του Χρήστου Χατζηιωσήφ
Η συναίνεση που απαιτούσαν οι εγχώριοι και ξένοι υποστηρικτές της πολιτικής που εφαρμόζεται στη χώρα μας από τον Μάη του 2010 επιτέλους επιτυγχάνεται, αλλά εναντίον αυτής της πολιτικής.
Μια νέα συναίνεση φαίνεται να διαμορφώνεται ανάμεσα στους εκπροσώπους του αστικού κόσμου της χώρας: Η πολιτική που υιοθετήθηκε με το Μνημόνιο του Μαΐου του 2010 ήταν «καταστροφική». Δημοσιογράφοι που την υποστήριξαν με φανατισμό, σήμερα την καταδικάζουν απερίφραστα. Πολιτικοί που την εισήγαγαν ή την κάλυψαν την αποκηρύσσουν. Αυτή τη νέα ομοφωνία συνόψισε και αιτιολόγησε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, μπροστά στους γερμανούς ακροατές του, στο Βερολίνο στις 24 Ιανουαρίου: «Το Μνημόνιο, χωρίς ικανοποιητική προετοιμασία», συνοδευόταν από «εξωπραγματικούς όρους» και αποτέλεσε «πολιτικά μοιραίο λάθος». Το «λάθος» της οικονομικής πολιτικής, σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, συνίστατο στο ότι η περικοπή των δαπανών προκάλεσε μια «πρωτόγνωρη» ύφεση.
Μπροστά στην ομόφωνη καταδίκη αυτής της πολιτικής είναι φυσικό ότι ορισμένοι από αυτούς που την υποδέχθηκαν να δηλώνουν τώρα είτε ότι αγνοούσαν το περιεχόμενο του Μνημονίου (Μ. Χρυσοχοΐδης) είτε ότι είχαν μόνο τρεις ώρες στη διάθεσή τους για να το διαβάσουν (Λ .Κατσέλη). Άλλοι πάλι, όπως ο Χάρης Καστανίδης, κατηγόρησαν τους συντάκτες του Μνημονίου ότι δεν έλαβαν υπόψη τους τις συμβουλές του μεγάλου μονεταριστή οικονομολόγου Μίλτον Φρήντμαν (ραδιόφωνο ΝΕΤ, 31.1.2012).
Οι καθυστερημένες καταδίκες και διαφοροποιήσεις προκαλούν εύλογες απορίες. Πρώτον, γιατί επί δύο χρόνια το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιμένουν σε αυτή την πολιτική, εάν είναι πράγματι τόσο εμφανώς λανθασμένη; Δεύτερον, γιατί οι έλληνες πολιτικοί εξακολούθησαν να ψηφίζουν τις επικαιροποιήσεις του Μνημονίου και μόλις ψήφισαν τη νέα ενισχυμένη μορφή του;
Η ομιλία του Κ. Σημίτη στο Βερολίνο προσφέρει έμμεσα την απάντηση. Κατά τον πρώην πρωθυπουργό, το δημόσιο χρέος δεν ήταν η αιτία της κρίσης. «Η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών και τα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών τους ήταν ένας πολύ σοβαρότερος λόγος για την έξαρση του χρέους στις χώρες της περιφέρειας της Ένωσης από τη διαχειριστική ανικανότητα των διοικούντων της. Κατά μέσο όρο το διάστημα 2000-07 το ετήσιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδος ήταν -8,4% και της Πορτογαλίας – 9,4% ενώ το πλεόνασμα της Γερμανίας ήταν 3,2% και της Ολλανδίας 5,4%. Για να καλύψουν το έλλειμμα, οι περιφερειακές χώρες είναι υποχρεωμένες να δανείζονται όλο και περισσότερο. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του δημόσιου χρέους τους».
Αυτή η ερμηνεία της ελληνικής κρίσης δεν είναι πρωτότυπη· ενυπήρχε σε όλες τις συνταγές που προτάθηκαν για το ξεπέρασμά της μέσω της εσωτερικής υποτίμησης. Ο δηλωμένος στόχος της εσωτερικής υποτίμησης ήταν να καταστήσει τα εγχώρια παραγόμενα προϊόντα φθηνότερα και ανταγωνιστικότερα στις εξωτερικές αγορές και, κάτι που συνήθως αναφέρεται ασαφώς και φευγαλέα, να μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα για την πραγματοποίηση εισαγωγών. Αθροιστικό αποτέλεσμα της εσωτερικής υποτίμησης, η μείωση του ελλείμματος στις εξωτερικές συναλλαγές.
Ήταν επίσης γνωστή η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο στόχους, δηλαδή ότι η εσωτερική υποτίμηση με τη μείωση των εισοδημάτων μειώνει αυτόματα και τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου, και έτσι αντιστρατεύεται την επιδιωκόμενη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Αυτό έλπιζαν ότι θα ξεπερνιόταν με ακόμα μεγαλύτερη περικοπή των κρατικών δαπανών. Πρόκειται για το περίφημο «εμπροσθοβαρές» του αρχικού προγράμματος.
Είναι αλήθεια ότι στις σχετικές τοποθετήσεις, όπως για παράδειγμα στις δηλώσεις του Στρως-Καν περί της ανάγκης εσωτερικής υποτίμησης, η σχέση δημόσιου χρέους και εμπορικού ελλείμματος παρέμενε ασαφής. Οι εγχώριοι υποστηρικτές του Μνημονίου, όταν ανέφεραν το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, το παρουσίαζαν ως ένα παράλληλο ή πρόσθετο πρόβλημα χωρίς άμεση σύνδεση με το δημόσιο χρέος. Στην ομιλία Σημίτη, η σχέση αυτή αναγνωρίζεται ως άμεση: «Οι περιφερειακές χώρες είναι υποχρεωμένες να δανείζονται όλο και περισσότερο. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του δημόσιου χρέους τους». Η παρέμβαση Σημίτη, όσο διστακτική και αν ηχούσε, αποτέλεσε πραγματική ρήξη με τις επανειλημμένες δημόσιες αυτοενοχοποιήσεις ελλήνων πολιτικών και ανώτερων δημόσιων λειτουργών στο εξωτερικό. Αν δεν είχε την απήχηση στην οποία στόχευαν οι οργανωτές της, αυτό δεν οφείλεται στις διαμαρτυρίες μέρους του ακροατηρίου στο Βερολίνο, αλλά στο ότι οι απόψεις αυτές δεν έχουν πολιτικό έρεισμα στο εσωτερικό της Ελλάδας, καθώς οι παλιοί υποστηρικτές της πρωθυπουργίας Σημίτη έχουν επενδύσει την πολιτική και κοινωνική επιβίωσή τους στην αταλάντευτη υποστήριξη της πολιτικής των διαδοχικών δανειακών συμβάσεων. Η παρέμβαση ήταν υπερβολικά διστακτική, θα μπορούσε άνετα να τη χαρακτηρίσει κανένας δειλή, ώστε να μπορέσει να υπερνικήσει τις πολιτικές αδράνειες και να προκαλέσει ένα δημιουργικό σοκ.
Η επιμελής αποφυγή της συσχέτισης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων με το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου πληρωμών στον δημόσιο λόγο τόσο των ελλήνων ιθυνόντων όσο και των ευρωπαίων ομολόγων τους είναι εύκολο να γίνει κατανοητή.
Η επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια: επιτυχία ή αδυναμία;
Για τους Έλληνες, μια εμβάθυνση σε αυτό το ζήτημα, δηλαδή στις δομές της παραγωγής, της κατανάλωσης και του πιστωτικού συστήματος θα έφερνε στην επιφάνεια χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνικής διάρθρωσης και των πολιτικών ισορροπιών που βρίσκονται εκτός κριτικής, καθώς θεωρούνται οι πυλώνες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Θα έδειχνε ότι οι αιτίες της τελικής αποτυχίας του ελληνικού οικονομικού συστήματος στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας βρίσκονταν ακριβώς σε ό,τι επί δεκαετίες παρουσιαζόταν ως επιτυχία.
Μια από τις θεωρούμενες επιτυχίες είναι η διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων μεταποίησης έκλεισαν, στη Βόρεια κυρίως Ελλάδα, και μετεγκαταστάθηκαν στην άλλη πλευρά των συνόρων. Δεν έγινε όμως καμία προσπάθεια να αποτιμηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της μεταφοράς των επιχειρήσεων όχι μόνο στην απασχόληση, αλλά και στη συνολική οικονομική δραστηριότητα στις περιοχές που εγκαταλείπουν οι επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση στα φορολογικά έσοδα.
Η μετεγκατάσταση συνοδεύθηκε και υποστηρίχθηκε από την επέκταση του δικτύου των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια, και σε ορισμένες περιπτώσεις και πέρα από αυτά. Σε πολλές από αυτές τις χώρες, οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της τραπεζικής αγοράς. Ούτε εδώ υπήρξε προσπάθεια να αποτιμηθούν οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα, κατά πόσον οι εσωτερικοί πόροι που μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό μείωσαν τις ευκαιρίες ή κατέστησαν ακριβότερη τη χρηματοδότηση της εγχώριας παραγωγής και των υπηρεσιών και απότρεψαν την αναβάθμισή τους. Ούτε έχει ερευνηθεί η χρήση από τις ελληνικές τράπεζες των τίτλων του ελληνικού δημόσιου χρέους σε ευρώ ως ασφαλειών για τη χρηματοδότηση της επέκτασής τους εκτός των συνόρων, και κατά συνέπεια δεν έχει υπάρξει προβληματισμός πάνω σε ένα πρόσθετο κίνητρο που είχαν οι ελληνικές τράπεζες για την αύξηση του δημόσιου δανεισμού.
Η επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη αντιμετωπίσθηκε στην Ελλάδα, και καμιά φορά και εκτός αυτής, με θριαμβολογίες σαν δείγμα ισχύος του ελληνικού καπιταλισμού, ενώ στην πραγματικότητα ήταν απόρροια των αδυναμιών της αναπαραγωγής της ελληνικής οικονομίας. Αλλά και άλλες θεωρούμενες επιτυχίες ή «ατού» της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν υποστεί κριτική ανάλυση. Δεν έχει εκτιμηθεί η σύνδεση του τουρισμού με την εγχώρια παραγωγή, και έτσι δεν έχει υπολογισθεί το καθαρό αποτέλεσμα των ακαθάριστων τουριστικών εισπράξεων –οι μόνες που μετρώνται– πάνω στη συνολική εγχώρια κατανάλωση, τις εισαγωγές και το ισοζύγιο πληρωμών. Το ίδιο ισχύει για το λεγόμενο ναυτιλιακό συνάλλαγμα. Αντίθετα, η κοινή γνώμη τροφοδοτείται με καθησυχαστικά στερεότυπα για τη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού και θριαμβολογίες για τις πρωτιές των ελλήνων εφοπλιστών. Φυσικά ούτε λέξη για τις αδυναμίες στην κεφαλαιακή διάρθρωση των τουριστικών επιχειρήσεων, που οδηγούν όλο και περισσότερες σε ξένα χέρια.
Ο «ήχος του χρήματος» και η υποχώρηση του οικονομικού λογισμού
Δεν αποτελεί υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι υπήρξε μια ουσιαστική υποχώρηση του οικονομικού λογισμού στην Ελλάδα σε μια περίοδο στην οποία πολλαπλασιάσθηκε ο αριθμός των οικονομικών εφημερίδων και των εκπομπών στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, και γενικότερα ο λόγος περί της οικονομίας, ο «ήχος του χρήματος», όπως τιτλοφορείτο μια ραδιοφωνική εκπομπή της ΝΕΤ, ήταν καθημερινά πανταχού παρών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την πολιτική. Φορείς του, τα στελέχη των αμέτρητων νέων εταιρειών συμβούλων και χρηματιστηριακών γραφείων, οι οικονομολογίζοντες δημοσιογράφοι, το προσωπικό των τμημάτων οικονομικών, μάρκετινγκ κλπ. που ιδρύθηκαν σε όλα σχεδόν τα ελληνικά πανεπιστήμια και οι νεοαφιχθέντες από το εξωτερικό κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων και διδακτορικών σε διάφορους κλάδους των οικονομικών και, τέλος, οι πολιτικοί που προσπαθούσαν να αντλήσουν πολιτικά οφέλη από τις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας που δεν έλεγχαν και συχνά ούτε κατανοούσαν. Σ’ αυτό το κλίμα, σχεδόν κανένας δεν ενδιαφερόταν πλέον για το πάγιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, του οποίου η χρηματοδότηση φαινόταν εξασφαλισμένη χάρη στο ευρώ.
Έργο του Τζωρτζ Γκρος
Οι αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ισχυρές οικονομικά χώρες δεν έχουν επίσης κανένα ενδιαφέρον να εμβαθύνουν στη σχέση ελληνικού δημόσιου χρέους και εμπορικού ελλείμματος. Και, πέρα από την ελληνική περίπτωση, δεν επιθυμούν να διακινδυνέψουν να αποκαλυφθεί η εγγενής ροπή της Ε.Ε. προς τη διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στα μέλη της. «Όταν δημιουργείς έναν κοινό νομισματικό χώρο, τότε επικρατεί η ισχυρότερη οικονομία», παραδέχεται εκ των υστέρων ο Γκ. Σρέντερ με αφορμή τις γαλλογερμανικές σχέσεις (Der Spiegel, 5.9.2011).
Οι ευρωπαίοι ιθύνοντες δεν μπορούν να ομολογήσουν δημόσια την πλήρη αποτυχία των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών πολιτικών, να αντιστρέψουν αυτή τη δυναμική και να εξισώσουν της οικονομικές συνθήκες ανάμεσα στα διάφορα κράτη-μέλη. Ο παλαιότερος στόχος της σύγκλισης του επιπέδου διαβίωσης σε όλη την Ένωση εγκαταλείφθηκε σιωπηρά, και ο υποβιβασμός του βιοτικού επιπέδου στις χώρες που «ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους» θεωρείται όχι μόνο αναπόφευκτος, αλλά και επιθυμητός. Είναι χαρακτηριστικό ότι και εδώ η γερμανική έκφραση “ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους” αναφέρεται στο εμπορικό ισοζύγιο ως πηγή των οικονομικών ανισορροπιών. Στις δημόσιες συζητήσεις στα διεθνή φόρα η ευρωπαϊκή αυτή πολιτική και οι γερμανοί εμπνευστές της κατηγορούνται ότι διακινδυνεύουν να βυθίσουν όλη την Ευρώπη σε μια μακρόχρονη ύφεση.
Η επάνοδος ενός επιθετικού και στριγκού γερμανικού εθνικισμού
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί οι κυβερνώντες στη Γερμανία αψηφούν το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης ύφεσης στην Ευρώπη από την οποία μπορεί να πληγεί και η γερμανική οικονομία. Η απάντηση δεν πρέπει να υποτιμήσει το βάρος του εσωτερικού πολιτικού κλίματος στις αποφάσεις των ιθυνόντων. Η Γερμανία δεν αποτελεί εξαίρεση στη γενικότερη τάση ανόδου των συντηρητικών απόψεων και πολιτικών δυνάμεων, σε όλη την Ευρώπη. Το ιδιαίτερο στοιχείο στη Γερμανία είναι ότι, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι εθνικιστικές αντιδράσεις βγαίνουν τόσο απροκάλυπτα στην επιφάνεια. Εθνικιστικά στερεότυπα και προκαταλήψεις που άλλοτε εκφράζονταν ελεύθερα μόνο μέσα στη νοτισμένη με καπνό και οινόπνευμα ατμόσφαιρα των καπηλειών στα χωριά και τις μικρές πόλεις της Γερμανίας, τώρα απλώνονται στους τίτλους των εφημερίδων και πολλαπλασιάζονται στις δημόσιες παρεμβάσεις των πολιτικών.
Ο γερμανικός εθνικισμός, που την εποχή του Μουντιάλ του 2006 και του διαγωνισμού της Γιουροβίζιον, πριν από δύο χρόνια, εμφανίσθηκε σε μια ατμόσφαιρα γιορτής, σήμερα έχει γίνει πιο στριγκός και επιθετικός. Οι Έλληνες έχουν την τιμητική τους σε αυτές τις εκδηλώσεις, αλλά δεν μένουν άθικτοι και άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί. Δεν εννοώ τα μικρά, ολοένα και συχνότερα επεισόδια εθνικιστικών ύβρεων στην καθημερινή ζωή που δέχονται οι Έλληνες στη Γερμανία, αλλά τα δημοσιεύματα του σοβαρού Τύπου. Εάν πριν από δύο χρόνια η ελληνική κοινή γνώμη είχε σοκαριστεί με το εξώφυλλο του περιοδικού Focus, έντυπο το οποίο ούτως ή άλλως επιδιώκει τον εύκολο εντυπωσιασμό, σήμερα αντίστοιχες γελοιογραφίες για τους διεφθαρμένους και τεμπέληδες Έλληνες δημοσιεύονται καθημερινά στις σοβαρές γερμανικές εφημερίδες, χωρίς να συγκινούν πλέον κανέναν.
Εξαιρετικά χαρακτηριστικό του παραδοσιακού γερμανικού «χιούμορ» και του αναγεννημένου γερμανικού εθνικισμού είναι το σχόλιο στην πρώτη σελίδα της Frankfurter Allgemeine Zeitung (27.1.2012): «Οι άνθρωποι και πάνω από όλους οι Έλληνες και οι Αμερικάνοι είναι παράξενα όντα, προ πάντων όταν κατέχονται από πάθη τα οποία, για να το εκφράσουμε επιεικώς, είναι διασκεδαστικά. Το αντίστοιχο με τη διασκέδαση των Ελλήνων να εκνευρίζουν τους Κεντροευρωπαίους είναι για τους Αμερικάνους τα σχέδια, όπως αυτό του Ρεμπουπλικάνου Γκίνγκριχ να μετατρέψει τη Σελήνη στην 51η πολιτεία των ΗΠΑ. Αλλά ακόμα και αν όλοι οι Αμερικάνοι (και οι Έλληνες) ξαλαφρώνοντας τον κόσμο που ασθμαίνει κάτω από το βάρος τους εγκαθίσταντο εκεί…». Το «χιουμοριστικό» αυτό σχόλιο είναι χαρακτηριστικό του γερμανικού μείγματος υπεροψίας και ανασφάλειας: η Γερμανία αισθάνεται τόσο ισχυρή, ώστε δυσανασχετεί με την αμερικανική πρωτοκαθεδρία και ταυτόχρονα νιώθει να απειλείται από την ελληνική αταξία.
Η προφανής οικονομική ισχύς είναι ο δεύτερος, μετά τις ιδεολογικοπολιτικές αδράνειες, και κυριότερος λόγος για την εμφανή γερμανική αδιαφορία στο ενδεχόμενο μιας γενικευμένης ύφεσης στην Ευρώπη. Παρά το γεγονός ότι όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες γλιστράνε στην ύφεση, οι ρυθμοί μεγέθυνσης της γερμανικής οικονομίας δεν έχουν επηρεαστεί σημαντικά, η ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2006. Η εξαιρετική για τα σημερινά ευρωπαϊκά δεδομένα υγεία της γερμανικής οικονομίας οφείλεται σε δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι, κατά την περίοδο της «νέας οικονομίας», οι γερμανοί πολιτικοί και επιχειρηματίες αντιστάθηκαν στον λόγο περί «μεταβιομηχανικής εποχής» που ήταν του συρμού στις άλλες δυτικές κοινωνίες και δεν παραμέλησαν τη βιομηχανική βάση της χώρας. Αντίθετα, βελτίωσαν με μαζικές επενδύσεις και νέες τεχνολογίες, που κατά κανόνα δεν αναπτύχθηκαν στη χώρα αλλά εισήχθηκαν, τους παραδοσιακά ισχυρούς τομείς των μηχανοκατασκευών και των διαρκών καταναλωτικών αγαθών. Σήμερα, η γερμανική βιομηχανία συνεισφέρει το 30% του ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό-ρεκόρ στην Ευρώπη, όπου ο αντίστοιχος γαλλικός βιομηχανικός τομέας συμβάλλει με μόλις 16% στο ΑΕΠ. Η υψηλή συμμετοχή της βιομηχανίας στη Γερμανία διατηρήθηκε, παρά τις απώλειες του κλάδου των καταναλωτικών αγαθών, όπου η γερμανική μεταποίηση, συνεχίζοντας μια τάση συρρίκνωσης δεκαετιών έχει περιορισθεί σε λίγες σχετικά επιχειρήσεις που παράγουν ανώτερης ποιότητας προϊόντα για υψηλές εισοδηματικές κατηγορίες. Χάρη στο μεγάλο βάρος του κλάδου παραγωγής μέσων παραγωγής, ακόμα και η μεταφορά παραγωγικών μονάδων στο εξωτερικό επιδρά θετικά στην εγχώρια απασχόληση.
Η επανένωση των δύο Γερμανιών
Ο δεύτερος λόγος ισχύος της γερμανικής οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα και η κρυφή αδυναμία της που θα μπορούσε να την υπονομεύσει στο μέλλον είναι ο τρόπος με τον οποίο η οικονομία και το πολιτικό σύστημα της Δυτικής Γερμανίας διαχειρίστηκε την επανένωση των δύο Γερμανιών. Η αναδρομή σε αυτήν τη γερμανική υπόθεση έχει γενικότερο ενδιαφέρον, γιατί αποκαλύπτει τον τρόπο σκέψης των γερμανών ιθυνόντων, οι οποίοι προσπαθούν να εφαρμόσουν την ίδια συνταγή και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην Ελλάδα, σε παλαιότερες φάσεις αισιοδοξίας και αφέλειας ως προς την εφαρμογή του Μνημονίου αναφέρθηκε το γερμανικό παράδειγμα, προκειμένου να εφαρμοσθεί στις ιδιωτικοποιήσεις ή στην «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας».
Η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας ξεκίνησε αμέσως μετά την πτώση του τείχους. Η πρώτη φάση αφορούσε την εκκαθάριση του υλικού και ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού της Ανατολικής Γερμανίας ολοκληρώθηκε μέσα στην πρώτη φάση της οικονομικής ενοποίησης μετά την πολιτική επανένωση των δύο Γερμανιών το 1991. Η πρώτη αυτή φάση αφορούσε την εκκαθάριση του υλικού και ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού της Ανατολικής Γερμανίας και ολοκληρώθηκε ουσιαστικά μέχρι το 1993. Η δεύτερη φάση εκτυλίχθηκε μετά το 2005 και αφορούσε τη μείωση του δημοσιονομικού κόστους που συνεπαγόταν η επούλωση των κοινωνικών πληγών τις οποίες είχε ανοίξει η επανένωση.
Ο τρόπος με τον οποίο συγχωνεύθηκαν μετά το 1989 οι οικονομίες των δύο Γερμανιών καθορίσθηκε από δύο στοιχεία. Το πρώτο ήταν ο καθορισμός της ισοτιμίας δυτικογερμανικού προς ανατολικό μάρκο στο 1:2 και όσον αφορά τους μισθούς στο 1:1, ενώ μέχρι τότε η ισοτιμία στην ελεύθερη αγορά ήταν στην καλύτερη περίπτωση 1:3. Ο δεύτερος, η κινητοποίηση ενός ισοπεδωτικού προπαγανδιστικού μηχανισμού, ο οποίος διακήρυξε ως αναμφισβήτητη αλήθεια την πλήρη αποτυχία του κοινωνικού συστήματος της Ανατολικής Γερμανίας, ενώ ταυτόχρονα ενοχοποίησε μαζικά τους Ανατολικογερμανούς όχι γιατί τυχόν το υποστήριξαν ή το ανέχθηκαν, αλλά για το γεγονός και μόνο ότι έζησαν κάτω από αυτό. Σε συνδυασμό με μεμονωμένες τρομοκρατικές ενέργειες που ξύπνησαν τα τυπικά γερμανικά αντανακλαστικά πειθάρχησης στην κρατική εξουσία, αδιάφορο ποια είναι αυτή, παρέλυσε η διάθεση για αντίσταση στις αλλαγές και εξωθήθηκαν στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος οι συμπαγείς, σε περιφερειακό επίπεδο, μειοψηφίες (25-30% του εκλογικού σώματος) που αντέδρασαν πολιτικά σε αυτές.
Η ισοτιμία 1:1 για τα μικροποσά μερικών χιλιάδων μάρκων και τους μισθούς ικανοποίησε την ομόθυμη απαίτηση των πολιτών της τέως Ανατολικής Γερμανίας, που ήθελαν να επωφεληθούν από τις καταναλωτικές δυνατότητες της αγοράς της Δυτικής Γερμανίας, στην οποία είχαν επιτέλους ελεύθερη πρόσβαση. Η μαζική στροφή προς τα δυτικά προϊόντα εκμηδένισε διαμιάς τη ζήτηση για τα περισσότερα καταναλωτικά προϊόντα που παράγονταν στην Ανατολική Γερμανία ήδη πριν ολοκληρωθεί η πολιτική ένωση των δύο Γερμανιών. Το αυτοκίνητο Trabant, που μέσα σε λίγες ώρες μετατράπηκε από δημοφιλές καταναλωτικό αγαθό σε μουσειακό είδος συμπυκνώνει αυτήν τη ριζική αλλαγή. Ταυτόχρονα, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και ολόκληρου του ανατολικού μπλοκ εκμηδένισε τη ζήτηση για τα κεφαλαιουχικά αγαθά που προμήθευαν εκεί οι ανατολικογερμανικές επιχειρήσεις.
Η βιομηχανία είχε περιορισμένες δυνατότητες να αντιδράσει με το όπλο των τιμών στην απώλεια των αγορών της, καθώς τα στοιχεία του κόστους της, με πρώτους τους μισθούς, αποτιμούνταν και αυτά με το νέο νόμισμα. Η αποκρατικοποίηση του παραγωγικού δυναμικού, που θα πραγματοποιούνταν ούτως η άλλως κάποτε, μετά την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος έγινε γρήγορα επιτακτική οικονομική ανάγκη. Ταυτόχρονα, το σύνολο σχεδόν των μέσων μαζικής ενημέρωσης παρουσίαζε τις ιδιωτικοποιήσεις σαν συνώνυμο της πολιτικής ελευθερίας.
Τον Μάρτιο του 1990 ιδρύθηκε η «Αρχή για την καταπιστευτική διαχείριση της «λαϊκής» (κρατικής) ιδιοκτησίας» στην οποία μεταβιβάσθηκε όλη η κρατική περιουσία, με σκοπό τη διαφύλαξή της. Με την επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων και την προϊούσα αποσύνθεση της παραγωγικής μηχανής της Ανατολικής Γερμανίας, τον Ιούνιο του ίδιου έτους ψηφίζεται ένας νέος νόμος που έφερε ως ημερομηνία 17 Ιούνη (συμβολική αναφορά στην εξέγερση των εργατών στο Ανατολικό Βερολίνο στις 17 Ιούνη 1953), ο οποίος όρισε πλέον ως σκοπό της αρχής, που έμεινε γνωστή ως η Treuhand (το καταπίστευμα), «την ιδιωτικοποίηση και αναδιοργάνωση» της λαϊκής ιδιοκτησίας. Η περιουσία αυτή περιλάμβανε πάνω από 8.500 κρατικές επιχειρήσεις με 4 εκατομμύρια εργαζόμενους ως προσωπικό, εκατομμύρια στρέμματα αγροτικής γης και δασών, την περιουσία των υπουργείων και του στρατού, μαζικών οργανώσεων και των πολιτικών κομμάτων.
Οι δύο επιμέρους στόχοι του νέου νόμου για την Treuhand («αναδιοργάνωση και ιδιωτικοποίηση») αποδείχθηκαν, κάτω από τις κρατούσες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, ασύμβατοι. Την οδυνηρή αυτή διαπίστωση έκανε ο επικεφαλής της αρχής Detlev Karsten Rohwedder, ο οποίος είχε σημαντική εμπειρία διοίκησης στο δημόσιο, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα της Δυτικής Γερμανίας. Οι προσπάθειές του να εξυγιάνει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων πριν τις ιδιωτικοποιήσει και να διατηρήσει έτσι σημαντικό μέρος του προσωπικού τους τον έφερε σε σύγκρουση με την κυβέρνηση, που ήθελε να περιορίσει το γρηγορότερο δυνατόν το κόστος της διατήρησης ανατολικογερμανικών επιχειρήσεων, και με τους επιχειρηματικούς κύκλους της Δυτικής Γερμανίας που είχαν την πλειοψηφία στο διοικητικό των συμβούλιο της Treuhand και ζητούσαν την άμεση ιδιωτικοποίηση. Προς την ίδια κατεύθυνση πίεζαν και οι δυτικοί σύμμαχοι της Γερμανίας. Η πλάστιγγα έγειρε οριστικά προς αυτήν την πλευρά μετά τη δολοφονία την 1η Απριλίου 1991 του Ρόβεντερ από δράστες που παραμένουν ακόμα άγνωστοι — η ενέργεια αποδόθηκε χωρίς αποδείξεις στη RAF.
Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ διδάσκει σύγχρονη ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Μια νέα συναίνεση φαίνεται να διαμορφώνεται ανάμεσα στους εκπροσώπους του αστικού κόσμου της χώρας: Η πολιτική που υιοθετήθηκε με το Μνημόνιο του Μαΐου του 2010 ήταν «καταστροφική». Δημοσιογράφοι που την υποστήριξαν με φανατισμό, σήμερα την καταδικάζουν απερίφραστα. Πολιτικοί που την εισήγαγαν ή την κάλυψαν την αποκηρύσσουν. Αυτή τη νέα ομοφωνία συνόψισε και αιτιολόγησε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, μπροστά στους γερμανούς ακροατές του, στο Βερολίνο στις 24 Ιανουαρίου: «Το Μνημόνιο, χωρίς ικανοποιητική προετοιμασία», συνοδευόταν από «εξωπραγματικούς όρους» και αποτέλεσε «πολιτικά μοιραίο λάθος». Το «λάθος» της οικονομικής πολιτικής, σύμφωνα με αυτή την ανάγνωση, συνίστατο στο ότι η περικοπή των δαπανών προκάλεσε μια «πρωτόγνωρη» ύφεση.
Μπροστά στην ομόφωνη καταδίκη αυτής της πολιτικής είναι φυσικό ότι ορισμένοι από αυτούς που την υποδέχθηκαν να δηλώνουν τώρα είτε ότι αγνοούσαν το περιεχόμενο του Μνημονίου (Μ. Χρυσοχοΐδης) είτε ότι είχαν μόνο τρεις ώρες στη διάθεσή τους για να το διαβάσουν (Λ .Κατσέλη). Άλλοι πάλι, όπως ο Χάρης Καστανίδης, κατηγόρησαν τους συντάκτες του Μνημονίου ότι δεν έλαβαν υπόψη τους τις συμβουλές του μεγάλου μονεταριστή οικονομολόγου Μίλτον Φρήντμαν (ραδιόφωνο ΝΕΤ, 31.1.2012).
Οι καθυστερημένες καταδίκες και διαφοροποιήσεις προκαλούν εύλογες απορίες. Πρώτον, γιατί επί δύο χρόνια το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιμένουν σε αυτή την πολιτική, εάν είναι πράγματι τόσο εμφανώς λανθασμένη; Δεύτερον, γιατί οι έλληνες πολιτικοί εξακολούθησαν να ψηφίζουν τις επικαιροποιήσεις του Μνημονίου και μόλις ψήφισαν τη νέα ενισχυμένη μορφή του;
Η ομιλία του Κ. Σημίτη στο Βερολίνο προσφέρει έμμεσα την απάντηση. Κατά τον πρώην πρωθυπουργό, το δημόσιο χρέος δεν ήταν η αιτία της κρίσης. «Η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών και τα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών τους ήταν ένας πολύ σοβαρότερος λόγος για την έξαρση του χρέους στις χώρες της περιφέρειας της Ένωσης από τη διαχειριστική ανικανότητα των διοικούντων της. Κατά μέσο όρο το διάστημα 2000-07 το ετήσιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδος ήταν -8,4% και της Πορτογαλίας – 9,4% ενώ το πλεόνασμα της Γερμανίας ήταν 3,2% και της Ολλανδίας 5,4%. Για να καλύψουν το έλλειμμα, οι περιφερειακές χώρες είναι υποχρεωμένες να δανείζονται όλο και περισσότερο. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του δημόσιου χρέους τους».
Αυτή η ερμηνεία της ελληνικής κρίσης δεν είναι πρωτότυπη· ενυπήρχε σε όλες τις συνταγές που προτάθηκαν για το ξεπέρασμά της μέσω της εσωτερικής υποτίμησης. Ο δηλωμένος στόχος της εσωτερικής υποτίμησης ήταν να καταστήσει τα εγχώρια παραγόμενα προϊόντα φθηνότερα και ανταγωνιστικότερα στις εξωτερικές αγορές και, κάτι που συνήθως αναφέρεται ασαφώς και φευγαλέα, να μειώσει το διαθέσιμο εισόδημα για την πραγματοποίηση εισαγωγών. Αθροιστικό αποτέλεσμα της εσωτερικής υποτίμησης, η μείωση του ελλείμματος στις εξωτερικές συναλλαγές.
Ήταν επίσης γνωστή η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο στόχους, δηλαδή ότι η εσωτερική υποτίμηση με τη μείωση των εισοδημάτων μειώνει αυτόματα και τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου, και έτσι αντιστρατεύεται την επιδιωκόμενη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Αυτό έλπιζαν ότι θα ξεπερνιόταν με ακόμα μεγαλύτερη περικοπή των κρατικών δαπανών. Πρόκειται για το περίφημο «εμπροσθοβαρές» του αρχικού προγράμματος.
Είναι αλήθεια ότι στις σχετικές τοποθετήσεις, όπως για παράδειγμα στις δηλώσεις του Στρως-Καν περί της ανάγκης εσωτερικής υποτίμησης, η σχέση δημόσιου χρέους και εμπορικού ελλείμματος παρέμενε ασαφής. Οι εγχώριοι υποστηρικτές του Μνημονίου, όταν ανέφεραν το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, το παρουσίαζαν ως ένα παράλληλο ή πρόσθετο πρόβλημα χωρίς άμεση σύνδεση με το δημόσιο χρέος. Στην ομιλία Σημίτη, η σχέση αυτή αναγνωρίζεται ως άμεση: «Οι περιφερειακές χώρες είναι υποχρεωμένες να δανείζονται όλο και περισσότερο. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση του δημόσιου χρέους τους». Η παρέμβαση Σημίτη, όσο διστακτική και αν ηχούσε, αποτέλεσε πραγματική ρήξη με τις επανειλημμένες δημόσιες αυτοενοχοποιήσεις ελλήνων πολιτικών και ανώτερων δημόσιων λειτουργών στο εξωτερικό. Αν δεν είχε την απήχηση στην οποία στόχευαν οι οργανωτές της, αυτό δεν οφείλεται στις διαμαρτυρίες μέρους του ακροατηρίου στο Βερολίνο, αλλά στο ότι οι απόψεις αυτές δεν έχουν πολιτικό έρεισμα στο εσωτερικό της Ελλάδας, καθώς οι παλιοί υποστηρικτές της πρωθυπουργίας Σημίτη έχουν επενδύσει την πολιτική και κοινωνική επιβίωσή τους στην αταλάντευτη υποστήριξη της πολιτικής των διαδοχικών δανειακών συμβάσεων. Η παρέμβαση ήταν υπερβολικά διστακτική, θα μπορούσε άνετα να τη χαρακτηρίσει κανένας δειλή, ώστε να μπορέσει να υπερνικήσει τις πολιτικές αδράνειες και να προκαλέσει ένα δημιουργικό σοκ.
Η επιμελής αποφυγή της συσχέτισης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων με το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου και του ισοζυγίου πληρωμών στον δημόσιο λόγο τόσο των ελλήνων ιθυνόντων όσο και των ευρωπαίων ομολόγων τους είναι εύκολο να γίνει κατανοητή.
Η επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια: επιτυχία ή αδυναμία;
Για τους Έλληνες, μια εμβάθυνση σε αυτό το ζήτημα, δηλαδή στις δομές της παραγωγής, της κατανάλωσης και του πιστωτικού συστήματος θα έφερνε στην επιφάνεια χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνικής διάρθρωσης και των πολιτικών ισορροπιών που βρίσκονται εκτός κριτικής, καθώς θεωρούνται οι πυλώνες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Θα έδειχνε ότι οι αιτίες της τελικής αποτυχίας του ελληνικού οικονομικού συστήματος στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας βρίσκονταν ακριβώς σε ό,τι επί δεκαετίες παρουσιαζόταν ως επιτυχία.
Μια από τις θεωρούμενες επιτυχίες είναι η διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη. Μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων μεταποίησης έκλεισαν, στη Βόρεια κυρίως Ελλάδα, και μετεγκαταστάθηκαν στην άλλη πλευρά των συνόρων. Δεν έγινε όμως καμία προσπάθεια να αποτιμηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της μεταφοράς των επιχειρήσεων όχι μόνο στην απασχόληση, αλλά και στη συνολική οικονομική δραστηριότητα στις περιοχές που εγκαταλείπουν οι επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση στα φορολογικά έσοδα.
Η μετεγκατάσταση συνοδεύθηκε και υποστηρίχθηκε από την επέκταση του δικτύου των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια, και σε ορισμένες περιπτώσεις και πέρα από αυτά. Σε πολλές από αυτές τις χώρες, οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της τραπεζικής αγοράς. Ούτε εδώ υπήρξε προσπάθεια να αποτιμηθούν οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Για παράδειγμα, κατά πόσον οι εσωτερικοί πόροι που μεταφέρθηκαν στο εξωτερικό μείωσαν τις ευκαιρίες ή κατέστησαν ακριβότερη τη χρηματοδότηση της εγχώριας παραγωγής και των υπηρεσιών και απότρεψαν την αναβάθμισή τους. Ούτε έχει ερευνηθεί η χρήση από τις ελληνικές τράπεζες των τίτλων του ελληνικού δημόσιου χρέους σε ευρώ ως ασφαλειών για τη χρηματοδότηση της επέκτασής τους εκτός των συνόρων, και κατά συνέπεια δεν έχει υπάρξει προβληματισμός πάνω σε ένα πρόσθετο κίνητρο που είχαν οι ελληνικές τράπεζες για την αύξηση του δημόσιου δανεισμού.
Η επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη αντιμετωπίσθηκε στην Ελλάδα, και καμιά φορά και εκτός αυτής, με θριαμβολογίες σαν δείγμα ισχύος του ελληνικού καπιταλισμού, ενώ στην πραγματικότητα ήταν απόρροια των αδυναμιών της αναπαραγωγής της ελληνικής οικονομίας. Αλλά και άλλες θεωρούμενες επιτυχίες ή «ατού» της ελληνικής οικονομίας δεν έχουν υποστεί κριτική ανάλυση. Δεν έχει εκτιμηθεί η σύνδεση του τουρισμού με την εγχώρια παραγωγή, και έτσι δεν έχει υπολογισθεί το καθαρό αποτέλεσμα των ακαθάριστων τουριστικών εισπράξεων –οι μόνες που μετρώνται– πάνω στη συνολική εγχώρια κατανάλωση, τις εισαγωγές και το ισοζύγιο πληρωμών. Το ίδιο ισχύει για το λεγόμενο ναυτιλιακό συνάλλαγμα. Αντίθετα, η κοινή γνώμη τροφοδοτείται με καθησυχαστικά στερεότυπα για τη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού και θριαμβολογίες για τις πρωτιές των ελλήνων εφοπλιστών. Φυσικά ούτε λέξη για τις αδυναμίες στην κεφαλαιακή διάρθρωση των τουριστικών επιχειρήσεων, που οδηγούν όλο και περισσότερες σε ξένα χέρια.
Ο «ήχος του χρήματος» και η υποχώρηση του οικονομικού λογισμού
Δεν αποτελεί υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι υπήρξε μια ουσιαστική υποχώρηση του οικονομικού λογισμού στην Ελλάδα σε μια περίοδο στην οποία πολλαπλασιάσθηκε ο αριθμός των οικονομικών εφημερίδων και των εκπομπών στα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις, και γενικότερα ο λόγος περί της οικονομίας, ο «ήχος του χρήματος», όπως τιτλοφορείτο μια ραδιοφωνική εκπομπή της ΝΕΤ, ήταν καθημερινά πανταχού παρών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την πολιτική. Φορείς του, τα στελέχη των αμέτρητων νέων εταιρειών συμβούλων και χρηματιστηριακών γραφείων, οι οικονομολογίζοντες δημοσιογράφοι, το προσωπικό των τμημάτων οικονομικών, μάρκετινγκ κλπ. που ιδρύθηκαν σε όλα σχεδόν τα ελληνικά πανεπιστήμια και οι νεοαφιχθέντες από το εξωτερικό κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων και διδακτορικών σε διάφορους κλάδους των οικονομικών και, τέλος, οι πολιτικοί που προσπαθούσαν να αντλήσουν πολιτικά οφέλη από τις μεταβολές της οικονομικής συγκυρίας που δεν έλεγχαν και συχνά ούτε κατανοούσαν. Σ’ αυτό το κλίμα, σχεδόν κανένας δεν ενδιαφερόταν πλέον για το πάγιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, του οποίου η χρηματοδότηση φαινόταν εξασφαλισμένη χάρη στο ευρώ.
Έργο του Τζωρτζ Γκρος
Οι αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι ισχυρές οικονομικά χώρες δεν έχουν επίσης κανένα ενδιαφέρον να εμβαθύνουν στη σχέση ελληνικού δημόσιου χρέους και εμπορικού ελλείμματος. Και, πέρα από την ελληνική περίπτωση, δεν επιθυμούν να διακινδυνέψουν να αποκαλυφθεί η εγγενής ροπή της Ε.Ε. προς τη διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στα μέλη της. «Όταν δημιουργείς έναν κοινό νομισματικό χώρο, τότε επικρατεί η ισχυρότερη οικονομία», παραδέχεται εκ των υστέρων ο Γκ. Σρέντερ με αφορμή τις γαλλογερμανικές σχέσεις (Der Spiegel, 5.9.2011).
Οι ευρωπαίοι ιθύνοντες δεν μπορούν να ομολογήσουν δημόσια την πλήρη αποτυχία των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών πολιτικών, να αντιστρέψουν αυτή τη δυναμική και να εξισώσουν της οικονομικές συνθήκες ανάμεσα στα διάφορα κράτη-μέλη. Ο παλαιότερος στόχος της σύγκλισης του επιπέδου διαβίωσης σε όλη την Ένωση εγκαταλείφθηκε σιωπηρά, και ο υποβιβασμός του βιοτικού επιπέδου στις χώρες που «ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους» θεωρείται όχι μόνο αναπόφευκτος, αλλά και επιθυμητός. Είναι χαρακτηριστικό ότι και εδώ η γερμανική έκφραση “ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους” αναφέρεται στο εμπορικό ισοζύγιο ως πηγή των οικονομικών ανισορροπιών. Στις δημόσιες συζητήσεις στα διεθνή φόρα η ευρωπαϊκή αυτή πολιτική και οι γερμανοί εμπνευστές της κατηγορούνται ότι διακινδυνεύουν να βυθίσουν όλη την Ευρώπη σε μια μακρόχρονη ύφεση.
Η επάνοδος ενός επιθετικού και στριγκού γερμανικού εθνικισμού
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί οι κυβερνώντες στη Γερμανία αψηφούν το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης ύφεσης στην Ευρώπη από την οποία μπορεί να πληγεί και η γερμανική οικονομία. Η απάντηση δεν πρέπει να υποτιμήσει το βάρος του εσωτερικού πολιτικού κλίματος στις αποφάσεις των ιθυνόντων. Η Γερμανία δεν αποτελεί εξαίρεση στη γενικότερη τάση ανόδου των συντηρητικών απόψεων και πολιτικών δυνάμεων, σε όλη την Ευρώπη. Το ιδιαίτερο στοιχείο στη Γερμανία είναι ότι, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι εθνικιστικές αντιδράσεις βγαίνουν τόσο απροκάλυπτα στην επιφάνεια. Εθνικιστικά στερεότυπα και προκαταλήψεις που άλλοτε εκφράζονταν ελεύθερα μόνο μέσα στη νοτισμένη με καπνό και οινόπνευμα ατμόσφαιρα των καπηλειών στα χωριά και τις μικρές πόλεις της Γερμανίας, τώρα απλώνονται στους τίτλους των εφημερίδων και πολλαπλασιάζονται στις δημόσιες παρεμβάσεις των πολιτικών.
Ο γερμανικός εθνικισμός, που την εποχή του Μουντιάλ του 2006 και του διαγωνισμού της Γιουροβίζιον, πριν από δύο χρόνια, εμφανίσθηκε σε μια ατμόσφαιρα γιορτής, σήμερα έχει γίνει πιο στριγκός και επιθετικός. Οι Έλληνες έχουν την τιμητική τους σε αυτές τις εκδηλώσεις, αλλά δεν μένουν άθικτοι και άλλοι ευρωπαϊκοί λαοί. Δεν εννοώ τα μικρά, ολοένα και συχνότερα επεισόδια εθνικιστικών ύβρεων στην καθημερινή ζωή που δέχονται οι Έλληνες στη Γερμανία, αλλά τα δημοσιεύματα του σοβαρού Τύπου. Εάν πριν από δύο χρόνια η ελληνική κοινή γνώμη είχε σοκαριστεί με το εξώφυλλο του περιοδικού Focus, έντυπο το οποίο ούτως ή άλλως επιδιώκει τον εύκολο εντυπωσιασμό, σήμερα αντίστοιχες γελοιογραφίες για τους διεφθαρμένους και τεμπέληδες Έλληνες δημοσιεύονται καθημερινά στις σοβαρές γερμανικές εφημερίδες, χωρίς να συγκινούν πλέον κανέναν.
Εξαιρετικά χαρακτηριστικό του παραδοσιακού γερμανικού «χιούμορ» και του αναγεννημένου γερμανικού εθνικισμού είναι το σχόλιο στην πρώτη σελίδα της Frankfurter Allgemeine Zeitung (27.1.2012): «Οι άνθρωποι και πάνω από όλους οι Έλληνες και οι Αμερικάνοι είναι παράξενα όντα, προ πάντων όταν κατέχονται από πάθη τα οποία, για να το εκφράσουμε επιεικώς, είναι διασκεδαστικά. Το αντίστοιχο με τη διασκέδαση των Ελλήνων να εκνευρίζουν τους Κεντροευρωπαίους είναι για τους Αμερικάνους τα σχέδια, όπως αυτό του Ρεμπουπλικάνου Γκίνγκριχ να μετατρέψει τη Σελήνη στην 51η πολιτεία των ΗΠΑ. Αλλά ακόμα και αν όλοι οι Αμερικάνοι (και οι Έλληνες) ξαλαφρώνοντας τον κόσμο που ασθμαίνει κάτω από το βάρος τους εγκαθίσταντο εκεί…». Το «χιουμοριστικό» αυτό σχόλιο είναι χαρακτηριστικό του γερμανικού μείγματος υπεροψίας και ανασφάλειας: η Γερμανία αισθάνεται τόσο ισχυρή, ώστε δυσανασχετεί με την αμερικανική πρωτοκαθεδρία και ταυτόχρονα νιώθει να απειλείται από την ελληνική αταξία.
Η προφανής οικονομική ισχύς είναι ο δεύτερος, μετά τις ιδεολογικοπολιτικές αδράνειες, και κυριότερος λόγος για την εμφανή γερμανική αδιαφορία στο ενδεχόμενο μιας γενικευμένης ύφεσης στην Ευρώπη. Παρά το γεγονός ότι όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες γλιστράνε στην ύφεση, οι ρυθμοί μεγέθυνσης της γερμανικής οικονομίας δεν έχουν επηρεαστεί σημαντικά, η ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2006. Η εξαιρετική για τα σημερινά ευρωπαϊκά δεδομένα υγεία της γερμανικής οικονομίας οφείλεται σε δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι ότι, κατά την περίοδο της «νέας οικονομίας», οι γερμανοί πολιτικοί και επιχειρηματίες αντιστάθηκαν στον λόγο περί «μεταβιομηχανικής εποχής» που ήταν του συρμού στις άλλες δυτικές κοινωνίες και δεν παραμέλησαν τη βιομηχανική βάση της χώρας. Αντίθετα, βελτίωσαν με μαζικές επενδύσεις και νέες τεχνολογίες, που κατά κανόνα δεν αναπτύχθηκαν στη χώρα αλλά εισήχθηκαν, τους παραδοσιακά ισχυρούς τομείς των μηχανοκατασκευών και των διαρκών καταναλωτικών αγαθών. Σήμερα, η γερμανική βιομηχανία συνεισφέρει το 30% του ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό-ρεκόρ στην Ευρώπη, όπου ο αντίστοιχος γαλλικός βιομηχανικός τομέας συμβάλλει με μόλις 16% στο ΑΕΠ. Η υψηλή συμμετοχή της βιομηχανίας στη Γερμανία διατηρήθηκε, παρά τις απώλειες του κλάδου των καταναλωτικών αγαθών, όπου η γερμανική μεταποίηση, συνεχίζοντας μια τάση συρρίκνωσης δεκαετιών έχει περιορισθεί σε λίγες σχετικά επιχειρήσεις που παράγουν ανώτερης ποιότητας προϊόντα για υψηλές εισοδηματικές κατηγορίες. Χάρη στο μεγάλο βάρος του κλάδου παραγωγής μέσων παραγωγής, ακόμα και η μεταφορά παραγωγικών μονάδων στο εξωτερικό επιδρά θετικά στην εγχώρια απασχόληση.
Η επανένωση των δύο Γερμανιών
Ο δεύτερος λόγος ισχύος της γερμανικής οικονομίας, αλλά ταυτόχρονα και η κρυφή αδυναμία της που θα μπορούσε να την υπονομεύσει στο μέλλον είναι ο τρόπος με τον οποίο η οικονομία και το πολιτικό σύστημα της Δυτικής Γερμανίας διαχειρίστηκε την επανένωση των δύο Γερμανιών. Η αναδρομή σε αυτήν τη γερμανική υπόθεση έχει γενικότερο ενδιαφέρον, γιατί αποκαλύπτει τον τρόπο σκέψης των γερμανών ιθυνόντων, οι οποίοι προσπαθούν να εφαρμόσουν την ίδια συνταγή και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στην Ελλάδα, σε παλαιότερες φάσεις αισιοδοξίας και αφέλειας ως προς την εφαρμογή του Μνημονίου αναφέρθηκε το γερμανικό παράδειγμα, προκειμένου να εφαρμοσθεί στις ιδιωτικοποιήσεις ή στην «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας».
Η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας ξεκίνησε αμέσως μετά την πτώση του τείχους. Η πρώτη φάση αφορούσε την εκκαθάριση του υλικού και ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού της Ανατολικής Γερμανίας ολοκληρώθηκε μέσα στην πρώτη φάση της οικονομικής ενοποίησης μετά την πολιτική επανένωση των δύο Γερμανιών το 1991. Η πρώτη αυτή φάση αφορούσε την εκκαθάριση του υλικού και ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού της Ανατολικής Γερμανίας και ολοκληρώθηκε ουσιαστικά μέχρι το 1993. Η δεύτερη φάση εκτυλίχθηκε μετά το 2005 και αφορούσε τη μείωση του δημοσιονομικού κόστους που συνεπαγόταν η επούλωση των κοινωνικών πληγών τις οποίες είχε ανοίξει η επανένωση.
Ο τρόπος με τον οποίο συγχωνεύθηκαν μετά το 1989 οι οικονομίες των δύο Γερμανιών καθορίσθηκε από δύο στοιχεία. Το πρώτο ήταν ο καθορισμός της ισοτιμίας δυτικογερμανικού προς ανατολικό μάρκο στο 1:2 και όσον αφορά τους μισθούς στο 1:1, ενώ μέχρι τότε η ισοτιμία στην ελεύθερη αγορά ήταν στην καλύτερη περίπτωση 1:3. Ο δεύτερος, η κινητοποίηση ενός ισοπεδωτικού προπαγανδιστικού μηχανισμού, ο οποίος διακήρυξε ως αναμφισβήτητη αλήθεια την πλήρη αποτυχία του κοινωνικού συστήματος της Ανατολικής Γερμανίας, ενώ ταυτόχρονα ενοχοποίησε μαζικά τους Ανατολικογερμανούς όχι γιατί τυχόν το υποστήριξαν ή το ανέχθηκαν, αλλά για το γεγονός και μόνο ότι έζησαν κάτω από αυτό. Σε συνδυασμό με μεμονωμένες τρομοκρατικές ενέργειες που ξύπνησαν τα τυπικά γερμανικά αντανακλαστικά πειθάρχησης στην κρατική εξουσία, αδιάφορο ποια είναι αυτή, παρέλυσε η διάθεση για αντίσταση στις αλλαγές και εξωθήθηκαν στο περιθώριο του πολιτικού συστήματος οι συμπαγείς, σε περιφερειακό επίπεδο, μειοψηφίες (25-30% του εκλογικού σώματος) που αντέδρασαν πολιτικά σε αυτές.
Η ισοτιμία 1:1 για τα μικροποσά μερικών χιλιάδων μάρκων και τους μισθούς ικανοποίησε την ομόθυμη απαίτηση των πολιτών της τέως Ανατολικής Γερμανίας, που ήθελαν να επωφεληθούν από τις καταναλωτικές δυνατότητες της αγοράς της Δυτικής Γερμανίας, στην οποία είχαν επιτέλους ελεύθερη πρόσβαση. Η μαζική στροφή προς τα δυτικά προϊόντα εκμηδένισε διαμιάς τη ζήτηση για τα περισσότερα καταναλωτικά προϊόντα που παράγονταν στην Ανατολική Γερμανία ήδη πριν ολοκληρωθεί η πολιτική ένωση των δύο Γερμανιών. Το αυτοκίνητο Trabant, που μέσα σε λίγες ώρες μετατράπηκε από δημοφιλές καταναλωτικό αγαθό σε μουσειακό είδος συμπυκνώνει αυτήν τη ριζική αλλαγή. Ταυτόχρονα, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και ολόκληρου του ανατολικού μπλοκ εκμηδένισε τη ζήτηση για τα κεφαλαιουχικά αγαθά που προμήθευαν εκεί οι ανατολικογερμανικές επιχειρήσεις.
Η βιομηχανία είχε περιορισμένες δυνατότητες να αντιδράσει με το όπλο των τιμών στην απώλεια των αγορών της, καθώς τα στοιχεία του κόστους της, με πρώτους τους μισθούς, αποτιμούνταν και αυτά με το νέο νόμισμα. Η αποκρατικοποίηση του παραγωγικού δυναμικού, που θα πραγματοποιούνταν ούτως η άλλως κάποτε, μετά την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος έγινε γρήγορα επιτακτική οικονομική ανάγκη. Ταυτόχρονα, το σύνολο σχεδόν των μέσων μαζικής ενημέρωσης παρουσίαζε τις ιδιωτικοποιήσεις σαν συνώνυμο της πολιτικής ελευθερίας.
Τον Μάρτιο του 1990 ιδρύθηκε η «Αρχή για την καταπιστευτική διαχείριση της «λαϊκής» (κρατικής) ιδιοκτησίας» στην οποία μεταβιβάσθηκε όλη η κρατική περιουσία, με σκοπό τη διαφύλαξή της. Με την επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων και την προϊούσα αποσύνθεση της παραγωγικής μηχανής της Ανατολικής Γερμανίας, τον Ιούνιο του ίδιου έτους ψηφίζεται ένας νέος νόμος που έφερε ως ημερομηνία 17 Ιούνη (συμβολική αναφορά στην εξέγερση των εργατών στο Ανατολικό Βερολίνο στις 17 Ιούνη 1953), ο οποίος όρισε πλέον ως σκοπό της αρχής, που έμεινε γνωστή ως η Treuhand (το καταπίστευμα), «την ιδιωτικοποίηση και αναδιοργάνωση» της λαϊκής ιδιοκτησίας. Η περιουσία αυτή περιλάμβανε πάνω από 8.500 κρατικές επιχειρήσεις με 4 εκατομμύρια εργαζόμενους ως προσωπικό, εκατομμύρια στρέμματα αγροτικής γης και δασών, την περιουσία των υπουργείων και του στρατού, μαζικών οργανώσεων και των πολιτικών κομμάτων.
Οι δύο επιμέρους στόχοι του νέου νόμου για την Treuhand («αναδιοργάνωση και ιδιωτικοποίηση») αποδείχθηκαν, κάτω από τις κρατούσες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, ασύμβατοι. Την οδυνηρή αυτή διαπίστωση έκανε ο επικεφαλής της αρχής Detlev Karsten Rohwedder, ο οποίος είχε σημαντική εμπειρία διοίκησης στο δημόσιο, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα της Δυτικής Γερμανίας. Οι προσπάθειές του να εξυγιάνει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων πριν τις ιδιωτικοποιήσει και να διατηρήσει έτσι σημαντικό μέρος του προσωπικού τους τον έφερε σε σύγκρουση με την κυβέρνηση, που ήθελε να περιορίσει το γρηγορότερο δυνατόν το κόστος της διατήρησης ανατολικογερμανικών επιχειρήσεων, και με τους επιχειρηματικούς κύκλους της Δυτικής Γερμανίας που είχαν την πλειοψηφία στο διοικητικό των συμβούλιο της Treuhand και ζητούσαν την άμεση ιδιωτικοποίηση. Προς την ίδια κατεύθυνση πίεζαν και οι δυτικοί σύμμαχοι της Γερμανίας. Η πλάστιγγα έγειρε οριστικά προς αυτήν την πλευρά μετά τη δολοφονία την 1η Απριλίου 1991 του Ρόβεντερ από δράστες που παραμένουν ακόμα άγνωστοι — η ενέργεια αποδόθηκε χωρίς αποδείξεις στη RAF.
Ο Χρήστος Χατζηιωσήφ διδάσκει σύγχρονη ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου