Σαν χθές το σήμερα, που την δημοκρατική Αθήνα την κυβερνούσαν φατρίες και οικογένειες, των λαϊκών, παράλιων, με τους Αλκμεωνίδες και τον Μεγακλή από την μια και τους πεδινούς γαιοκτήμονες με τον Λυκούργο από την άλλη και τον κεντρώο Πεισίστρατο στη μέση, που από ήρωας του πολέμου με τους Μεγαρείς έγινε σωτήρας της πόλης από τα αφεντικά της.
Κι’ ενώ συνωμοτούσαν οι ολιγαρχικοί κατά των μεταρρυθμίσεων του Σόλωνα, συμμάχησε ο Πεισίστρατος με τον Μεγακλή και αυτοτραυματίσθηκε, προσποιούμενος πως του επιτέθηκαν, επιτυγχάνοντας έτσι την απόκτηση προσωπικής φρουράς για την προστασία του, με την οποία κατέλαβε μετέπειτα την ακρόπολη.
Τα βρήκαν όμως ο Μεγακλής με τον Λυκούργο και μετά από ένα χρόνο τον ανέτρεψαν. Με ένα συνοικέσιο όμως με την κόρη του Μεγακλή, ο Πεισίστρατος επέστρεψε στην εξουσία, βάζοντας μία γυναίκα ντυμένη σαν την Αθηνά σε ένα άρμα να παραστήσει την θεά και να τον στέψει άρχοντα της πόλης. Απέφυγε όμως να κάνει παιδιά με την κόρη του Μεγακλή κι’ ο πεθερός του μετά δυό χρόνια τον ανέτρεψε και πάλι συμμαχώντας με τον Λυκούργο.
Ξανά όμως επέστρεψε ο Πεισίστρατος, με λεφτά τώρα από τα ορυχεία αργύρου που απέκτησε στο Παγγαίο και μισθοφόρους από το Άργος και άλλους από την Νάξο και αλλού φίλους του, και νικώντας τις συνασπισμένες δυνάμεις του Λυκούργου και Μεγακλή ξαναλύτρωσε την πόλη από τους λυτρωτές της και έμεινε είκοσι χρόνια στην εξουσία μέχρι τον θάνατό του.
Και απεδείχθη και καλός κυβερνήτης ο Πεισίστρατος και τις περιουσίες των εξόριστων πολιτικών αντιπάλων του τις μοίραζε στους πτωχούς και δεν κοίταζε μόνο να τρώει, μα σεβάστηκε τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, οργάνωσε την βιβλιοθήκη της πόλεως, κατάγραψε τα ποιήματα του Ομήρου και έκτισε υδραγωγεία και ναούς, απέφυγε τις πολεμικές περιπέτειες και χάρισε ειρήνη και ανάπτυξη στην πόλη.
Και μετά τον θάνατό του συνεχίστηκε η τυραννία από τους γιούς του, τον Ιππία και τον Ίππαρχο και μπορεί ο Ίππαρχος να δολοφονήθηκε από τους Αριστόδημο και Αριστογείτονα για προσωπικούς λόγους, ο Ιππίας όμως ανατράπηκε μετά τέσσερα χρόνια από τον θάνατο του αδελφού του, όχι από τους Αθηναίους, μα από τους Σπαρτιάτες με τον Κλεομένη, τους οποίους κατάφερε να στρέψει κατά των Αθηνών και πάλι ο Μεγακλής.
Για να μην θυμούνται όμως οι Αθηναίοι πως την δημοκρατία τους την έφεραν οι εχθροί τους , οι Σπαρτιάτες, όπως σε μας οι Τούρκοι, δόξασαν σαν τυραννοκτόνους τον Αριστόδημο και Αριστογείτονα, όπως εμείς το πολυτεχνείο.
Μα αφού έχασε την εξουσία ο Ιππίας και αυτοεξορίσθηκε στην Περσία, σκέφθηκε να ξαναγυρίσει με την βοήθεια των Περσών και του Ξέρξη σ’ αυτήν, καθώς κι’ αυτός όπως και οι σημερινοί πολιτικοί κομματάρχες μας δεν θεωρούν πως αλλάζουν πολλά πράγματα για τους εξουσιαστές από την κατρακύλα μιας πολιτείας, από την ανεξαρτησία στην υποτέλεια. Αντίθετα μάλιστα θεωρούν πως με την αύξηση της ξένης εξάρτησης, μειώνεται η δική τους εξάρτηση από τους πολίτες.
Σαν χθές λοιπόν το σήμερα.
Λέγαμε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, μα όταν δεν προχωρεί καθόλου, επαναλαμβάνεται και πάλι, κολλημένη στη λάσπη και ΄μεις νομίζουμε πως προχωρεί γιατί απλώς γηράσκουμε. Ναι προχωρεί ο χρόνος στην χώρα που τίποτε δεν προχωρεί και μάλιστα κάποιοι λένε πως πάει πίσω, αντίστροφα προς την λογική, γυρνώντας την κοινωνία στο παρελθόν.
Και ΄μείς νομίζουμε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται κάθε τετραετία, τριετία ή και διετία ακόμη, τόσο ταχύτητα πήρε ο χρόνος της επανάληψής της, ενώ η ιστορία απλώς δεν προχωρεί και μας περιμένει να αλλάξουμε εμείς, αντί το περιβάλλον.
Σαν χθες δεν ήταν που διαδηλώναμε ενάντια στα μέτρα, ένα εκατομμύριο λαού εκεί στο Σύνταγμα, και ξαφνικά μας φώναξαν κάνετε πέρα, γιατί έρχονται οι αρμόδιοι να λύσουν τις διαφορές σας με την κυβέρνηση, οι αναρχικοί δηλαδή με τα ματ και άρχισαν να πέφτουν σαν το μάννα εξ’ ουρανού τα δακρυγόνα και σκορπίσαμε αφήνοντας τους σιδηρόφρακτους ιππότες μας να λύσουν μεταξύ τους με τα κοντάρια τις διαφορές μας με το κράτος, όπως στο καθεστώς της θεοδικίας στον μεσαίωνα.
Και τι αν το κράτος άλλαξε επικυρίαρχο κεφαλή και στέμμα και πνεύμα ακόμη. Δεν έμεινε η δημοκρατία στην θέση της να μετράει τα κουκιά της και τα δάκτυλα της παλάμης της;
Σαν χθές δεν ήταν που ξεθάψαμε τα πιο μεγάλα λόγια των προγόνων μας από την ιστορία και τα προβάραμε στο στόμα μας και τραβήξαμε όλοι από μια κόκκινη γραμμή και είπαμε πέρα απ’ αυτή δεν υποχωρούμε;
Τι κι αν δεν φροντίσαμε να είναι μια η κόκκινη γραμμή για όλους, ίσως εκ του πονηρού, κανείς δεν είναι σίγουρος πλέον ούτε για τον εαυτό του, έτσι που ο ένας μας να υποχωρεί από την κόκκινη γραμμή του άλλου, ώσπου στο τέλος να υποχωρήσουμε όλοι, απ’ όλες τις κόκκινες γραμμές, όπως στον Σαγγάριο και στην Κύπρο;
Την έχουμε μάθει βλέπεις την τέχνη της υποχώρησης, καλύτερα απ’ όλους οι αρχηγοί μας, μα και ΄μεις ο λαός δεν πάμε πίσω.. Κι’ εκείνο πάλι «ο φασισμός δεν θα περάσει», όταν κανείς μας δεν ξέρει τι είναι ο φασισμός και ποιό ακριβώς το προμελετημένο του δρομολόγιο;
Και δεν ξέρουμε ακόμη και σήμερα αν πέρασε ή δεν πέρασε και δεν τον αντιληφθήκαμε, γιατί ο φασισμός τελευταία έγινε σαν τους ιούς και τα μικρόβια, νανοτεχνολογικώς αόρατος.
Έτσι λοιπόν τα μέτρα πέρασαν και ετοιμάζονται να ξαναπεράσουν και τώρα διαδηλώνουν και αστυνομικοί ενάντιά τους και δικαστικοί που θα κληθούν ξανά να αποφανθούν αν είναι το ίδιο συνταγματικά με τα προηγούμενα, που δεν φαίνονταν εκ πρώτης όψεως να είναι, μα απεδείχθησαν τα καταραμένα συνταγματικότερα και του συντάγματος ακόμη, προς δικαίωσιν των τυφλών της Ζακύνθου, που βλέπουν καλύτερα όλων ημών που έχουμε τα μάτια μας, ίσως και τετρακόσια, μα δεν θέλουμε να καταλάβουμε πως ο άνθρωπος με το συμφέρον του εγκεφάλου βλέπει και όχι με τα μάτια
Σαν χθες λοιπόν σήμερα, το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου θέλει να μας σώσει από τον ηγέτη της τριμερούς συγκυβέρνησης Σαμαρά, που μας έσωσε από το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου, που μας είχε σώσει από την Ν.Δ. του Καραμανλή.
Κανείς όμως δεν λέει να μας σώσει, ούτε και οι αντιπολιτευόμενοι την συγκυβέρνηση, από την οικονομική και πολιτική υποτέλεια στους Γερμανούς, που θέλουν αντίθετα να μας σώσουν από τις χρόνιες αμαρτίες και τα μειονεκτήματα της εθνικής μας ανεξαρτησίας και τους κακούς μας εαυτούς. Έτσι ο Τσίπρας γίνεται την μια Τσιπρανδρέου, την άλλη Τσιπροσαμαράς, ο Σαμαράς Σαμαρανδρέου, ο Βενιζέλος Βενιζελοσαμαράς, και ο Κουβέλης Κουβελοκαρατζαφέρης.
Σαν χθες που ο εκπρόσωπος της Ελλάδος στο ΔΝΤ έλεγε ότι το πρόγραμμα λιτότητος δεν βγαίνει και όμως το εφαρμόσαμε, δεν λέει και πάλι σήμερα ο εκπρόσωπός μας σ’ αυτό, μα και το ίδιο το ΔΝΤ επίσημα πως δεν βγαίνει, όμως και πάλι ετοιμαζόμαστε να το εφαρμόσουμε, σίγουροι πως θα μεσολαβήσει κάποιο άλλο αναπάντεχο και συνταρακτικότερο στο πέρασμα του χρόνου γεγονός. Και πάλι κάποιοι μας λένε πως αυτά τα μέτρα θα είναι τα τελευταία, χωρίς να διευκρινίζουν αν απλώς θα είναι τα τελευταία μας, ή τα τελευταία τους και πως μπορεί να εγγυηθεί κάποιος κάτι σήμερα, όταν καταρρέουν διεθνώς όλες οι εγγυήσεις; Και κάποιοι προτείνουν να παραπεμφθούν στην δικαιοσύνη οι πολιτικοί που μας οδήγησαν στην υποτέλεια, όταν η υποτέλεια είναι εδώ και βαθαίνει και πλαταίνει και τα πολιτικά της ατοπήματα επαναλαμβάνονται.
Σαν σήμερα λοιπόν, θα μαζευτούμε πάλι ένα εκατομμύριο λαού και λίγοι αστυνομικοί, δικαστικοί και πανεπιστημιακοί επιπροσθέτως για να γιορτάσουμε στην αυτοσχέδια αυτή γιορτή της δημοκρατίας τα νέα αντιλαϊκά για την σωτηρία του λαού μέτρα, που θα παρθούν όχι ερήμην μας, μα παρουσία μας και παρουσία των εκλεγμένων, δεν έχει σημασία πως, εκπροσώπων μας. Τώρα αν εμείς δεν μπορούμε να ελέγξουμε την πολιτική βούλησή μας, αν δεν ελέγχουμε την συνήθεια του χεριού μας την ώρα της κάλπης, αν θέλουμε την πίττα γερή και τον σκύλο χορτάτο που στο τέλος να μην έχουμε ούτε πίττα, ούτε σκύλο, ποιος μας φταίει;
Όταν εμείς που έχουμε καταθέσεις μικρές ή μεγάλες και δεν περιμένουμε από την εργασία μας να ζήσουμε, είμαστε ίσοι σχεδόν αριθμητικά μ’ αυτούς που δεν έχουν ούτε καταθέσεις, ούτε περιουσία, ούτε εισοδήματα, ούτε εργασία, πώς να σεβασθούμε αυτόν το θεμέλιο λίθο της οικονομίας, την εργασία δηλαδή και να μην την αποσυνδέσουμε από τον νόμο της λογικής, που λέει πως πρέπει να επιτρέπει την επιβίωση αυτού που την επιτελεί και να μην την αφήσουμε στον νόμο της αγοράς να ρυθμίσει την αμοιβή της, τώρα που οι απόκληροι της μοίρας πλημμύρισαν τα πεζοδρόμια;
Αφού αφήσαμε τα σύνορα να πέσουν και τα κόμματα να γίνουν επιχειρήσεις και η πολιτική επάγγελμα σαν το ποδόσφαιρο, γιατί στενοχωριόμαστε που οι παίκτες και οι πρόεδροι των ομάδων γίναν ξένοι και αγωνίζονται σε ξένο αχερώνα; Τι κι’ αν τα μέτρα τα παίρνουν ξένοι, όταν τόσο πρόθυμοι είμαστε όλοι μας να τα υιοθετήσουμε, μα και να μιμηθούμε τους ξένους, να τους αντιγράψουμε και να γίνουμε σαν αυτούς και να κολλήσουμε κοντά τους και στο νόμισμά τους, σαν περιφρονημένοι παρίες έστω, ακριβώς όπως οι λαθρομετανάστες περνούν τα σύνορά μας και κολλούν πάνω μας, όσο και αν εμείς τους φωνάζουμε πως δεν θέλουμε την όψη τους, την θρέψη τους, τα χνώτα τους, τις αρρώστιες τους, τη θρησκεία τους και τα μαχαίρια τους..
Πρέπει εν κατακλείδι να καταλάβουμε πως η παγκοσμιοποίηση πάει πακέτο και δεν πρόκειται να γυρίσει η αρχική καλή της φάση, της Ευρώπης των λαών και το παλιό καλό, φαντασιωμένο με ιδανικά ξεκίνημά της.
Μπορεί η Ελλάδα να ξαποσταίνει στη λάσπη και να πηγαίνει πίσω όσο θέλει, η παγκοσμιοποίηση όμως δεν ελέγχεται από κανένα επί μέρους παίκτη της για να αναστραφεί η πορεία της, που έχει τους δικούς της αγοραίους νόμους. Από την στιγμή που η μισανθρωπία και η εκμετάλλευση έγινε ιδεολογία ποιος θα μας σώσει από τους εαυτούς μας, για να μας σώσει έπειτα από τους Γερμανούς, που από πίσω τους κρύβονται άλλοι και πίσω κι’ από εκείνους άλλοι πάλι, που κανείς τελικά να μην ξέρει ποιός κρύβεται πίσω από τον καθένα μας.
Κι’ ίσως αυτό τελικά το διεθνές κρυφτούλι και αλαλούμ συμφερόντων, σ’ αυτήν την έκταση που παρατηρείται σήμερα, να είναι το μόνο νέο τελικά στοιχείο που έχει να επιδείξει η ιστορία σήμερα.
Κι’ ενώ συνωμοτούσαν οι ολιγαρχικοί κατά των μεταρρυθμίσεων του Σόλωνα, συμμάχησε ο Πεισίστρατος με τον Μεγακλή και αυτοτραυματίσθηκε, προσποιούμενος πως του επιτέθηκαν, επιτυγχάνοντας έτσι την απόκτηση προσωπικής φρουράς για την προστασία του, με την οποία κατέλαβε μετέπειτα την ακρόπολη.
Τα βρήκαν όμως ο Μεγακλής με τον Λυκούργο και μετά από ένα χρόνο τον ανέτρεψαν. Με ένα συνοικέσιο όμως με την κόρη του Μεγακλή, ο Πεισίστρατος επέστρεψε στην εξουσία, βάζοντας μία γυναίκα ντυμένη σαν την Αθηνά σε ένα άρμα να παραστήσει την θεά και να τον στέψει άρχοντα της πόλης. Απέφυγε όμως να κάνει παιδιά με την κόρη του Μεγακλή κι’ ο πεθερός του μετά δυό χρόνια τον ανέτρεψε και πάλι συμμαχώντας με τον Λυκούργο.
Ξανά όμως επέστρεψε ο Πεισίστρατος, με λεφτά τώρα από τα ορυχεία αργύρου που απέκτησε στο Παγγαίο και μισθοφόρους από το Άργος και άλλους από την Νάξο και αλλού φίλους του, και νικώντας τις συνασπισμένες δυνάμεις του Λυκούργου και Μεγακλή ξαναλύτρωσε την πόλη από τους λυτρωτές της και έμεινε είκοσι χρόνια στην εξουσία μέχρι τον θάνατό του.
Και απεδείχθη και καλός κυβερνήτης ο Πεισίστρατος και τις περιουσίες των εξόριστων πολιτικών αντιπάλων του τις μοίραζε στους πτωχούς και δεν κοίταζε μόνο να τρώει, μα σεβάστηκε τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, οργάνωσε την βιβλιοθήκη της πόλεως, κατάγραψε τα ποιήματα του Ομήρου και έκτισε υδραγωγεία και ναούς, απέφυγε τις πολεμικές περιπέτειες και χάρισε ειρήνη και ανάπτυξη στην πόλη.
Και μετά τον θάνατό του συνεχίστηκε η τυραννία από τους γιούς του, τον Ιππία και τον Ίππαρχο και μπορεί ο Ίππαρχος να δολοφονήθηκε από τους Αριστόδημο και Αριστογείτονα για προσωπικούς λόγους, ο Ιππίας όμως ανατράπηκε μετά τέσσερα χρόνια από τον θάνατο του αδελφού του, όχι από τους Αθηναίους, μα από τους Σπαρτιάτες με τον Κλεομένη, τους οποίους κατάφερε να στρέψει κατά των Αθηνών και πάλι ο Μεγακλής.
Για να μην θυμούνται όμως οι Αθηναίοι πως την δημοκρατία τους την έφεραν οι εχθροί τους , οι Σπαρτιάτες, όπως σε μας οι Τούρκοι, δόξασαν σαν τυραννοκτόνους τον Αριστόδημο και Αριστογείτονα, όπως εμείς το πολυτεχνείο.
Μα αφού έχασε την εξουσία ο Ιππίας και αυτοεξορίσθηκε στην Περσία, σκέφθηκε να ξαναγυρίσει με την βοήθεια των Περσών και του Ξέρξη σ’ αυτήν, καθώς κι’ αυτός όπως και οι σημερινοί πολιτικοί κομματάρχες μας δεν θεωρούν πως αλλάζουν πολλά πράγματα για τους εξουσιαστές από την κατρακύλα μιας πολιτείας, από την ανεξαρτησία στην υποτέλεια. Αντίθετα μάλιστα θεωρούν πως με την αύξηση της ξένης εξάρτησης, μειώνεται η δική τους εξάρτηση από τους πολίτες.
Σαν χθές λοιπόν το σήμερα.
Λέγαμε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, μα όταν δεν προχωρεί καθόλου, επαναλαμβάνεται και πάλι, κολλημένη στη λάσπη και ΄μεις νομίζουμε πως προχωρεί γιατί απλώς γηράσκουμε. Ναι προχωρεί ο χρόνος στην χώρα που τίποτε δεν προχωρεί και μάλιστα κάποιοι λένε πως πάει πίσω, αντίστροφα προς την λογική, γυρνώντας την κοινωνία στο παρελθόν.
Και ΄μείς νομίζουμε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται κάθε τετραετία, τριετία ή και διετία ακόμη, τόσο ταχύτητα πήρε ο χρόνος της επανάληψής της, ενώ η ιστορία απλώς δεν προχωρεί και μας περιμένει να αλλάξουμε εμείς, αντί το περιβάλλον.
Σαν χθες δεν ήταν που διαδηλώναμε ενάντια στα μέτρα, ένα εκατομμύριο λαού εκεί στο Σύνταγμα, και ξαφνικά μας φώναξαν κάνετε πέρα, γιατί έρχονται οι αρμόδιοι να λύσουν τις διαφορές σας με την κυβέρνηση, οι αναρχικοί δηλαδή με τα ματ και άρχισαν να πέφτουν σαν το μάννα εξ’ ουρανού τα δακρυγόνα και σκορπίσαμε αφήνοντας τους σιδηρόφρακτους ιππότες μας να λύσουν μεταξύ τους με τα κοντάρια τις διαφορές μας με το κράτος, όπως στο καθεστώς της θεοδικίας στον μεσαίωνα.
Και τι αν το κράτος άλλαξε επικυρίαρχο κεφαλή και στέμμα και πνεύμα ακόμη. Δεν έμεινε η δημοκρατία στην θέση της να μετράει τα κουκιά της και τα δάκτυλα της παλάμης της;
Σαν χθές δεν ήταν που ξεθάψαμε τα πιο μεγάλα λόγια των προγόνων μας από την ιστορία και τα προβάραμε στο στόμα μας και τραβήξαμε όλοι από μια κόκκινη γραμμή και είπαμε πέρα απ’ αυτή δεν υποχωρούμε;
Τι κι αν δεν φροντίσαμε να είναι μια η κόκκινη γραμμή για όλους, ίσως εκ του πονηρού, κανείς δεν είναι σίγουρος πλέον ούτε για τον εαυτό του, έτσι που ο ένας μας να υποχωρεί από την κόκκινη γραμμή του άλλου, ώσπου στο τέλος να υποχωρήσουμε όλοι, απ’ όλες τις κόκκινες γραμμές, όπως στον Σαγγάριο και στην Κύπρο;
Την έχουμε μάθει βλέπεις την τέχνη της υποχώρησης, καλύτερα απ’ όλους οι αρχηγοί μας, μα και ΄μεις ο λαός δεν πάμε πίσω.. Κι’ εκείνο πάλι «ο φασισμός δεν θα περάσει», όταν κανείς μας δεν ξέρει τι είναι ο φασισμός και ποιό ακριβώς το προμελετημένο του δρομολόγιο;
Και δεν ξέρουμε ακόμη και σήμερα αν πέρασε ή δεν πέρασε και δεν τον αντιληφθήκαμε, γιατί ο φασισμός τελευταία έγινε σαν τους ιούς και τα μικρόβια, νανοτεχνολογικώς αόρατος.
Έτσι λοιπόν τα μέτρα πέρασαν και ετοιμάζονται να ξαναπεράσουν και τώρα διαδηλώνουν και αστυνομικοί ενάντιά τους και δικαστικοί που θα κληθούν ξανά να αποφανθούν αν είναι το ίδιο συνταγματικά με τα προηγούμενα, που δεν φαίνονταν εκ πρώτης όψεως να είναι, μα απεδείχθησαν τα καταραμένα συνταγματικότερα και του συντάγματος ακόμη, προς δικαίωσιν των τυφλών της Ζακύνθου, που βλέπουν καλύτερα όλων ημών που έχουμε τα μάτια μας, ίσως και τετρακόσια, μα δεν θέλουμε να καταλάβουμε πως ο άνθρωπος με το συμφέρον του εγκεφάλου βλέπει και όχι με τα μάτια
Σαν χθες λοιπόν σήμερα, το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου θέλει να μας σώσει από τον ηγέτη της τριμερούς συγκυβέρνησης Σαμαρά, που μας έσωσε από το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου, που μας είχε σώσει από την Ν.Δ. του Καραμανλή.
Κανείς όμως δεν λέει να μας σώσει, ούτε και οι αντιπολιτευόμενοι την συγκυβέρνηση, από την οικονομική και πολιτική υποτέλεια στους Γερμανούς, που θέλουν αντίθετα να μας σώσουν από τις χρόνιες αμαρτίες και τα μειονεκτήματα της εθνικής μας ανεξαρτησίας και τους κακούς μας εαυτούς. Έτσι ο Τσίπρας γίνεται την μια Τσιπρανδρέου, την άλλη Τσιπροσαμαράς, ο Σαμαράς Σαμαρανδρέου, ο Βενιζέλος Βενιζελοσαμαράς, και ο Κουβέλης Κουβελοκαρατζαφέρης.
Σαν χθες που ο εκπρόσωπος της Ελλάδος στο ΔΝΤ έλεγε ότι το πρόγραμμα λιτότητος δεν βγαίνει και όμως το εφαρμόσαμε, δεν λέει και πάλι σήμερα ο εκπρόσωπός μας σ’ αυτό, μα και το ίδιο το ΔΝΤ επίσημα πως δεν βγαίνει, όμως και πάλι ετοιμαζόμαστε να το εφαρμόσουμε, σίγουροι πως θα μεσολαβήσει κάποιο άλλο αναπάντεχο και συνταρακτικότερο στο πέρασμα του χρόνου γεγονός. Και πάλι κάποιοι μας λένε πως αυτά τα μέτρα θα είναι τα τελευταία, χωρίς να διευκρινίζουν αν απλώς θα είναι τα τελευταία μας, ή τα τελευταία τους και πως μπορεί να εγγυηθεί κάποιος κάτι σήμερα, όταν καταρρέουν διεθνώς όλες οι εγγυήσεις; Και κάποιοι προτείνουν να παραπεμφθούν στην δικαιοσύνη οι πολιτικοί που μας οδήγησαν στην υποτέλεια, όταν η υποτέλεια είναι εδώ και βαθαίνει και πλαταίνει και τα πολιτικά της ατοπήματα επαναλαμβάνονται.
Σαν σήμερα λοιπόν, θα μαζευτούμε πάλι ένα εκατομμύριο λαού και λίγοι αστυνομικοί, δικαστικοί και πανεπιστημιακοί επιπροσθέτως για να γιορτάσουμε στην αυτοσχέδια αυτή γιορτή της δημοκρατίας τα νέα αντιλαϊκά για την σωτηρία του λαού μέτρα, που θα παρθούν όχι ερήμην μας, μα παρουσία μας και παρουσία των εκλεγμένων, δεν έχει σημασία πως, εκπροσώπων μας. Τώρα αν εμείς δεν μπορούμε να ελέγξουμε την πολιτική βούλησή μας, αν δεν ελέγχουμε την συνήθεια του χεριού μας την ώρα της κάλπης, αν θέλουμε την πίττα γερή και τον σκύλο χορτάτο που στο τέλος να μην έχουμε ούτε πίττα, ούτε σκύλο, ποιος μας φταίει;
Όταν εμείς που έχουμε καταθέσεις μικρές ή μεγάλες και δεν περιμένουμε από την εργασία μας να ζήσουμε, είμαστε ίσοι σχεδόν αριθμητικά μ’ αυτούς που δεν έχουν ούτε καταθέσεις, ούτε περιουσία, ούτε εισοδήματα, ούτε εργασία, πώς να σεβασθούμε αυτόν το θεμέλιο λίθο της οικονομίας, την εργασία δηλαδή και να μην την αποσυνδέσουμε από τον νόμο της λογικής, που λέει πως πρέπει να επιτρέπει την επιβίωση αυτού που την επιτελεί και να μην την αφήσουμε στον νόμο της αγοράς να ρυθμίσει την αμοιβή της, τώρα που οι απόκληροι της μοίρας πλημμύρισαν τα πεζοδρόμια;
Αφού αφήσαμε τα σύνορα να πέσουν και τα κόμματα να γίνουν επιχειρήσεις και η πολιτική επάγγελμα σαν το ποδόσφαιρο, γιατί στενοχωριόμαστε που οι παίκτες και οι πρόεδροι των ομάδων γίναν ξένοι και αγωνίζονται σε ξένο αχερώνα; Τι κι’ αν τα μέτρα τα παίρνουν ξένοι, όταν τόσο πρόθυμοι είμαστε όλοι μας να τα υιοθετήσουμε, μα και να μιμηθούμε τους ξένους, να τους αντιγράψουμε και να γίνουμε σαν αυτούς και να κολλήσουμε κοντά τους και στο νόμισμά τους, σαν περιφρονημένοι παρίες έστω, ακριβώς όπως οι λαθρομετανάστες περνούν τα σύνορά μας και κολλούν πάνω μας, όσο και αν εμείς τους φωνάζουμε πως δεν θέλουμε την όψη τους, την θρέψη τους, τα χνώτα τους, τις αρρώστιες τους, τη θρησκεία τους και τα μαχαίρια τους..
Πρέπει εν κατακλείδι να καταλάβουμε πως η παγκοσμιοποίηση πάει πακέτο και δεν πρόκειται να γυρίσει η αρχική καλή της φάση, της Ευρώπης των λαών και το παλιό καλό, φαντασιωμένο με ιδανικά ξεκίνημά της.
Μπορεί η Ελλάδα να ξαποσταίνει στη λάσπη και να πηγαίνει πίσω όσο θέλει, η παγκοσμιοποίηση όμως δεν ελέγχεται από κανένα επί μέρους παίκτη της για να αναστραφεί η πορεία της, που έχει τους δικούς της αγοραίους νόμους. Από την στιγμή που η μισανθρωπία και η εκμετάλλευση έγινε ιδεολογία ποιος θα μας σώσει από τους εαυτούς μας, για να μας σώσει έπειτα από τους Γερμανούς, που από πίσω τους κρύβονται άλλοι και πίσω κι’ από εκείνους άλλοι πάλι, που κανείς τελικά να μην ξέρει ποιός κρύβεται πίσω από τον καθένα μας.
Κι’ ίσως αυτό τελικά το διεθνές κρυφτούλι και αλαλούμ συμφερόντων, σ’ αυτήν την έκταση που παρατηρείται σήμερα, να είναι το μόνο νέο τελικά στοιχείο που έχει να επιδείξει η ιστορία σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου