του Θέμη Τζήμα
Οι ελληνικές εκλογές της 17ης Ιούνη έκαναν κακό στην Ευρωζώνη: έστειλαν το μήνυμα στην αντιδραστική ηγεσία της Γερμανίας ότι ο εκβιασμός της πέρασε. Δεν έχει σημασία αν αυτή είναι η πλέον ακριβής ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος. Αυτό συνήγαγε ο ξένος παράγοντας και ειδικά η γερμανική ηγεσία.
Η γερμανική ηγεσία λοιπόν συνεχίζει ακάθεκτη, με αυστηρή προσήλωση στην ίδια στρατηγική που εφαρμόζει από την έναρξη της κρίσης μαζί με τους- εκόντες άκοντες- συνεργάτες της στην ευρωζώνη. Δε φταίει για αυτό μόνο το ελληνικό εκλογικό αποτέλεσμα. Ωστόσο θα μπορούσε ένα άλλο αποτέλεσμα να αποτελέσει ένα σημείο καμπής. Να ωθήσει με σκληρό τρόπο στην επαναφορά στην πραγματικότητα της πολύπλευρης αποτυχίας της πολιτικής του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού και μονεταρισμού, ενώπιον της οποίας θα έπρεπε να ληφθούν στρατηγικού χαρακτήρα αποφάσεις. Δυστυχώς, αυτό το ορόσημο χάθηκε.
Πλέον λοιπόν προετοιμαζόμαστε για άλλη μια «κρίσιμη» σύνοδο κορυφής, όπου η συζήτηση και τα
αποτελέσματα θα είναι όπως όλα δείχνουν μια από τα ίδια.
Συζήτηση μόνο για τα συμπτώματα της κρίσης- κρίση χρέους, δανεισμού κλπ- και όχι για τις αιτίες- δημογραφικές, παραγωγικές, χάσμα μεταξύ Γερμανίας και λοιπών μελών της Ένωσης, αμφιθυμία ή και άρνηση της πολιτικής ενοποίησης, επομένως και της οικονομικής, συρρικνούμενος διεθνής ρόλος της Ευρώπης, μετατόπιση τεκτονικών πλακών του παγκοσμίου καπιταλισμού, κυριαρχία αρρύθμιστου του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, εξάντληση των δυνατοτήτων περαιτέρω ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων του κυρίαρχου καπιταλιστικού μοντέλου, αποψίλωση όλων των επιτευγμάτων της μεταπολεμικής δυτικής Ευρώπης, δηλαδή της μεικτής οικονομίας, του κοινωνικού κράτους δικαίου κλπ.
Αλλά και οι αποφάσεις που θα ληφθούν μόνο αναφορικά προς τα συμπτώματα της κρίσης, θα αποδειχτούν πολύ λίγες, πολύ μυωπικές, πολύ «γερμανικές» και πολύ αργά. Η γερμανική ηγεσία δείχνει να αντιμετωπίζει την Ευρωζώνη σαν ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα: αν η ομάδα αντί για ισοπαλία μπορεί να κερδίσει, αν αντί για 1-0 μπορεί να κερδίσει με 5-0, γιατί να μην το κάνει; Φταίει αυτή που είναι καλύτερη από τις άλλες; Το πρόβλημα είναι ότι ο παραλληλισμός με το ποδόσφαιρο είναι ανακριβής: σε ένα υπό ενοποίηση ή ενοποιημένο σύστημα, το ένα μέρος μπορεί να ισχυροποιείται μέχρι ενός σημείου. Αν υπερβεί αυτό το σημείο η εντροπία του συστήματος εντείνεται επικίνδυνα. Πρέπει κατόπιν είτε να απορροφήσει όλα τα υπόλοιπα συμμετέχοντα μέρη, ειρηνικά ή βίαια, αναλαμβάνοντας και το κόστος για αυτό, είτε να αποχωρήσει επίσης πληρώνοντας το αντίστοιχο κόστος. Τόσο στην πρώτη, όσο και στη δεύτερη περίπτωση θα αποδειχθεί ότι το σημείο ισορροπίας είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Τότε, το υπό διαρκή ισχυροποίηση μέρος αποδεικνύεται πολύ ισχυρό ώστε να βρεθεί σε καθεστώς έστω σχετικής ισοτιμίας με τα υπόλοιπα αλλά πολύ ανίσχυρο ώστε να σηκώσει μόνο του το βάρος όλων των υπολοίπων. Εκεί επέρχεται η κατάρρευση του μέχρι πρότινος ισχυρού μέρους.
Αυτός είναι ο κίνδυνος για τη Γερμανία ή ενδεχομένως μια πτυχή της αμφιλεγόμενης θεωρίας περί «γερμανικής ιδιαιτερότητας». Η Γερμανία αποδεικνύεται βραχύ- μεσοπρόθεσμα πολύ ισχυρή ώστε να χαλιναγωγηθεί από τους υπολοίπους Ευρωπαίους, ενώ ο «αγγλοσαξονικός» κόσμος δείχνει απρόθυμος και αμφίθυμος για μια πραγματικά έντονη παρέμβαση στα εσωτερικά της Ευρώπης. Η Γερμανία όμως μακροπρόθεσμα θα αποδειχτεί ανίσχυρη να «σώσει» όσους ωθούνται στην ανάγκη να χρειάζονται «σωτήρες», εν πολλοίς από τις ίδιες τις επιλογές της Γερμανίας που καθίστανται ευρωπαϊκές πολιτικές εξαιτίας της ισχύος της και της αδυναμίας των ηγεσιών των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών. Η Γερμανία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας, όπως και των υπολοίπων που μπαίνουν στην ουρά, σιγά- σιγά. Οι δικές της τράπεζες θα αρχίσουν επίσης να αντιμετωπίζουν φυγή κεφαλαίων ενδεχομένως προς τις ΗΠΑ. Οι αγορές θα ζητούν ολοένα υψηλότερα επιτόκια για να τη δανείσουν. Το οικονομικό, πολιτικό και ψυχολογικό σοκ σε μια βιομηχανική οικονομία με πανίσχυρο αίσθημα αυτοπεποίθησης θα είναι ξαφνικό, καταλυτικό και απότομο. Η Γερμανία θα πρέπει άρδην τότε να αλλάξει πολιτική αποκηρύσσοντας τη σημερινή της στρατηγική ή να καταστεί ο μεγάλος ασθενής.
Η “εκδίκηση” της πραγματικής οικονομίας θα έλθει από την προτίμηση στην οικονομία που “γέννησε” τον καπιταλισμό- καζίνο, τις ΗΠΑ. Ο πειρασμός για τον αγγλοσαξωνικό κόσμο μαζί με την Κίνα- και συμπληρωματικά κάποιες άλλες αναδυόμενες δυνάμεις- να πετύχουν μια νέα ηγεμονική ρύθμιση και να παρέμβουν στην Ευρώπη θα είναι ολοένα μεγαλύτερος, ενώ η Γερμανία θα στοχοποιείται ολοένα περισσότερο ως η κατεξοχήν υπεύθυνη για τις παγκόσμιες οικονομικές συνέπειες. Οι επιδράσεις απ’ο εκεί και πέρα θα είναι αλυσιδωτές στο γεωπολιτικό και οικονομικό πεδίο.
Σύντομα θα αρχίσει να κλυδωνίζεται. Εάν εμμείνει στην ίδια πολιτική, ως φαίνεται, θα αντιληφθεί πολύ καθυστερημένα ώστε να αντιδράσει, την κρίση να τη χτυπάει πολύπλευρα και καταλυτικά. Το πώς θα αντιδράσει τότε είναι άδηλο. Μπορεί να φύγει από την ευρωζώνη, μπορεί να εμμείνει στην ίδια πολιτική, μπορεί να προσπαθήσει να αλλάξει πορεία. Πολύ πιθανά όμως θα είναι αργά και οι λύσεις απελπιστικά λιγότερες και πιο επώδυνες για την ίδια τη Γερμανία, σε ένα περιβάλλον αναδυομένων ευρωπαϊκών εθνικισμών.
Η Γερμανία η ίδια λοιπόν οδεύει με την πολιτική που η ίδια επιβάλλει σε κατάρρευση. Δε θα είναι η πρώτη φορά που η γερμανική πολιτική ελίτ θα κάνει στρατηγικά λανθασμένο υπολογισμό. Που θα την καταλάβει η οίηση και θα δημιουργήσει έντονες εις βάρος της αντιπαλότητες, με τεράστιο κόστος για τη χώρα της. Η Γερμανία «μετράει» λανθασμένα τον κόσμο γύρω της. Υπερτιμά την ισχύ της και την απροθυμία άλλων κρατών, κυρίως των ΗΠΑ και δευτερευόντως της Γαλλίας να συγκρουστούν μαζί της. Μετράει λάθος την έκταση της κρίσης, τόσο τη χρονική, όσο και το βάθος της.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εκτιμήσουμε αν συμφέρει την Ελλάδα να έχει πειθήνιες προς το γερμανικό κατεστημένο ηγεσίες ή αν είναι επωφελέστερο να έχει ηγεσίες που θα γίνουν καταλύτες για μια κυοφορούμενη σύγκρουση. Για μια σύγκρουση που πρέπει να διεξαχθεί και που θα διεξαχθεί, μέσα από συμμαχίες που θα θυμίζουν εν μέρει ή εν πολλοίς, σε ένα άλλο πλαίσιο φυσικά, αυτές του 20ου αιώνα.
Οι ελληνικές εκλογές της 17ης Ιούνη έκαναν κακό στην Ευρωζώνη: έστειλαν το μήνυμα στην αντιδραστική ηγεσία της Γερμανίας ότι ο εκβιασμός της πέρασε. Δεν έχει σημασία αν αυτή είναι η πλέον ακριβής ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος. Αυτό συνήγαγε ο ξένος παράγοντας και ειδικά η γερμανική ηγεσία.
Η γερμανική ηγεσία λοιπόν συνεχίζει ακάθεκτη, με αυστηρή προσήλωση στην ίδια στρατηγική που εφαρμόζει από την έναρξη της κρίσης μαζί με τους- εκόντες άκοντες- συνεργάτες της στην ευρωζώνη. Δε φταίει για αυτό μόνο το ελληνικό εκλογικό αποτέλεσμα. Ωστόσο θα μπορούσε ένα άλλο αποτέλεσμα να αποτελέσει ένα σημείο καμπής. Να ωθήσει με σκληρό τρόπο στην επαναφορά στην πραγματικότητα της πολύπλευρης αποτυχίας της πολιτικής του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού και μονεταρισμού, ενώπιον της οποίας θα έπρεπε να ληφθούν στρατηγικού χαρακτήρα αποφάσεις. Δυστυχώς, αυτό το ορόσημο χάθηκε.
Πλέον λοιπόν προετοιμαζόμαστε για άλλη μια «κρίσιμη» σύνοδο κορυφής, όπου η συζήτηση και τα
αποτελέσματα θα είναι όπως όλα δείχνουν μια από τα ίδια.
Συζήτηση μόνο για τα συμπτώματα της κρίσης- κρίση χρέους, δανεισμού κλπ- και όχι για τις αιτίες- δημογραφικές, παραγωγικές, χάσμα μεταξύ Γερμανίας και λοιπών μελών της Ένωσης, αμφιθυμία ή και άρνηση της πολιτικής ενοποίησης, επομένως και της οικονομικής, συρρικνούμενος διεθνής ρόλος της Ευρώπης, μετατόπιση τεκτονικών πλακών του παγκοσμίου καπιταλισμού, κυριαρχία αρρύθμιστου του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, εξάντληση των δυνατοτήτων περαιτέρω ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων του κυρίαρχου καπιταλιστικού μοντέλου, αποψίλωση όλων των επιτευγμάτων της μεταπολεμικής δυτικής Ευρώπης, δηλαδή της μεικτής οικονομίας, του κοινωνικού κράτους δικαίου κλπ.
Αλλά και οι αποφάσεις που θα ληφθούν μόνο αναφορικά προς τα συμπτώματα της κρίσης, θα αποδειχτούν πολύ λίγες, πολύ μυωπικές, πολύ «γερμανικές» και πολύ αργά. Η γερμανική ηγεσία δείχνει να αντιμετωπίζει την Ευρωζώνη σαν ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα: αν η ομάδα αντί για ισοπαλία μπορεί να κερδίσει, αν αντί για 1-0 μπορεί να κερδίσει με 5-0, γιατί να μην το κάνει; Φταίει αυτή που είναι καλύτερη από τις άλλες; Το πρόβλημα είναι ότι ο παραλληλισμός με το ποδόσφαιρο είναι ανακριβής: σε ένα υπό ενοποίηση ή ενοποιημένο σύστημα, το ένα μέρος μπορεί να ισχυροποιείται μέχρι ενός σημείου. Αν υπερβεί αυτό το σημείο η εντροπία του συστήματος εντείνεται επικίνδυνα. Πρέπει κατόπιν είτε να απορροφήσει όλα τα υπόλοιπα συμμετέχοντα μέρη, ειρηνικά ή βίαια, αναλαμβάνοντας και το κόστος για αυτό, είτε να αποχωρήσει επίσης πληρώνοντας το αντίστοιχο κόστος. Τόσο στην πρώτη, όσο και στη δεύτερη περίπτωση θα αποδειχθεί ότι το σημείο ισορροπίας είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Τότε, το υπό διαρκή ισχυροποίηση μέρος αποδεικνύεται πολύ ισχυρό ώστε να βρεθεί σε καθεστώς έστω σχετικής ισοτιμίας με τα υπόλοιπα αλλά πολύ ανίσχυρο ώστε να σηκώσει μόνο του το βάρος όλων των υπολοίπων. Εκεί επέρχεται η κατάρρευση του μέχρι πρότινος ισχυρού μέρους.
Αυτός είναι ο κίνδυνος για τη Γερμανία ή ενδεχομένως μια πτυχή της αμφιλεγόμενης θεωρίας περί «γερμανικής ιδιαιτερότητας». Η Γερμανία αποδεικνύεται βραχύ- μεσοπρόθεσμα πολύ ισχυρή ώστε να χαλιναγωγηθεί από τους υπολοίπους Ευρωπαίους, ενώ ο «αγγλοσαξονικός» κόσμος δείχνει απρόθυμος και αμφίθυμος για μια πραγματικά έντονη παρέμβαση στα εσωτερικά της Ευρώπης. Η Γερμανία όμως μακροπρόθεσμα θα αποδειχτεί ανίσχυρη να «σώσει» όσους ωθούνται στην ανάγκη να χρειάζονται «σωτήρες», εν πολλοίς από τις ίδιες τις επιλογές της Γερμανίας που καθίστανται ευρωπαϊκές πολιτικές εξαιτίας της ισχύος της και της αδυναμίας των ηγεσιών των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών. Η Γερμανία δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση δανεισμού της Ιταλίας και της Ισπανίας, όπως και των υπολοίπων που μπαίνουν στην ουρά, σιγά- σιγά. Οι δικές της τράπεζες θα αρχίσουν επίσης να αντιμετωπίζουν φυγή κεφαλαίων ενδεχομένως προς τις ΗΠΑ. Οι αγορές θα ζητούν ολοένα υψηλότερα επιτόκια για να τη δανείσουν. Το οικονομικό, πολιτικό και ψυχολογικό σοκ σε μια βιομηχανική οικονομία με πανίσχυρο αίσθημα αυτοπεποίθησης θα είναι ξαφνικό, καταλυτικό και απότομο. Η Γερμανία θα πρέπει άρδην τότε να αλλάξει πολιτική αποκηρύσσοντας τη σημερινή της στρατηγική ή να καταστεί ο μεγάλος ασθενής.
Η “εκδίκηση” της πραγματικής οικονομίας θα έλθει από την προτίμηση στην οικονομία που “γέννησε” τον καπιταλισμό- καζίνο, τις ΗΠΑ. Ο πειρασμός για τον αγγλοσαξωνικό κόσμο μαζί με την Κίνα- και συμπληρωματικά κάποιες άλλες αναδυόμενες δυνάμεις- να πετύχουν μια νέα ηγεμονική ρύθμιση και να παρέμβουν στην Ευρώπη θα είναι ολοένα μεγαλύτερος, ενώ η Γερμανία θα στοχοποιείται ολοένα περισσότερο ως η κατεξοχήν υπεύθυνη για τις παγκόσμιες οικονομικές συνέπειες. Οι επιδράσεις απ’ο εκεί και πέρα θα είναι αλυσιδωτές στο γεωπολιτικό και οικονομικό πεδίο.
Σύντομα θα αρχίσει να κλυδωνίζεται. Εάν εμμείνει στην ίδια πολιτική, ως φαίνεται, θα αντιληφθεί πολύ καθυστερημένα ώστε να αντιδράσει, την κρίση να τη χτυπάει πολύπλευρα και καταλυτικά. Το πώς θα αντιδράσει τότε είναι άδηλο. Μπορεί να φύγει από την ευρωζώνη, μπορεί να εμμείνει στην ίδια πολιτική, μπορεί να προσπαθήσει να αλλάξει πορεία. Πολύ πιθανά όμως θα είναι αργά και οι λύσεις απελπιστικά λιγότερες και πιο επώδυνες για την ίδια τη Γερμανία, σε ένα περιβάλλον αναδυομένων ευρωπαϊκών εθνικισμών.
Η Γερμανία η ίδια λοιπόν οδεύει με την πολιτική που η ίδια επιβάλλει σε κατάρρευση. Δε θα είναι η πρώτη φορά που η γερμανική πολιτική ελίτ θα κάνει στρατηγικά λανθασμένο υπολογισμό. Που θα την καταλάβει η οίηση και θα δημιουργήσει έντονες εις βάρος της αντιπαλότητες, με τεράστιο κόστος για τη χώρα της. Η Γερμανία «μετράει» λανθασμένα τον κόσμο γύρω της. Υπερτιμά την ισχύ της και την απροθυμία άλλων κρατών, κυρίως των ΗΠΑ και δευτερευόντως της Γαλλίας να συγκρουστούν μαζί της. Μετράει λάθος την έκταση της κρίσης, τόσο τη χρονική, όσο και το βάθος της.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εκτιμήσουμε αν συμφέρει την Ελλάδα να έχει πειθήνιες προς το γερμανικό κατεστημένο ηγεσίες ή αν είναι επωφελέστερο να έχει ηγεσίες που θα γίνουν καταλύτες για μια κυοφορούμενη σύγκρουση. Για μια σύγκρουση που πρέπει να διεξαχθεί και που θα διεξαχθεί, μέσα από συμμαχίες που θα θυμίζουν εν μέρει ή εν πολλοίς, σε ένα άλλο πλαίσιο φυσικά, αυτές του 20ου αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου