισμένους από το σύστημα. Για πρώτη φορά μετά τον Εμφύλιο, ένα ίδρυμα του συστήματος, με έδρα μάλιστα το παγκόσμιο κέντρο του, τις μισητές, για την πλειοψηφία των Ελλήνων, ΗΠΑ, αναλαμβάνει να συνδράμει και να στηρίξει οικονομικά τους αντιπάλους του, και μάλιστα σε συνθήκες δικτατορίας! Επρόκειτο για κάτι το καινοφανές στις ελληνικές συνθήκες, ένα προϊδέασμα αυτού που έμελλε να συμβεί στη μεταπολίτευση, όπου η αντιμετώπιση των «εχθρών» ή των επικριτών του συστήματος θα πραγματοποιείται κατ’ εξοχήν μέσω της ενσωμάτωσης των διανοουμένων και των εκπροσώπων τους και όχι πλέον με τις τακτικές και τις μεθόδους του Ψυχρού Πολέμου.
Αυτός ήταν και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους δέχθηκαν τις επιχορηγήσεις Φορντ και άνθρωποι που δεν ήταν φιλοχρήματοι ή ανέντιμοι. Διότι το Ίδρυμα Φορντ δεν ήταν μια απλή μεταμφίεση του ψυχροπολεμικού προσώπου του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αλλά μια άλλη εκδοχή της Αμερικής: το φιλελεύθερο ρουζβελτιανό κατεστημένο της Νέας Υόρκης και της Ουάσινγκτον, που όντως διαφοροποιούνταν από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για την πολιτική έναντι της Ελλάδας. Όταν λοιπόν οι περισσότεροι Έλληνες διανοούμενοι συναντούσαν έναν Αμερικανό, όπως ο Μακ Νηλ Λόουρυ, αντιπρόεδρος του ιδρύματος και υπεύθυνος για τις χορηγίες στους διανοουμένους, που δεν ανταποκρινόταν στο πρότυπο του Αμερικανού καουμπόυ αλλά της πεπαιδευμένης και φιλελεύθερης Αμερικής, και επιπλέον φίλος της αρχαίας Ελλάδας (ίσως και ειλικρινώς αντιχουντικός) ήταν έτοιμοι να «παραδοθούν» και να άρουν τους τυχόν ενδοιασμούς τους – για όσους είχαν όντως ενδοιασμούς. Όταν ο Τσίρκας αναφέρεται στη κοινή τους συγκίνηση για τον Ισπανικό εμφύλιο Πόλεμο και ο Μαρωνίτης για τα κλάματα του ΜακΝηλ, κατά τη συνάντησή τους μετά τα βασανιστήρια στην ΕΣΑ, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο «Φορντ» στην Ελλάδα και τους μετασχηματισμούς του αμερικανικού κατεστημένου.
Οι Επιχορηγήσεις Φορντ αποτέλεσαν λοιπόν ένα μεγάλο ιδεολογικό πείραμα που άνοιξε τον δρόμο για τους μετασχηματισμούς που ακολούθησαν. Κατά έναν τρόπο, το ίδρυμα Φορντ, μέσα στις συνθήκες της χούντας, θα εγκαινιάσει τη μετάβαση στη μεταπολίτευση! Ο «καλός Αμερικάνος» θα προετοιμάσει ιδεολογικά το έδαφος για να «θεραπευτούν» οι πληγές που είχε προκαλέσει ο «κακός» αδελφός του! Και εάν ο εμφύλιος πόλεμος το 1945 αποτέλεσε την πρώτη πράξη του Ψυχρού Πολέμου στον μεταπολεμικό κόσμο, η δραστηριότητα του Ιδρύματος Φορντ στην Ελλάδα, μετά το 1968, θα σηματοδοτήσει αντίστροφα τη νέα εποχή στη σχέση των διανοουμένων του ’68 με τα μεγάλα ιδρύματα της Δύσης και την εξουσία. Ως προς αυτό, η Ελλάδα αποτέλεσε, για άλλη μια φορά, τον δοκιμαστικό σωλήνα μιας νέας ιδεολογικής και πολιτικής συγκυρίας. Αυτό το πρότυπο θα εφαρμοστεί αμέσως μετά στη Χιλή και εν συνεχεία θα γενικευτεί σε όλο τον κόσμο.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΕΤΝΑΜ ΣΤΟ ΠΟΡΤΟ ΑΛΕΓΚΡΕ
Γενικότερα, η διαδρομή του Ιδρύματος Φορντ αποτελεί το αρχέτυπο για την πορεία ανάλογων ιδρυμάτων και θεσμών. Κατ’ αρχάς διότι, μέχρι να εμφανιστούν τα ιδρύματα των Σόρος και Μπιλ Γκέιτς, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, υπήρξε για πολλές δεκαετίες το μεγαλύτερο ίδρυμα του κόσμου. Συστάθηκε το 1936 από τον Χένρυ Φορντ, γιατί διαφορετικά η εφορία θα του αποσπούσε το 96% των προσωπικών του εισοδημάτων! Το 1947, το ίδρυμα κληρονόμησε το σύνολο της προσωπικής περιουσίας του αποθανόντος ιδρυτή του και άρχισε τη δράση του σε μεγάλη κλίμακα, αρχικώς στις ΗΠΑ και εν συνεχεία σε διεθνές επίπεδο. (Το 1970 διέθετε ενεργητικό περίπου 3,5 δισ. δολάρια, με υψηλά κέρδη από τις επενδύσεις του, κυρίως σε ασφάλειες, και ήταν πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο Ίδρυμα Ροκφέλερ, ενώ σήμερα διαθέτει γύρω στα 13,5 δισ. δολάρια έναντι 23 δισ. του Ιδρύματος Γκέιτς.)
Το Ίδρυμα Φορντ, από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, τοποθετείται «στα αριστερά» της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, δηλαδή στην αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος (παρόλο που θα υποστηρίξει και την υποψηφιότητα του Αϊζενχάουερ), σε αντίθεση με το πιο «συντηρητικό» Ίδρυμα Ροκφέλερ. Γι’ αυτό εξάλλου θα κατηγορηθεί από τους Μακκαρθιστές για ενίσχυση των αριστερών. Όντως η πολιτική του ιδρύματος, ιδιαίτερα στην Ευρώπη ή στον Τρίτο Κόσμο, στοχεύει στην ενίσχυση των φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων και στον αποκλεισμό τόσο των κομμουνιστών όσο και των πιο ψυχροπολεμικών κύκλων της δεξιάς. Στο πλαίσιο της ενδυνάμωσης της αντικομμουνιστικής αριστεράς ενίσχυσε στην Ευρώπη και το «Συνέδριο για την ελευθερία της κουλτούρας», το οποίο όμως χρηματοδοτούνταν εκ παραλλήλου και από τη CIA.
Ο Πωλ Χόφμαν, ο άνθρωπος που οργάνωσε το σχέδιο Μάρσαλ, ήταν ο πρώτος πρόεδρός του και θα ακολουθήσουν ο Τζων Μακ Κλόυ, πρώτος πρόεδρος της Διεθνούς Τράπεζας και αρμοστής των ΗΠΑ στη Γερμανία, και στη συνέχεια ο Τζωρτζ Μπάντυ, σύμβουλος του Κέννεντυ και του Νίξον σε θέματα εθνικής ασφάλειας. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη στρατηγική του ιδρύματος ως μια στρατηγική ενίσχυσης της Δύσης, αλλά σε φιλελεύθερη κατεύθυνση. Όταν, μετά την ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος της δεκαετίας του 1960, θα καταγγελθεί στην Αμερική και εν συνεχεία στην Ευρώπη για σχέσεις με τις υπηρεσίες ασφαλείας και τη CIA, θα καταρρεύσει η στρατηγική της ενίσχυσης φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών αντικομμουνιστών στην Ευρώπη. Το ίδρυμα θα γνωρίσει δύσκολες μέρες δεδομένου ότι ένα νέο κύμα επαναστατών διανοουμένων, που απέρριπτε κάθε σχέση με τις ΗΠΑ την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ, θα περάσει στο προσκήνιο. Την εποχή του ’68 δεν ήταν δυνατό να συνεχιστεί η δράση του ιδρύματος στην Ευρώπη.
Αυτή η κρίση θα σηματοδοτήσει μια νέα εποχή. Το Ίδρυμα Φορντ θα υποχρεωθεί να απομακρυνθεί ακόμα περισσότερο από τους επίσημους αμερικανικούς θεσμούς. Έτσι, στην Ελλάδα πρώτα και στη Χιλή εν συνεχεία, θα ενισχύσει τους διανοούμενους που ήταν αντίθετοι στη δικτατορία, ενώ μετά τη δεκαετία του 1980 θα δρα κυρίως στις χώρες του Τρίτου Κόσμου και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, ενισχύοντας τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Η στρατηγική του ιδρύματος, παρακολουθώντας τις εξελίξεις στην «κοινωνία των πολιτών», θα το οδηγήσει να υποστηρίξει ακόμα και το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα κυρίως μέσα από τις αμερικανικές Μ.Κ.Ο.
Επειδή, δε, θα καταγγελθεί από τη ριζοσπαστική πτέρυγα του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος ότι θέλει να το εκτρέψει προς μια κατεύθυνση «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης» μέσα στο πλαίσιο της διεθνούς αγοράς, το ίδρυμα, για άλλη μία φορά, θα βρεθεί στο επίκεντρο των αντιπαραθέσεων. Και το δίλημμα θα τεθεί για το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, όπως και για όλες της Μ.Κ.Ο.: είναι θεμιτή, και κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, η χρηματοδότηση των εναλλακτικών δραστηριοτήτων από ιδρύματα, κράτη και οργανισμούς, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση; «Το σύστημα» προσφέρει το ίδιο στους αντιπάλους του τους πόρους για να το πολεμήσουν ή, αντίθετα, πρόκειται για «σφαίρες τυλιγμένες με ζάχαρη» που σταδιακώς ενσωματώνουν τα κινήματα και τις ΜΚΟ στο κυρίαρχο σύστημα και τις μεταβάλλουν από οργανώσεις ανατροπής σε «φιλανθρωπικές οργανώσεις», είτε, ακόμα χειρότερα, σε «Πέμπτη φάλαγγα του συστήματος»;
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Αν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα από μακροσκοπική ιστορική σκοπιά, πιθανώς να συνιστά ένα στοιχείο του «μεγάλου μετασχηματισμού» των κοινωνιών, όπου το νέο αναδύεται μέσα από το παλιό, και οι κοινωνίες μεταλλάσσονται, πέρα από τις προθέσεις των πρωταγωνιστών και των φορέων τους. Και όντως, είναι δυνατό η πανουργία της ιστορίας, όπως έχει συμβεί τόσες φορές, να οδηγήσει σε παράδοξα αποτελέσματα. (Ας θυμηθούμε τον πράκτορα της τσαρικής αστυνομίας παπά-Γκαπόν που ετέθη επί κεφαλής των διαδηλώσεων με τις οποίες άρχισε η επανάσταση του 1905.)
Επειδή όμως εμείς δεν είμαστε «ιστορικοί του μέλλοντος» και ζούμε εδώ, στο παρόν, ως ενεργά υποκείμενα, δεν παύει αυτή η δράση των οργανισμών να διαφθείρει ή να αλλοιώνει, μέσω του χρήματος και της προσαρμογής, διανοουμένους, στελέχη και πολιτικούς αγωνιστές, και κάποτε ακόμα και να ακυρώνει πιθανές ανατροπές. Σημαντικό ρόλο όμως παίζουν τα άτομα και οι φορείς. Όσοι δεν έχουν άμεση σχέση με την πολιτική ή την ανατρεπτική δραστηριότητα επηρεάζονται λιγότερο από τη χορήγηση χρημάτων, απ’ ό,τι εκείνοι που έχουν ως διακηρυγμένο στόχο την ανατροπή του συστήματος. Στους τελευταίους, η αναγκαία προσαρμογή στους κανόνες που επιβάλλουν οι επιχορηγήσεις οδηγεί αρχικώς στην επαγγελματοποίηση της πολιτικής δραστηριότητας, και στην απομάκρυνση των στελεχών από τη βάση των κινημάτων στα οποία αναφέρονται. Έχουμε δει τόσες εκατοντάδες και χιλιάδες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια ώστε δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό.
Ας δούμε ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, που το έχουμε βιώσει εκ του σύνεγγυς. Όταν αναπτύχθηκε το οικολογικό κίνημα στην Ευρώπη, επρόκειτο για ένα κίνημα ανατρεπτικό με τις ρίζες του στο Μάη του ’68, που έθετε ως προμετωπίδα το σύνθημα, «η κοινωνία της μόλυνσης δεν αλλάζει, ανατρέπεται». Από αυτό δημιουργήθηκαν πολλές οργανώσεις, όπως η Greenpeace, και κόμματα, όπως οι «Πράσινοι». Στα εικοσιπέντε χρόνια που κύλησαν, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις έγιναν μεγάλες επιχειρήσεις του «εναλλακτικού» τομέα και οι «Πράσινοι» κόμματα που προωθούν τη λογική της «Εναλλακτικής Παγκοσμιοποίησης» και συχνά στηρίζουν τη Νέα Τάξη. Ο ιστορικός του μέλλοντος θα θεωρήσει, πιθανώς, αυτά τα φαινόμενα ενδείξεις και επιφαινόμενα του μεγάλου μετασχηματισμού, που θα οδηγήσει στην κατάρρευση της λογικής της ανάπτυξης. Ταυτόχρονα όμως, ο σημερινός πολίτης δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον Φίσερ, τον Κον Μπεντίτ ή τους «οικολόγους» που χρηματοδοτεί ο Σόρος. Θα αγωνίζεται, αντίθετα, για να δημιουργηθούν αυθεντικές εναλλακτικές οργανώσεις που δεν θα επιθυμούν απλώς την «οικολογικοποίηση του συστήματος» αλλά την αλλαγή του, και θα θεωρεί πως τα «Πράσινα Κόμματα» παρεμποδίζουν πλέον τις αναγκαίες αλλαγές, εξωραΐζοντας το καθεστώς, παρόλο που σε συγκεκριμένα ζητήματα μπορεί ίσως και να ταυτιστεί μαζί τους.
Αν μεταφέρουμε τον αντίστοιχο προβληματισμό σε συνθήκες δικτατορίας, και με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε άτομα και περιπτώσεις, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στα ανάλογα συμπεράσματα για την περίπτωση των χρηματοδοτήσεων Φορντ στην Ελλάδα.
Πάντως, η αντιπαράθεση εκείνης της εποχής έχει προ πολλού λήξει και εδώ μας ενδιαφέρει να καταδείξουμε πώς το Ίδρυμα Φορντ υποκατέστησε την κρατική πολιτική ενίσχυσης των πνευματικών θεσμών και προσωπικοτήτων της χώρας, εγκαινιάζοντας μια νέα σχέση ανάμεσα στους χρηματοδοτικούς θεσμούς και τους διανοουμένους. Στον φάκελο που ακολουθεί, παραθέτουμε τρία επικριτικά κείμενα, του Γιώργου Χατζόπουλου, (Νοέμβρης 1972), της Λιλής Ζωγράφου (Δεκέμβρης 1972), του Κώστα Χατζηαργύρη (Μάρτης 1973). Από τους επιχορηγηθέντες, δημοσιεύουμε δύο σύντομα κείμενα του Οδυσσέα Ελύτη και του Καρόλου Κουν, μια επιστολή στην εφημερίδα Το Βήμα του Δημήτρη Μαρωνίτη, τον Ιανουάριο του 1973, και ένα μεταγενέστερο κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη, του 1991, που εξηγεί τους λόγους αποδοχής της επιχορήγησης. Αναδημοσιεύουμε την αντιπαράθεση μεταξύ Ροζίτας Σώκου και Γιάννη Ξενάκη για τη σχέση μεταξύ του Ιδρύματος Φορντ και της CIA, καθώς και, από την εφημερίδα Καθημερινή, τον κατάλογο των επιχορηγήσεων του ιδρύματος από το 1958 έως το 1974. Ο Σωτήρης Σόρογκας εξηγεί πώς βλέπει την επιχορήγησή του από το Ίδρυμα Φορντ, ενώ η υπεύθυνη του ιδρύματος στην Ελλάδα, η κ. Καίτη Μυριβήλη, σε εκτεταμένη συνέντευξη που μας παραχώρησε, και της οποίας δημοσιεύουμε μέρος, μας παρουσιάζει τη δράση του ιδρύματος βοηθώντας μας να κατανοήσουμε καλύτερα το πνεύμα της εποχής. Παραθέτουμε επίσης ορισμένα σημειώματα που γράφτηκαν από επιφανείς Έλληνες υποτρόφους του ιδρύματος προς τιμήν του Λόουρυ, όταν το 1974 αποχώρησε από το Ίδρυμα, για να κατανοήσουμε καλύτερα το κλίμα της εποχής και τα αισθήματα που μπόρεσε να εμπνεύσει. Τέλος, σε σχέση με την προδικτατορική δραστηριότητα του ιδρύματος, παρουσιάζουμε το πρώτο βιβλίο του Ανδρέα Παπανδρέου, που εκδόθηκε με τη συμβολή του Ιδρύματος Φορντ.
Δημοσιεύουμε ακόμα μια σειρά κείμενα για τις διεθνείς διαστάσεις της δραστηριότητας του ιδρύματος: Ο ιμπεριαλισμός της αρετής, των Μπράιαν Γκαρθ και Υβ Ντεζαλέ, Γιατί το Ίδρυμα Φορντ επιχορηγεί την αμφισβήτηση; του Πωλ Λαμπαρίκ, Οι επιχορηγήσεις του ιδρύματος στην Ινδία, του Ρατζανί Ντεσάι και Οι χρηματοδότες του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ.
Τέλος, κλείνουμε με το άρθρο της Λένι Μπρέννερ, Η CIA ως μαικήνας της τέχνης, όπου περιγράφει την ενίσχυση της ανεικονικής ζωγραφικής από την… CIA κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου!
http://ardin-rixi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου