Οσοι αγαπούμε την αστυνομική λογοτεχνία, τις αστυνομικές ταινίες και τις αστυνομικές σειρές δεν μπορεί παρά να έχουμε γοητευτεί από τις δυνατότητες της σύγχρονης επιστήμης. Μια «ανθυποτρίχα» από τα μαλλιά ή μια υποψία ίνας από το ύφασμα του παντελονιού τού συνήθως υπεράνω υποψίας δράστη είναι αρκετή για να τον οδηγήσει στο δικαστήριο και μετά πίσω από τα κάγκελα. Στην πραγματική ζωή όμως η κατάσταση δεν είναι τόσο ειδυλλιακή όσο στα μυθιστορήματα και στις ταινίες. Η επιστήμη δεν δύναται πάντα να συμβάλει στην έλευση της κάθαρσης, καθώς οι τεχνικές ενέχουν και ένα ποσοστό αποτυχίας (ή αμφιβολίας), ενώ στις δικαστικές αίθουσες απαιτείται η μεγαλύτερη δυνατή βεβαιότητα. Δεδομένου ότι αθώοι μπορεί να βρεθούν στη φυλακή και ένοχοι να αφεθούν να συνεχίζουν ελεύθεροι τις ειδεχθείς πράξεις τους, μια τεράστια συζήτηση έχει ανοίξει διεθνώς προκειμένου να καθοριστούν τα όρια των δυνατοτήτων των επιστημονικών εφαρμογών για δικαστικούς λόγους. Σας μεταφέρουμε τους προβληματισμούς όπως αυτοί αναπτύχθηκαν σε πρόσφατο αφιέρωμα της επιστημονικής επιθεώρησης «Νature».
Υπάρχει «εγκληματικός» εγκέφαλος;
Πόσο ευθύνεται ένας κατά συρροήν βιαστής και δολοφόνος για τις πράξεις του; Αν εξετάσει κανείς αυτό το ερώτημα αποστασιοποιημένα και θεωρητικά, είναι πολύ πιθανό να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για έναν πολύ άρρωστο (ψυχικά) άνθρωπο ο οποίος χρήζει θεραπευτικής αγωγής. Θα συμφωνούσε όμως με αυτή την άποψη η μητέρα ενός θύματος του εν λόγω βιαστή και δολοφόνου; Ιδιαίτερα αν το συγκεκριμένο θύμα δεν ήταν παρά 10 μόλις ετών! Η περίπτωση ενός τέτοιου ανθρώπου δίχασε προσφάτως την επιστημονική κοινότητα στις ΗΠΑ: ο Μπράιαν Ντούγκαν, σήμερα ηλικίας 52 ετών, έχει περάσει ήδη μία 20ετία στη φυλακή, ενώ σύντομα αναμένεται να εκτελεστεί η θανατική καταδίκη που του επιβλήθηκε για μια σειρά βιασμών και φόνων που διέπραξε τη δεκαετία του ΄80. Σε μια προσπάθεια να αποφύγουν την εσχάτη των ποινών οι συνήγοροί του ζήτησαν να εξεταστεί ο Ντούγκαν από τον Κεντ Κιλ, έναν νευροεπιστήμονα του Πανεπιστημίου του Νέου Μεξικού στο Αλμπουκερκ των ΗΠΑ.
Τα τελευταία 16 χρόνια ο Κιλ μελετά εγκεφάλους ανδρών που διέπραξαν εν ψυχρώ στυγερά εγκλήματα και οι οποίοι είναι σε θέση να τα περιγράψουν χωρίς ίχνος μεταμέλειας. Πρόκειται για διαταραγμένα άτομα τα οποία, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του νευροεπιστήμονα, αποτελούν το 1% των ενηλίκων ανδρών και το 25% των τροφίμων των ανδρικών φυλακών. Για τη μελέτη του ο Κιλ αξιοποιεί τη μαγνητική τομογραφία λειτουργικού συντονισμού (fΜRΙ, functional Μagnetic Resonance Τomography). Πρόκειται για μια τεχνική απεικόνισης του εγκεφάλου η οποία σε μια δεδομένη στιγμή καταδεικνύει τις περιοχές του εγκεφάλου που εμφανίζουν αυξημένη ενεργότητα. Εχοντας συγκεντρώσει δεδομένα από 1.000 και πλέον τέτοια άτομα, ο Κιλ έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι εγκέφαλοί τους τείνουν να εμφανίζουν χαρακτηριστικά ελαττώματα στις περιοχές που σχετίζονται με τις αναμνήσεις αλλά και με τα συναισθήματα. Ο Κιλ αναφέρει ως στόχο της εργασίας του την προσπάθεια ανεύρεσης θεραπειών ώστε τα άτομα αυτά να πάψουν να διαπράττουν τέτοια εγκλήματα.
Αλλο η έρευνα, άλλο η δίκη
Οι συνήγοροι του Ντούγκαν όμως προσέγγισαν τον Κιλ έχοντας έναν διαφορετικό στόχο: να αποδείξουν με τη βοήθειά του ότι ο πελάτης τους ήταν ψυχοπαθής και άρα δεν έφερε ευθύνη για τις πράξεις του. Ο Κιλ εξέτασε τον Ντούγκαν και διεπίστωσε πράγματι ότι εμπίπτει στην κατηγορία των ψυχοπαθών εγκληματιών. Ετσι, τον περασμένο Νοέμβριο κλήθηκε να παρουσιάσει τα ευρήματά του στο δικαστήριο. Την επομένη της 6ωρης κατάθεσης του Κιλ, ο Τζόναθαν Μπρόντι, ψυχίατρος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, κατέθεσε την άποψή του σχετικά με τη φερεγγυότητα της μαγνητικής τομογραφίας λειτουργικού συντονισμού στη συγκεκριμένη υπόθεση. Σύμφωνα λοιπόν με τον Μπρόντι, η εργασία του Κιλ ήταν από τεχνικής απόψεως εξαιρετική, αλλά τα ευρήματά του δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την εκδίκαση της υπόθεσης για μια σειρά λόγους.
Κατ΄ αρχάς, η εξέταση του εγκεφάλου του Ντούγκαν πραγματοποιήθηκε 26 χρόνια μετά το έγκλημα. Καθώς η τομογραφία αυτή φανερώνει τι γίνεται στον εγκέφαλο τη στιγμή και μόνο της εξέτασης, δεν αποκαλύπτει τίποτε για την κατάσταση του εγκεφάλου του Ντούγκαν την εποχή που διέπραξε τα εγκλήματά του. Επιπροσθέτως, το να διαπιστωθεί ότι ο εγκέφαλός του έμοιαζε με τους εγκεφάλους των άλλων δολοφόνων που είχε εξετάσει ο Κιλ δεν ήταν παρά ένα αναμενόμενο εύρημα.
Ενας δεύτερος λόγος για τον οποίο ο Μπρόντι υποστήριξε ότι τα ευρήματα του Κιλ δεν είχαν θέση στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν ο εξής: η μαγνητική τομογραφία λειτουργικού συντονισμού αξιοποιείται κυρίως για ερευνητικούς σκοπούς και είναι καλή για την ανεύρεση κοινών χαρακτηριστικών σε ομάδες ατόμων, αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να παράσχει πληροφορίες διαγνωστικού χαρακτήρα για μεμονωμένα άτομα. Χαρακτηριστικά ο Μπρόντι δήλωσε ότι «αν κοιτάξουμε τους επαγγελματίες παίκτες του μπάσκετ, θα διαπιστώσουμε ότι πιθανότατα είναι ψηλοί.Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι ψηλοί άνθρωποι είναι επαγγελματίες παίκτες του μπάσκετ». Με άλλα λόγια, υπάρχουν πιθανότατα πολλοί άνθρωποι εκεί έξω με εγκεφάλους που διαθέτουν τα χαρακτηριστικά του Ντούγκαν αλλά δεν είναι όλοι εγκληματίες και ως εκ τούτου δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο εγκέφαλος του συγκεκριμένου είναι τέτοιος που να τον οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στα εγκλήματά του. Οι ένορκοι δεν πείστηκαν από τα ευρήματα του Κιλ και αποφάσισαν υπέρ της εκτέλεσης της θανατικής ποινής του. Και ενώ οι συνήγοροι του Ντούγκαν ετοιμάζονται να ασκήσουν έφεση και να φέρουν την υπόθεση στο ανώτατο δικαστήριο των ΗΠΑ, το θέμα της αξιοποίησης των τεχνικών απεικόνισης του εγκεφάλου για δικαστικούς λόγους έχει ανοίξει και φαίνεται ότι θα απασχολήσει για καιρό νομικούς και επιστήμονες. «Οι εγκέφαλοι δεν σκοτώνουν ανθρώπους. Οι άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους» λέει ο Στέφεν Μορς, καθηγητής Νομικής και Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας, ο οποίος ωστόσο αναγνωρίζει την ανάγκη των δικαστικών αρχών για αξιόπιστες επιστημονικές αποδείξεις που θα συνέβαλλαν στην απόδοση δικαιοσύνης. Ετσι, ο Μoρς διευθύνει ένα πρόγραμμα που στοχεύει να φέρει στο ίδιο τραπέζι δικαστές, νομικούς και επιστήμονες ώστε να εξετασθεί με ποιον τρόπο οι πρόοδοι των νευροεπιστημών θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στις δικαστικές αίθουσες. Το πόσο επείγον είναι να ολοκληρωθεί αυτό το πρόγραμμα φαίνεται από το γεγονός και μόνο ότι ο Κιλ έχει κατακλυσθεί από αιτήματα συνηγόρων άλλων εγκληματιών για εξέταση των πελατών τους.
Είναι απόδειξη τα αποτυπώματα;
Το παρακάτω σενάριο είναι τόσο κοινό ώστε γίνεται αυτομάτως πιστευτό: ο κατηγορούμενος αρνείται συστηματικά ότι βρέθηκε στο σημείο του εγκλήματος. Τα λαγωνικά της Αστυνομίας όμως ανακαλύπτουν την αδιάσειστη απόδειξη, τα αποτυπώματά του σε ένα ποτήρι που στον πανικό ξέχασε να σκουπίσει. Ετσι, η υπόθεση κλείνει και το καλό θριαμβεύει για άλλη μία φορά. Ε, λοιπόν ακόμη και τα δακτυλικά αποτυπώματα δεν θα έπρεπε να θεωρούνται αδιάσειστη απόδειξη. Πάρτε για παράδειγμα την περίπτωση του αμερικανού δικηγόρου Μπράντον Μέιφιλντ, ο οποίος συνελήφθη και κρατήθηκε για περίπου δυόμισι εβδομάδες με την κατηγορία ότι έλαβε μέρος στο τρομοκρατικό χτύπημα που κόστισε τη ζωή σε 191 επιβάτες του μετρό της Μαδρίτης στις 11 Μαρτίου του 2004. Η σύλληψη του αμερικανού δικηγόρου έγινε έπειτα από ταυτοποίηση δακτυλικών αποτυπωμάτων τα οποία βρέθηκαν πάνω σε τμήμα του εκρηκτικού μηχανισμού. Μόνο μετά τη σύλληψη ενός τρομοκράτη αλγερινής καταγωγής, του οποίου τα δακτυλικά αποτυπώματα ταυτίστηκαν με εκείνα του εκρηκτικού μηχανισμού, ο Μέιφιλντ αφέθηκε ελεύθερος. Αργότερα το FΒΙ παραδέχθηκε ότι είχε διαπράξει μια σειρά λάθη στη διαδικασία ταυτοποίησης του ελλιπούς δακτυλικού αποτυπώματος που είχε βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος.
Τα δακτυλικά αποτυπώματα είναι χωρίς αμφιβολία ιδανικά για δικαστικούς σκοπούς: σχηματίζονται κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής ζωής μας υπό την επίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που εξασφαλίζουν ότι θα είναι όντως διαφορετικά για κάθε άτομο (ακόμη και οι ομοζυγωτικοί δίδυμοι έχουν διαφορετικά αποτυπώματα), παραμένουν απαράλλαχτα για όλη τη ζωή μας (με την εξαίρεση τραυματισμών) και χάρη στη φυσική λιπαρότητα του ανθρωπίνου δέρματος αφήνουν το αποτύπωμά τους σε κάθε επιφάνεια που αγγίζουμε. Στον έναν και πλέον αιώνα που αξιοποιούνται δικαστικά, ένας τεράστιος αριθμός εγκληματιών οδηγήθηκε στη Δικαιοσύνη. Τι συμβαίνει λοιπόν; Γιατί σε μια περυσινή αναφορά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ σημειωνόταν ότι ενώ τα δακτυλικά αποτυπώματα «παρέχουν μεν πολύτιμη πληροφορία, η επί μακρόν διαδεδομένη θεώρηση όμως ότι τα ποσοστά λάθους της μεθόδου είναι μηδενικά δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστημονικά ορθή»;
Πώς γίνεται το λάθος
Σύμφωνα με τους ειδήμονες, η συντριπτική πλειονότητα των δακτυλικών αποτυπωμάτων που εξετάζονται κάθε χρόνο είναι τόσο ξεκάθαρα ώστε τα ποσοστά λάθους να αγγίζουν πράγματι το μηδέν. Ωστόσο υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου τα δακτυλικά αποτυπώματα δεν είναι ξεκάθαρα, π.χ. όταν το χέρι έχει συρθεί πάνω σε μια επιφάνεια. Ή ακόμη όταν το αποτύπωμα δεν είναι ολόκληρο. Σε αυτές τις περιπτώσεις η πιθανότητα λάθους είναι αυξημένη και μαζί η πιθανότητα να κατηγορηθεί κάποιος αθώος.
Σύμφωνα με την ψυχολόγο Λιν Χάμπερ, είναι κεφαλαιώδους σημασίας τα διάφορα στάδια της μελέτης των δακτυλικών αποτυπωμάτων να γίνονται από διαφορετικά άτομα. Ετσι, άλλος πρέπει να κάνει την ανάλυση του δείγματος η οποία θα εντοπίσει τα προς σύγκριση χαρακτηριστικά σημεία του αποτυπώματος και άλλος θα πρέπει να κάνει τη σύγκριση με δείγματα της βάσης δεδομένων. Με τον τρόπο αυτόν μειώνεται το υποκειμενικό ψυχολογικό λάθος της αναζήτησης του να βλέπει κανείς αυτό που θα ήθελε. (Αξίζει να σημειωθεί ότι το FΒΙ παραδέχθηκε ότι αυτό ήταν ένα από τα λάθη που έγιναν στην περίπτωση του Μέιφιλντ!).
Οι ειδικοί συστήνουν επίσης την ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων της σύγκρισης σε περιπτώσεις όπου τα αποτελέσματα δεν είναι ξεκάθαρα, και τονίζουν ότι θα έπρεπε τα δακτυλικά αποτυπώματα να θεωρούνται πλήρως αξιόπιστα μόνο όταν μια σειρά άλλες ενδείξεις έχει δραματικά μειώσει τον αριθμό των υπόπτων.
Πότε το DΝΑ «ψεύδεται»;
Η ιατροδικαστική βίωσε μια πραγματική επανάσταση τη δεκαετία του ΄80, όταν ο άγγλος γενετιστής Αλεκ Τζέφρις ανέπτυξε τη μέθοδο του αποτυπώματος DΝΑ. Με δεδομένο ότι το DΝΑ καθενός από εμάς είναι μοναδικό (εξαίρεση αποτελούν οι ομοζυγωτικοί δίδυμοι) και αποτελεί πραγματικά τη συνταγή βάσει της οποίας δημιουργούμαστε, η αξιοποίησή του για δικαστικούς σκοπούς ήταν ζήτημα χρόνου. Ο Τζέφρις (που χάρη στην ευφυή ιδέα του τιμήθηκε από τη βασίλισσα με τον τίτλο του Σερ) εστίασε σε μικρές επαναλαμβανόμενες περιοχές του DΝΑ που ονομάζονται SΤRs (Short Τandem Repeats). Ο αριθμός και το μήκος αυτών των περιοχών ποικίλλει τόσο πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο ώστε ο υπολογισμός ορισμένων από αυτά (μεταξύ 10 και 17) να δίνει τη δυνατότητα να αποφανθεί κανείς αν το DΝΑ που εντοπίστηκε στον τόπο ενός εγκλήματος ανήκει ή όχι σε κάποιον κατηγορούμενο.
Η αξιοπιστία της μεθόδου είναι τέτοια που έχει χρησιμοποιηθεί και για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης σε εγκλήματα που είχαν παραμείνει ανεξιχνίαστα ως την εμφάνισή της. Επίσης χρησιμοποιείται κατά κόρον σε τεστ πατρότητας όπου πράγματι δίνει αδιάσειστες απαντήσεις. Φαίνεται όμως ότι ακόμη και αυτή η μέθοδος παρέχει έδαφος για αμφισβήτηση. Οχι σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά σε εκείνες όπου το DΝΑ που βρίσκεται σε τόπο εγκλήματος δεν είναι αρκετό. Εν αντιθέσει δηλαδή προς περιπτώσεις όπως το τεστ πατρότητας, όπου η μητέρα, το τέκνο και ο πιθανός πατέρας παρέχουν ικανές ποσότητες DΝΑ προς εξέταση, οι αστυνομικές αρχές έχουν συχνά να λύσουν δυσκολότερα προβλήματα. Το φαινόμενο να υπάρχει DΝΑ σε πολύ μικρές ποσότητες (παραδείγματος χάριν, όσο μπορεί να εξαχθεί από τη ρίζα μιας τρίχας) είναι πολύ συχνό. Ετσι πριν από την ανάλυση του δείγματος αναγκάζονται να προβούν σε ένα στάδιο πολλαπλασιασμού του ανευρεθέντος DΝΑ.
Αυτό ακριβώς το στάδιο πολλαπλασιασμού δημιουργεί το πρόβλημα: σύμφωνα με τους ειδικούς, αν αυτό το στάδιο δεν γίνει σωστά μπορεί να οδηγήσει σε ψευδή αποτελέσματα. Ειδικότερα, μια μόλυνση του δείγματος με άλλο DΝΑ (ακόμη και του ατόμου που χειρίζεται τα δείγματα!) μπορεί να έχει αποτέλεσμα την αθώωση του αληθινού δράστη και να οδηγήσει έναν αθώο σε μια δραματική περιπέτεια. Ως σήμερα διαφορετικοί δικαστές κατέληξαν σε διαφορετική απόφαση όταν έπρεπε να λάβουν υπόψη τα αποτελέσματα της παραπάνω μεθόδου: άλλοι δέχθηκαν τα αποτελέσματά της και άλλοι τα απέρριψαν. Καθώς όμως πρόκειται για μια μέθοδο που έχει τη δυνατότητα να αποκαλύψει δράστες με μεγάλη βεβαιότητα, το ζητούμενο, σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι αυτή να εφαρμόζεται υπό συνθήκες που εξασφαλίζουν την αξιοπιστία της.
ΤΑ ΒΑΚΤΗΡΙΑ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΤΟΝ ΚΛΕΦΤΗ!
Μπορεί οι επιστημονικές μέθοδοι που αξιοποιούνται ήδη από τις δικαστικές αρχές να χρειάζονται επαναπροσδιορισμό, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν και νέες. Η πλέον πρόσφατη προέκυψε από το πεδίο της Μικροβιολογίας και μπορεί να οδηγήσει σε δακτυλικά αποτυπώματα διαφορετικού τύπου.
Σύμφωνα με άρθρο αμερικανών ερευνητών του Πανεπιστημίου Βoulder στο Κολοράντο στην επιθεώρηση «ΡΝΑS», ο καθένας από εμάς φέρει ένα μοναδικό βακτηριακό φορτίο, φέρει δηλαδή ένα διαφορετικό οικοσύστημα μικροοργανισμών. Καθώς κάθε φορά που ακουμπούμε ένα αντικείμενο αφήνουμε και ένα μέρος αυτού του φορτίου πάνω του, οι αμερικανοί επιστήμονες θέλησαν να δοκιμάσουν αν μπορούσαν από τη μελέτη του βακτηριακού φορτίου να φτάσουν στον ξενιστή του (στο άτομο που φιλοξενεί αυτές τις ομάδες βακτηρίων). Οι ερευνητές πήραν βακτηριακά δείγματα από πληκτρολόγια υπολογιστών και, αφού ανέλυσαν το γενετικό προφίλ τους, πέτυχαν να αντιστοιχίσουν τα δείγματα με τους κατόχους των υπολογιστών. Αν και η μέθοδος είναι «στα σκαριά», οι αμερικανοί επιστήμονες εκτιμούν ότι οι δυνατότητές της είναι τεράστιες και πως σύντομα θα αποτελέσει ένα ακόμη όπλο του Καλού ενάντια στο Κακό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου