Με απώλειες 30 δισ. ευρώ το 2011 και συνολικά 81 δισ. ευρώ κατά τη διετία του µνηµονίου οι ελληνικές µετοχές, οι οποίες «επέστρεψαν» στο 1992, εµφανίζουν για δεύτερο συνεχόµενο έτος τη χειρότερη απόδοση στον κόσµο (-55%).
Το 2011 κλείνει µε την κεφαλαιοποίηση του χρηµατιστηρίου της Αθήνας να υποχωρεί στα 26 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 13% του ΑΕΠ, επίδοση που παραπέµπει στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν στη «φούσκα» του 1999 κυµαινόταν στο 180% του ΑΕΠ, και υπολείπεται κατά τρεις-τέσσερις φορές των αντίστοιχων επιδόσεων των ανεπτυγµένων αγορών.
Παρά την πτώση τους κατά 78% από το ξέσπασµα της κρίσης, οι ελληνικές µετοχές παραµένουν στο περιθώριο, καθώς µπροστά στον κίνδυνο ακόµη και µιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και επιστροφής στη δραχµή οι αποτιµήσεις δεν µπορούν να αποτελούν επενδυτικό κριτήριο. Για τους περισσότερους αναλυτές, ως τις 20 Μαρτίου, δηλαδή πριν από την αναχρηµατοδότηση ύψους 14,4 δισ. ευρώ ελληνικών οµολόγων, θα πρέπει να κλείσουν τα «ανοιχτά» µέτωπα τα οποία θα καθορίζουν τις εξελίξεις στο Χρηµατιστήριο, στην οικονοµία και ίσως στην ίδια την χώρα, σε µια στιγµή όπου η διαχείριση της κρίσης απαιτεί δυναµικές πολιτικές παρεµβάσεις. Η έγκριση της σούπερ δόσης των 89 δισ. ευρώ από την τρόικα, η συµφωνία για το PSI+, τα πορίσµατα της BlackRock για τις τράπεζες και οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησής τους (συνολικά σε 40-52 δισ. ευρώ τις υπολογίζουν οι αναλυτές), αλλά και το βάθος της ύφεσης, η οποία από -6% το 2011 και συνολικά -13% την τελευταία τετραετία, αναµένεται να κυµανθεί µεταξύ -3,5% και 6% το 2012, καθώς και οι πολιτικές εξελίξεις θα καθορίσουν το χρηµατιστηριακό τοπίο το 2012. Η αβεβαιότητα για την ανταλλαγή των οµολόγων µετά και την αποχώρηση του ισπανικού hedge fund Vega Asset Management από τη συντονιστική επιτροπή για το PSI, καθώς ορισµένοι ιδιώτες πιστωτές δεν δέχονται µικρότερο κουπόνι για τα νέα οµόλογα, περιπλέκει το τοπίο, σε µια στιγ µή που σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις της Goldman Sachs απαιτείται 35% εσωτερική υποτίµηση και περίοδος προσαρµογής 15 ετών για να καταστεί βιώσιµη η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας.
Το 2011 αποδείχθηκε πάντως η δεύτερη χειρότερη χρηµατιστηριακή χρονιά της τελευταίας εικοσαετίας µετά το 2008 (πτώση κατά 65,5%), µε χαρακτηριστικότερα σηµεία τα χαµηλά 19 ετών για τον γενικό δείκτη, τα ιστορικά χαµηλά για τον FTSE 20 και για τον τραπεζικό δείκτη στη σηµερινή µορφή του.
Η πτώση των µετοχών το 2011 συµπεριέλαβε το σύνολο των δεικτών (υψηλής, µεσαίας και µικρής κεφαλαιοποίησης), ενώ ελάχιστες ήταν οι µετοχές που διασώθηκαν από το πτωτικό τσουνάµι (περίπου µία στις οκτώ ), χωρίς ωστόσο να µεταβάλουν τη γενική εικόνα, καθώς οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθµό συγκέντρωσης (free float εξαιρετικά χαµηλό).
Αξιοσηµείωτη ήταν επίσης η υψηλή µεταβλητότητα, η οποία σε επίπεδο γενικού δείκτη ξεπέρασε το 150%, καθώς η µέγιστη επίδοση που καταγράφηκε ήταν 1.747 µονάδες (Φεβρουάριος) ενώ η ελάχιστη 650 µονάδες (∆εκέµβριος). Η µέση δε ηµερήσια αξία των συναλλαγών στο ΧΑ έχει συρρικνωθεί δραµατικά (36% σε σχέση µε το 2010, σε συνέχεια του -32% του 2010 έναντι του 2009 και του -48% του 2009 έναντι του 2008), οδηγώντας σε κλείσιµο ή δραστική περικοπή εξόδων τόσο στις ΑΧΕΠΕΥ όσο και στις αντίστοιχες µονάδες των τραπεζών. Ο χρόνιος τραπεζοκεντρικός χαρακτήρας του ελληνικού χρηµατιστηρίου οδήγησε την κεφαλαιοποίηση του ΧΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ως τον Ιούλιο το βασικό πρόβληµα των τραπεζών ήταν η ρευστότητα, σηµειώνουν οι τραπεζίτες, υπογραµµίζοντας ότι από τότε µεσολάβησαν δύο γεγονότα, το PSI µε το «κούρεµα» των οµολόγων και ο διαγνωστικός έλεγχος της BlackRock, που µετέτρεψαν το πρόβληµα ρευστότητας σε πρόβληµα κεφαλαιακής επάρκειας. Οι εξελίξεις του τραπεζικού κλάδου συµπαρέσυραν σε µεγάλο βαθµό και τους λοιπούς κλάδους, µε εξαίρεση τα πετρελαιοειδή, διαµορφώνοντας κλίµα χαµηλού βαθµού αξιοπιστίας, στο πλαίσιο του οποίου αγνοήθηκαν παντελώς τα υγιή θεµελιώδη δεδοµένα πολλών άλλων εταιρειών. Ετσι, εξωστρεφείς και έντονα εξαγωγικές κερδοφόρες εταιρείες ή εταιρείες µε εκτελούµενο επενδυτικό πρόγραµµα του ενεργειακού κλάδου κυρίως ή κρατικά µονοπώλια όπως οι εταιρείες ύδρευσης, τα λιµάνια και του στοιχηµατισµού, που τελούν υπό ιδιωτικοποίηση, διαµόρφωσαν αποτιµήσεις χαµηλότερες σε σχέση µε την εσωτερική αξία τους.
Το 2011 κλείνει µε την κεφαλαιοποίηση του χρηµατιστηρίου της Αθήνας να υποχωρεί στα 26 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 13% του ΑΕΠ, επίδοση που παραπέµπει στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν στη «φούσκα» του 1999 κυµαινόταν στο 180% του ΑΕΠ, και υπολείπεται κατά τρεις-τέσσερις φορές των αντίστοιχων επιδόσεων των ανεπτυγµένων αγορών.
Παρά την πτώση τους κατά 78% από το ξέσπασµα της κρίσης, οι ελληνικές µετοχές παραµένουν στο περιθώριο, καθώς µπροστά στον κίνδυνο ακόµη και µιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας και επιστροφής στη δραχµή οι αποτιµήσεις δεν µπορούν να αποτελούν επενδυτικό κριτήριο. Για τους περισσότερους αναλυτές, ως τις 20 Μαρτίου, δηλαδή πριν από την αναχρηµατοδότηση ύψους 14,4 δισ. ευρώ ελληνικών οµολόγων, θα πρέπει να κλείσουν τα «ανοιχτά» µέτωπα τα οποία θα καθορίζουν τις εξελίξεις στο Χρηµατιστήριο, στην οικονοµία και ίσως στην ίδια την χώρα, σε µια στιγµή όπου η διαχείριση της κρίσης απαιτεί δυναµικές πολιτικές παρεµβάσεις. Η έγκριση της σούπερ δόσης των 89 δισ. ευρώ από την τρόικα, η συµφωνία για το PSI+, τα πορίσµατα της BlackRock για τις τράπεζες και οι ανάγκες ανακεφαλαιοποίησής τους (συνολικά σε 40-52 δισ. ευρώ τις υπολογίζουν οι αναλυτές), αλλά και το βάθος της ύφεσης, η οποία από -6% το 2011 και συνολικά -13% την τελευταία τετραετία, αναµένεται να κυµανθεί µεταξύ -3,5% και 6% το 2012, καθώς και οι πολιτικές εξελίξεις θα καθορίσουν το χρηµατιστηριακό τοπίο το 2012. Η αβεβαιότητα για την ανταλλαγή των οµολόγων µετά και την αποχώρηση του ισπανικού hedge fund Vega Asset Management από τη συντονιστική επιτροπή για το PSI, καθώς ορισµένοι ιδιώτες πιστωτές δεν δέχονται µικρότερο κουπόνι για τα νέα οµόλογα, περιπλέκει το τοπίο, σε µια στιγ µή που σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις της Goldman Sachs απαιτείται 35% εσωτερική υποτίµηση και περίοδος προσαρµογής 15 ετών για να καταστεί βιώσιµη η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας.
Το 2011 αποδείχθηκε πάντως η δεύτερη χειρότερη χρηµατιστηριακή χρονιά της τελευταίας εικοσαετίας µετά το 2008 (πτώση κατά 65,5%), µε χαρακτηριστικότερα σηµεία τα χαµηλά 19 ετών για τον γενικό δείκτη, τα ιστορικά χαµηλά για τον FTSE 20 και για τον τραπεζικό δείκτη στη σηµερινή µορφή του.
Η πτώση των µετοχών το 2011 συµπεριέλαβε το σύνολο των δεικτών (υψηλής, µεσαίας και µικρής κεφαλαιοποίησης), ενώ ελάχιστες ήταν οι µετοχές που διασώθηκαν από το πτωτικό τσουνάµι (περίπου µία στις οκτώ ), χωρίς ωστόσο να µεταβάλουν τη γενική εικόνα, καθώς οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθµό συγκέντρωσης (free float εξαιρετικά χαµηλό).
Αξιοσηµείωτη ήταν επίσης η υψηλή µεταβλητότητα, η οποία σε επίπεδο γενικού δείκτη ξεπέρασε το 150%, καθώς η µέγιστη επίδοση που καταγράφηκε ήταν 1.747 µονάδες (Φεβρουάριος) ενώ η ελάχιστη 650 µονάδες (∆εκέµβριος). Η µέση δε ηµερήσια αξία των συναλλαγών στο ΧΑ έχει συρρικνωθεί δραµατικά (36% σε σχέση µε το 2010, σε συνέχεια του -32% του 2010 έναντι του 2009 και του -48% του 2009 έναντι του 2008), οδηγώντας σε κλείσιµο ή δραστική περικοπή εξόδων τόσο στις ΑΧΕΠΕΥ όσο και στις αντίστοιχες µονάδες των τραπεζών. Ο χρόνιος τραπεζοκεντρικός χαρακτήρας του ελληνικού χρηµατιστηρίου οδήγησε την κεφαλαιοποίηση του ΧΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ως τον Ιούλιο το βασικό πρόβληµα των τραπεζών ήταν η ρευστότητα, σηµειώνουν οι τραπεζίτες, υπογραµµίζοντας ότι από τότε µεσολάβησαν δύο γεγονότα, το PSI µε το «κούρεµα» των οµολόγων και ο διαγνωστικός έλεγχος της BlackRock, που µετέτρεψαν το πρόβληµα ρευστότητας σε πρόβληµα κεφαλαιακής επάρκειας. Οι εξελίξεις του τραπεζικού κλάδου συµπαρέσυραν σε µεγάλο βαθµό και τους λοιπούς κλάδους, µε εξαίρεση τα πετρελαιοειδή, διαµορφώνοντας κλίµα χαµηλού βαθµού αξιοπιστίας, στο πλαίσιο του οποίου αγνοήθηκαν παντελώς τα υγιή θεµελιώδη δεδοµένα πολλών άλλων εταιρειών. Ετσι, εξωστρεφείς και έντονα εξαγωγικές κερδοφόρες εταιρείες ή εταιρείες µε εκτελούµενο επενδυτικό πρόγραµµα του ενεργειακού κλάδου κυρίως ή κρατικά µονοπώλια όπως οι εταιρείες ύδρευσης, τα λιµάνια και του στοιχηµατισµού, που τελούν υπό ιδιωτικοποίηση, διαµόρφωσαν αποτιµήσεις χαµηλότερες σε σχέση µε την εσωτερική αξία τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου