Πολλοί φαίνεται να συμφωνούν με την άποψη ότι δεν πρέπει να μειώσουμε πολύ τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων. Αν δεν μιλάνε μόνο από ιδιοτέλεια, η γνώμη τους βασίζεται συνήθως στο επιχείρημα ότι ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν «υφεσιακό», γιατί θα αφαιρούσε την αγοραστική δύναμη αυτών των ανθρώπων από την οικονομία. Η άποψη αυτή ακούγεται λογική, αλλά είναι μια από τις πιο διαδεδομένες εσφαλμένες ιδέες στην οικονομική σκέψη, όπως περιέγραψε πριν από πολλά χρόνια ο οικονομολόγος Henry Hazlitt στο περίφημο βιβλίο του Economics in One Lesson (1946). Το βιβλίο δημοσιεύθηκε έναν χρόνο μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν στην Αμερική ήταν διάχυτη η ανησυχία ότι η αποστράτευση θα δημιουργούσε μεγάλη ανεργία, αφού δεν θα βρισκόντουσαν αρκετές θέσεις εργασίας για τους πρώην στρατιώτες. Ο Hazlitt εξηγεί ότι αυτή η ανησυχία δημιουργείται επειδή, όπως συμβαίνει σε όλες σχεδόν τις εσφαλμένες οικονομικές ιδέες, βλέπουμε μόνο την μία πλευρά του νομίσματος. Ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση πρέπει να εισπράττει φόρους για να πληρώνει τον στρατό. Μετά την αποστράτευση, όμως, σταματάει να πληρώνει τους περισσότερους στρατιώτες και είναι σε θέση να επιστρέψει τα χρήματα που χρειαζόταν για τον σκοπό αυτό στους φορολογουμένους. Και οι φορολουγούμενοι, από την πλευρά τους, έχουν περισσότερα λεφτά να αγοράσουν περισσότερα προϊόντα και υπηρεσίες· αυτή η επιπλέον ιδιωτική ζήτηση δημιουργεί καινούργιες θέσεις εργασίας και για τους πρώην στρατιώτες, όπως έγινε και στην πραγματικότητα της μεταπολεμικής Αμερικής.
Το ίδιο ισχύει, όπως εξηγεί ο Hazlitt, και για περιττούς δημόσιους υπαλλήλους που δεν προσφέρουν χρήσιμες υπηρεσίες ανάλογες με τις αμοιβές που απολαμβάνουν. Πάλι βλέπουμε συνήθως μόνο την αγοραστική δύναμη αυτών των ανθρώπων, αλλά ξεχνάμε την αντίστοιχη αγοραστική δύναμη που αφαιρείται από τους φορολογουμένους που αναγκάζονται να τους συντηρούν. Το κράτος δεν μπορεί να δημιουργήσει αγοραστική δύναμη, απλώς την αφαιρεί από μία, συνήθως μεγάλη, ομάδα και την μεταφέρει σε μία άλλη, συνήθως πιο μικρή. Αυτό ισχύει για κάθε δεδομένο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού, ανεξάρτητα αν είναι ελλειμματικό ή όχι.
Όμως, η ιστορία δεν σταματάει εδώ. Οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να βρουν δουλειά στον ιδιωτικό τομέα, είτε ως υπάλληλοι είτε δημιουργώντας μια δική τους επιχείρηση. Η αυξημένη αγοραστική δύναμη των φορολογουμένων ενθαρρύνει αυτή την προσπάθεια. Θα βρουν δουλειά όμως μόνον αν προσφέρουν χρήσιμες υπηρεσίες σε αυτούς που προσφέρουν αντίστοιχες δουλειές. Αυτοί είναι οι μελλοντικοί πελάτες τους ή οι πελάτες των εργοδοτών τους. Από δημόσιοι υπάλληλοι που υποστηρίζονται από φορολογούμενους πολίτες, οι περισσότεροι δεν θα γίνουν απλώς πολίτες που υποστηρίζονται από άλλους πολίτες, αλλά πολίτες που υποστηρίζουν τους εαυτούς τους, προσφέροντας κάτι χρήσιμο που ζητάνε οι υπόλοιποι πολίτες. Μόνο με αυτόν τον τρόπο η συνολική εθνική παραγωγή και ευημερία αυξάνονται.
O Hazlitt διευκρινίζει ότι δεν μιλάει για δημόσιους υπαλλήλους που προσφέρουν πραγματικά αναγκαίες δημόσιες υπηρεσίες, όπως αστυνομικοί, πυροσβέστες, δικαστές, νομοθέτες και όλοι οι άλλοι που επιτρέπουν στον ιδιωτικό τομέα να λειτουργεί σε ένα περιβάλλον ευνομίας, τάξης, ασφάλειας, ελευθερίας και ειρήνης. Ο οικονομολόγος τονίζει ότι η δικαιολογία για την μισθοδοσία αυτών των δημόσιων λειτουργών από τους υπόλοιπους πολίτες είναι η χρησιμότητα των υπηρεσιών τους, όχι η αγοραστική τους δύναμη. Στο τέλος χρησιμοποιεί ένα προκλητικό αλλά και αποκαλυπτικό παράδειγμα για να επεξηγήσει με πιο σαφή τρόπο γιατί το επιχείρημα της αγοραστικής δύναμης είναι εσφαλμένο. Αν το επιχείρημα αυτό ήταν σωστό, μας λέει, θα ίσχυε και για έναν κλέφτη: “Αφού αυτός κλέψει τα λεφτά σου, έχει περισσότερη αγοραστική δύναμη. Με αυτά υποστηρίζει μπαρ, εστιατόρια, νυχτερινά κέντρα, ράφτες, ίσως και υπαλλήλους στην βιομηχανία αυτοκινήτων. Αλλά για κάθε μία επιπλέον δουλειά που υποστηρίζει αυτός ξοδεύοντας τα λεφτά σου, εσύ υποστηρίζεις μία δουλειά λιγότερη, αφού τα δικά σου χρήματα είναι τώρα μειωμένα. Με τον ίδιο τρόπο, οι φορολογούμενοι υποστηρίζουν μία δουλειά λιγότερη για κάθε θέση που υποστηρίζεται από τα χρήματα που ξοδεύει ο δημόσιος υπάλληλος. Αν ένας κλέφτης αφαιρέσει τα χρήματά σου δεν παίρνεις τίποτα εις αντάλλαγμα. Αν τα χρήματά σου αφαιρούνται μέσω φόρων για να πληρωθούν περιττοί γραφειοκράτες, συμβαίνει ακριβώς το ίδιο.” Το παράδειγμα είναι όντως προκλητικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και λάθος. Το τελικό συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε ο Hazlitt πριν από 66 χρόνια, περιέχει ένα μήνυμα για την σημερινή Ελλάδα: “Αν δεν μπορούμε να βρούμε κανένα καλύτερο επιχείρημα για την διατήρηση οποιασδήποτε ομάδας δημόσιων λειτουργών από την ανάγκη να διατηρήσουμε την αγοραστική τους δύναμη, τότε μάλλον ήρθε η ώρα να απαλλαγούμε από αυτούς.”
Το ίδιο ισχύει, όπως εξηγεί ο Hazlitt, και για περιττούς δημόσιους υπαλλήλους που δεν προσφέρουν χρήσιμες υπηρεσίες ανάλογες με τις αμοιβές που απολαμβάνουν. Πάλι βλέπουμε συνήθως μόνο την αγοραστική δύναμη αυτών των ανθρώπων, αλλά ξεχνάμε την αντίστοιχη αγοραστική δύναμη που αφαιρείται από τους φορολογουμένους που αναγκάζονται να τους συντηρούν. Το κράτος δεν μπορεί να δημιουργήσει αγοραστική δύναμη, απλώς την αφαιρεί από μία, συνήθως μεγάλη, ομάδα και την μεταφέρει σε μία άλλη, συνήθως πιο μικρή. Αυτό ισχύει για κάθε δεδομένο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού, ανεξάρτητα αν είναι ελλειμματικό ή όχι.
Όμως, η ιστορία δεν σταματάει εδώ. Οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να βρουν δουλειά στον ιδιωτικό τομέα, είτε ως υπάλληλοι είτε δημιουργώντας μια δική τους επιχείρηση. Η αυξημένη αγοραστική δύναμη των φορολογουμένων ενθαρρύνει αυτή την προσπάθεια. Θα βρουν δουλειά όμως μόνον αν προσφέρουν χρήσιμες υπηρεσίες σε αυτούς που προσφέρουν αντίστοιχες δουλειές. Αυτοί είναι οι μελλοντικοί πελάτες τους ή οι πελάτες των εργοδοτών τους. Από δημόσιοι υπάλληλοι που υποστηρίζονται από φορολογούμενους πολίτες, οι περισσότεροι δεν θα γίνουν απλώς πολίτες που υποστηρίζονται από άλλους πολίτες, αλλά πολίτες που υποστηρίζουν τους εαυτούς τους, προσφέροντας κάτι χρήσιμο που ζητάνε οι υπόλοιποι πολίτες. Μόνο με αυτόν τον τρόπο η συνολική εθνική παραγωγή και ευημερία αυξάνονται.
O Hazlitt διευκρινίζει ότι δεν μιλάει για δημόσιους υπαλλήλους που προσφέρουν πραγματικά αναγκαίες δημόσιες υπηρεσίες, όπως αστυνομικοί, πυροσβέστες, δικαστές, νομοθέτες και όλοι οι άλλοι που επιτρέπουν στον ιδιωτικό τομέα να λειτουργεί σε ένα περιβάλλον ευνομίας, τάξης, ασφάλειας, ελευθερίας και ειρήνης. Ο οικονομολόγος τονίζει ότι η δικαιολογία για την μισθοδοσία αυτών των δημόσιων λειτουργών από τους υπόλοιπους πολίτες είναι η χρησιμότητα των υπηρεσιών τους, όχι η αγοραστική τους δύναμη. Στο τέλος χρησιμοποιεί ένα προκλητικό αλλά και αποκαλυπτικό παράδειγμα για να επεξηγήσει με πιο σαφή τρόπο γιατί το επιχείρημα της αγοραστικής δύναμης είναι εσφαλμένο. Αν το επιχείρημα αυτό ήταν σωστό, μας λέει, θα ίσχυε και για έναν κλέφτη: “Αφού αυτός κλέψει τα λεφτά σου, έχει περισσότερη αγοραστική δύναμη. Με αυτά υποστηρίζει μπαρ, εστιατόρια, νυχτερινά κέντρα, ράφτες, ίσως και υπαλλήλους στην βιομηχανία αυτοκινήτων. Αλλά για κάθε μία επιπλέον δουλειά που υποστηρίζει αυτός ξοδεύοντας τα λεφτά σου, εσύ υποστηρίζεις μία δουλειά λιγότερη, αφού τα δικά σου χρήματα είναι τώρα μειωμένα. Με τον ίδιο τρόπο, οι φορολογούμενοι υποστηρίζουν μία δουλειά λιγότερη για κάθε θέση που υποστηρίζεται από τα χρήματα που ξοδεύει ο δημόσιος υπάλληλος. Αν ένας κλέφτης αφαιρέσει τα χρήματά σου δεν παίρνεις τίποτα εις αντάλλαγμα. Αν τα χρήματά σου αφαιρούνται μέσω φόρων για να πληρωθούν περιττοί γραφειοκράτες, συμβαίνει ακριβώς το ίδιο.” Το παράδειγμα είναι όντως προκλητικό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και λάθος. Το τελικό συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε ο Hazlitt πριν από 66 χρόνια, περιέχει ένα μήνυμα για την σημερινή Ελλάδα: “Αν δεν μπορούμε να βρούμε κανένα καλύτερο επιχείρημα για την διατήρηση οποιασδήποτε ομάδας δημόσιων λειτουργών από την ανάγκη να διατηρήσουμε την αγοραστική τους δύναμη, τότε μάλλον ήρθε η ώρα να απαλλαγούμε από αυτούς.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου