Σε περιόδους χρηματοοικονομικών κρίσεων παρατηρούνται μεγάλες αυξομειώσεις στη συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου σε σχέση με το ευρώ. Η υψηλή αυτή μεταβλητότητα της ισοτιμίας προκαλεί σημαντικά οικονομικά προβλήματα σε ελληνικές εξαγωγικές αλλά και εισαγωγικές επιχειρήσεις. Ο σημαντικότερος και ταυτόχρονα πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμος κίνδυνος που προκύπτει από αυτό το φαινόμενο είναι ο λεγόμενος συναλλαγματικός κίνδυνος ανταγωνιστικότητας (exchange rate economic risk).
Ο κίνδυνος αυτός αναφέρεται στην επίδραση που έχει η ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου στο κόστος παραγωγής του Έλληνα εξαγωγέα, το οποίο εκφράζεται σε ευρώ, σε σχέση με το κόστος παραγωγής των ανταγωνιστών του στις εξαγωγικές αγορές (π.χ. ΗΠΑ) που εκφράζεται σε δολάρια. Όταν το δολάριο υποτιμάται σε σχέση με το ευρώ (ή ανατιμάται το ευρώ σε σχέση με το δολάριο), τότε το κόστος παραγωγής του Έλληνα εξαγωγέα αυξάνεται σε σχέση με το κόστος παραγωγής των ανταγωνιστών του. Κάτι τέτοιο έχει συνήθως δύο συνέπειες για τον έλληνα εξαγωγέα: Είτε αναγκάζεται να αυξήσει την τιμή πώλησης σε δολάρια προκειμένου να διατηρήσει σταθερό το ποσοστό κέρδους, γεγονός που μειώνει την ανταγωνιστική του θέση στη διεθνή αγορά και συρρικνώνει το μερίδιό του. Είτε επιλέγει να διατηρήσει την τιμή πώλησης σε δολάρια σταθερή, πράγμα που από την άλλη πλευρά τού περιορίζει το ποσοστό κέρδους. Ο κίνδυνος ανταγωνιστικότητας μπορεί να εμφανιστεί είτε με μία από τις δύο μορφές που προαναφέρθηκαν (περιορισμό του μεριδίου αγοράς και περιορισμό του ποσοστού κέρδους), είτε με έναν καλό συνδυασμό και των δύο. Σε κάθε περίπτωση όμως πλήττει τα συμφέροντα των ελλήνων εξαγωγέων.
Οι εμπορικές τράπεζες, καθώς και οι συνεταιριστικές τράπεζες σε τοπικό επίπεδο, θα πρέπει να συμβουλεύουν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις σε θέματα συναλλαγματικού κινδύνου. Επίσης, θα μπορούσαν να προτείνουν τρόπους προστασίας (hedging) που στηρίζονται στη χρήση σύγχρονων χρηματοοικονομικών προϊόντων όπως τα Δικαιώματα Συναλλάγματος (Currency Options) Δεύτερης Γενιάς που αναπτύχθηκαν από τη βιομηχανία χρηματοοικονομικής μηχανικής (financial engineering industry).
Τα δικαιώματα συναλλάγματος πρώτης και δεύτερης γενιάς
Το πιο απλό χρηματοοικονομικό προϊόν για την εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου είναι το Προθεσμιακό Συμβόλαιο. Αυτό το προϊόν συνιστάται για την κάλυψη του κινδύνου σε ποσά εισπρακτέα και όχι για τον οικονομικό κίνδυνο ανταγωνιστικότητας. Ένας εναλλακτικός τρόπος εξάλειψης του συναλλαγματικού κινδύνου είναι τα Δικαιώματα σε Συνάλλαγμα (Currency Options).
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η χρησιμότητα των Δικαιωμάτων στην περίπτωση μιας ειδικής μορφής συναλλαγματικού κινδύνου, γνωστού ως ‘Τυχαίος Κίνδυνος σε Ποσά Εισπρακτέα’ (Contingent Transaction Exposure). Αυτός ο κίνδυνος ανακύπτει σε επιχειρήσεις που υποβάλουν προσφορές ανάληψης (κατασκευαστικών ή άλλων) έργων στο εξωτερικό με πληρωμή σε ξένο νόμισμα. Για παράδειγμα, έστω ότι μια κατασκευαστική εταιρεία υποβάλει την προσφορά της την 1/7/2010 για την κατασκευή μιας γέφυρας στο εξωτερικό. Η εταιρεία προϋπολογίζει το κόστος της προσφοράς με βάση την ισοτιμία που ισχύει στην 1/7/2010 και άρα για να καλυφθεί από τον συναλλαγματικό κίνδυνο θα πρέπει να προβεί σε πράξη κάλυψης του κινδύνου στις 1/7/2010. Όμως, η ανακοίνωση του αποτελέσματος (για το εάν η εταιρεία θα αναλάβει τελικά το έργο) θα γίνει μετά την αξιολόγηση όλων των ανταγωνιστικών προσφορών, έστω στην 1/7/2011. Εάν την 1/7/2011 η επιχείρηση δεν είναι επιτυχής στην ανάληψη του έργου, δεν θα έχει κανένα κίνδυνο. Εάν είναι επιτυχής, τότε ο κίνδυνος ανακύπτει. Άρα, το πρόβλημα που δημιουργείται είναι ότι η εταιρεία θα πρέπει να καλυφθεί την 1/7/2010 για ένα κίνδυνο που πιθανώς ανακύψει (αλλά όχι σίγουρα) την 1/7/2011. Αυτός ο κίνδυνος είναι γνωστός ως Contingent Risk (Τυχαίος Κίνδυνος). Το καλύτερο μέσο προστασίας σε αυτή την περίπτωση είναι ένα Δικαίωμα Συναλλάγματος λόγω της ευελιξίας του. Βέβαια, η ευελιξία συνεπάγεται και ένα πρίμιουμ για το Δικαίωμα Συναλλάγματος. Το ακριβές ύψος αυτού του πριμ καθορίζεται με βάση τον τύπο των Black and Scholes (1973), που αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις στο χώρο των Οικονομικών.
Στις μέρες μας, η ζήτηση από επιχειρήσεις τέτοιων χρηματοοικονομικών Δικαιωμάτων για προστασία από συναλλαγματικό κίνδυνο είναι τόσο υψηλή, που γέννησε την ανάγκη για τη δημιουργία Προϊόντων Δεύτερης Γενιάς από επενδυτικούς και χρηματοοικονομικούς οίκους που αποτελούν τον κλάδο της Χρηματοοικονομικής Μηχανικής (Financial Engineering Industry) στις διεθνείς αγορές χρηματοοικονομικών προϊόντων, όπως του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης, του Τόκυο, της Φιλαδέλφειας, του Σικάγο κ.α.
Τα χρηματοοικονομικά Δικαιώματα Δεύτερης Γενιάς είναι πάρα πολλά (Asian Options, Quanto Options, Dual-Currency Options, Up-and-Out Options, Up-and-In Options, Binary Options, κα). Η χρήση τους αποσκοπεί στην κάλυψη συγκεκριμένων, εξειδικευμένων κινδύνων που αντιμετωπίζουν διάφορες εξαγωγικές επιχειρήσεις του εξωτερικού. Μια μορφή εξειδικευμένου συναλλαγματικού κινδύνου που θα μπορούσε να εξαλειφθεί με τη χρήση του Δικαιώματος Δεύτερης Γενιάς Asian Option είναι ο Πολλαπλός Κίνδυνος σε Ποσά Εισπρακτέα (Multiple Transaction Risk). Αυτός ο Κίνδυνος προέρχεται όταν το εμπορικό συμβόλαιο προβλέπει πληρωμή του εξαγωγέα με δόσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα σε δολάρια. Για παράδειγμα, μια εξαγωγική επιχείρηση απέστειλε το προϊόν της στις ΗΠΑ και η πληρωμή θα γίνει σε 6 ισόποσες δόσεις σε συγκεκριμένα μελλοντικά χρονικά σημεία (γνωστά στην επιχείρηση). Η εξάλειψη των 6 κινδύνων που προκύπτουν από αυτή τη συμφωνία μπορεί να γίνει αποτελεσματικά με τη χρήση ενός μόνο Asian Option (και όχι 6 options πρώτης γενιάς). Είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτό το Δικαίωμα είναι σημαντικά πιο φθηνό από ένα αντίστοιχο Δικαίωμα πρώτης γενιάς. Τα Δικαιώματα Asian Options είναι σχετικά πρόσφατα και εμφανίστηκαν στις αγορές τα τελευταία χρόνια.
Στην πράξη, λοιπόν, πολλές μεγάλες εξαγωγικές επιχειρήσεις του εξωτερικού έρχονται σε επικοινωνία με μεγάλους χρηματοοικονομικούς οίκους και τράπεζες του εξωτερικού, αναλύουν το συγκεκριμένο τύπο συναλλαγματικού κινδύνου που αντιμετωπίζουν και οι οίκοι προτείνουν εξειδικευμένα πακέτα προστασίας που περιλαμβάνουν Δικαιώματα Δεύτερης Γενιάς όπως τα παραπάνω. Έτσι, καταφαίνεται ότι μεγάλες εξαγωγικές επιχειρήσεις λαμβάνουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο πολύ σοβαρά και μεγάλοι χρηματοοικονομικοί οίκοι και τράπεζες προσφέρουν εξατομικευμένες λύσεις προστασίας με τη χρήση χρηματοοικονομικών Δικαιωμάτων.
O ρόλος των τραπεζών
Οι εμπορικές και ιδιαίτερα οι τοπικές συνεταιριστικές τράπεζες θα μπορούσαν (και κάποιες το έχουν ήδη κάνει) να εντάξουν στο χαρτοφυλάκιο των δραστηριοτήτων τους την παροχή ‘πακέτου συμβουλών και προστασίας από το συναλλαγματικό κίνδυνο’. Τα στελέχη των τραπεζών θα πρέπει να ενημερώνουν τις εξαγωγικές και εισαγωγικές επιχειρήσεις για τα είδη των κινδύνων και για το πώς αυτοί οι κίνδυνοι θα μπορούσαν να εξαλειφθούν με την χρήση των παραπάνω χρηματοοικονομικών προϊόντων. Η χρήση των προϊόντων αυτών είναι εξαιρετικά διαδεδομένη σε διεθνές επίπεδο και γίνεται τόσο από ξένες τράπεζες όσο και από ξένες εξαγωγικές επιχειρήσεις ανταγωνιστικές προς τις αντίστοιχες ελληνικές. Αυτό σημαίνει ότι η μη χρήση από τις ελληνικές επιχειρήσεις αυτών των εργαλείων προστασίας θα μπορούσε να τις θέσει ακόμα περισσότερο σε δυσμενή ανταγωνιστική θέση, διότι σε περιόδους πτώσης του ευρώ οι ξένες εξαγωγικές επιχειρήσεις καλύπτουν τον κίνδυνό τους, ενώ σε περιόδους πτώσης του δολαρίου οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν το κάνουν. Οι τράπεζες, κατευθυνόμενες προς την παροχή συμβουλών και προστασίας, θα επωφεληθούν από την επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε μια κερδοφόρα περιοχή. Ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο, η ανάληψη ανάλογων πρωτοβουλιών από τις τοπικές τράπεζες θα ενισχύσει την κερδοφορία τους.
http://www.skai.gr/
Ο κίνδυνος αυτός αναφέρεται στην επίδραση που έχει η ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου στο κόστος παραγωγής του Έλληνα εξαγωγέα, το οποίο εκφράζεται σε ευρώ, σε σχέση με το κόστος παραγωγής των ανταγωνιστών του στις εξαγωγικές αγορές (π.χ. ΗΠΑ) που εκφράζεται σε δολάρια. Όταν το δολάριο υποτιμάται σε σχέση με το ευρώ (ή ανατιμάται το ευρώ σε σχέση με το δολάριο), τότε το κόστος παραγωγής του Έλληνα εξαγωγέα αυξάνεται σε σχέση με το κόστος παραγωγής των ανταγωνιστών του. Κάτι τέτοιο έχει συνήθως δύο συνέπειες για τον έλληνα εξαγωγέα: Είτε αναγκάζεται να αυξήσει την τιμή πώλησης σε δολάρια προκειμένου να διατηρήσει σταθερό το ποσοστό κέρδους, γεγονός που μειώνει την ανταγωνιστική του θέση στη διεθνή αγορά και συρρικνώνει το μερίδιό του. Είτε επιλέγει να διατηρήσει την τιμή πώλησης σε δολάρια σταθερή, πράγμα που από την άλλη πλευρά τού περιορίζει το ποσοστό κέρδους. Ο κίνδυνος ανταγωνιστικότητας μπορεί να εμφανιστεί είτε με μία από τις δύο μορφές που προαναφέρθηκαν (περιορισμό του μεριδίου αγοράς και περιορισμό του ποσοστού κέρδους), είτε με έναν καλό συνδυασμό και των δύο. Σε κάθε περίπτωση όμως πλήττει τα συμφέροντα των ελλήνων εξαγωγέων.
Οι εμπορικές τράπεζες, καθώς και οι συνεταιριστικές τράπεζες σε τοπικό επίπεδο, θα πρέπει να συμβουλεύουν τις εξαγωγικές επιχειρήσεις σε θέματα συναλλαγματικού κινδύνου. Επίσης, θα μπορούσαν να προτείνουν τρόπους προστασίας (hedging) που στηρίζονται στη χρήση σύγχρονων χρηματοοικονομικών προϊόντων όπως τα Δικαιώματα Συναλλάγματος (Currency Options) Δεύτερης Γενιάς που αναπτύχθηκαν από τη βιομηχανία χρηματοοικονομικής μηχανικής (financial engineering industry).
Τα δικαιώματα συναλλάγματος πρώτης και δεύτερης γενιάς
Το πιο απλό χρηματοοικονομικό προϊόν για την εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου είναι το Προθεσμιακό Συμβόλαιο. Αυτό το προϊόν συνιστάται για την κάλυψη του κινδύνου σε ποσά εισπρακτέα και όχι για τον οικονομικό κίνδυνο ανταγωνιστικότητας. Ένας εναλλακτικός τρόπος εξάλειψης του συναλλαγματικού κινδύνου είναι τα Δικαιώματα σε Συνάλλαγμα (Currency Options).
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η χρησιμότητα των Δικαιωμάτων στην περίπτωση μιας ειδικής μορφής συναλλαγματικού κινδύνου, γνωστού ως ‘Τυχαίος Κίνδυνος σε Ποσά Εισπρακτέα’ (Contingent Transaction Exposure). Αυτός ο κίνδυνος ανακύπτει σε επιχειρήσεις που υποβάλουν προσφορές ανάληψης (κατασκευαστικών ή άλλων) έργων στο εξωτερικό με πληρωμή σε ξένο νόμισμα. Για παράδειγμα, έστω ότι μια κατασκευαστική εταιρεία υποβάλει την προσφορά της την 1/7/2010 για την κατασκευή μιας γέφυρας στο εξωτερικό. Η εταιρεία προϋπολογίζει το κόστος της προσφοράς με βάση την ισοτιμία που ισχύει στην 1/7/2010 και άρα για να καλυφθεί από τον συναλλαγματικό κίνδυνο θα πρέπει να προβεί σε πράξη κάλυψης του κινδύνου στις 1/7/2010. Όμως, η ανακοίνωση του αποτελέσματος (για το εάν η εταιρεία θα αναλάβει τελικά το έργο) θα γίνει μετά την αξιολόγηση όλων των ανταγωνιστικών προσφορών, έστω στην 1/7/2011. Εάν την 1/7/2011 η επιχείρηση δεν είναι επιτυχής στην ανάληψη του έργου, δεν θα έχει κανένα κίνδυνο. Εάν είναι επιτυχής, τότε ο κίνδυνος ανακύπτει. Άρα, το πρόβλημα που δημιουργείται είναι ότι η εταιρεία θα πρέπει να καλυφθεί την 1/7/2010 για ένα κίνδυνο που πιθανώς ανακύψει (αλλά όχι σίγουρα) την 1/7/2011. Αυτός ο κίνδυνος είναι γνωστός ως Contingent Risk (Τυχαίος Κίνδυνος). Το καλύτερο μέσο προστασίας σε αυτή την περίπτωση είναι ένα Δικαίωμα Συναλλάγματος λόγω της ευελιξίας του. Βέβαια, η ευελιξία συνεπάγεται και ένα πρίμιουμ για το Δικαίωμα Συναλλάγματος. Το ακριβές ύψος αυτού του πριμ καθορίζεται με βάση τον τύπο των Black and Scholes (1973), που αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις στο χώρο των Οικονομικών.
Στις μέρες μας, η ζήτηση από επιχειρήσεις τέτοιων χρηματοοικονομικών Δικαιωμάτων για προστασία από συναλλαγματικό κίνδυνο είναι τόσο υψηλή, που γέννησε την ανάγκη για τη δημιουργία Προϊόντων Δεύτερης Γενιάς από επενδυτικούς και χρηματοοικονομικούς οίκους που αποτελούν τον κλάδο της Χρηματοοικονομικής Μηχανικής (Financial Engineering Industry) στις διεθνείς αγορές χρηματοοικονομικών προϊόντων, όπως του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης, του Τόκυο, της Φιλαδέλφειας, του Σικάγο κ.α.
Τα χρηματοοικονομικά Δικαιώματα Δεύτερης Γενιάς είναι πάρα πολλά (Asian Options, Quanto Options, Dual-Currency Options, Up-and-Out Options, Up-and-In Options, Binary Options, κα). Η χρήση τους αποσκοπεί στην κάλυψη συγκεκριμένων, εξειδικευμένων κινδύνων που αντιμετωπίζουν διάφορες εξαγωγικές επιχειρήσεις του εξωτερικού. Μια μορφή εξειδικευμένου συναλλαγματικού κινδύνου που θα μπορούσε να εξαλειφθεί με τη χρήση του Δικαιώματος Δεύτερης Γενιάς Asian Option είναι ο Πολλαπλός Κίνδυνος σε Ποσά Εισπρακτέα (Multiple Transaction Risk). Αυτός ο Κίνδυνος προέρχεται όταν το εμπορικό συμβόλαιο προβλέπει πληρωμή του εξαγωγέα με δόσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα σε δολάρια. Για παράδειγμα, μια εξαγωγική επιχείρηση απέστειλε το προϊόν της στις ΗΠΑ και η πληρωμή θα γίνει σε 6 ισόποσες δόσεις σε συγκεκριμένα μελλοντικά χρονικά σημεία (γνωστά στην επιχείρηση). Η εξάλειψη των 6 κινδύνων που προκύπτουν από αυτή τη συμφωνία μπορεί να γίνει αποτελεσματικά με τη χρήση ενός μόνο Asian Option (και όχι 6 options πρώτης γενιάς). Είναι πολύ σημαντικό να σημειωθεί ότι αυτό το Δικαίωμα είναι σημαντικά πιο φθηνό από ένα αντίστοιχο Δικαίωμα πρώτης γενιάς. Τα Δικαιώματα Asian Options είναι σχετικά πρόσφατα και εμφανίστηκαν στις αγορές τα τελευταία χρόνια.
Στην πράξη, λοιπόν, πολλές μεγάλες εξαγωγικές επιχειρήσεις του εξωτερικού έρχονται σε επικοινωνία με μεγάλους χρηματοοικονομικούς οίκους και τράπεζες του εξωτερικού, αναλύουν το συγκεκριμένο τύπο συναλλαγματικού κινδύνου που αντιμετωπίζουν και οι οίκοι προτείνουν εξειδικευμένα πακέτα προστασίας που περιλαμβάνουν Δικαιώματα Δεύτερης Γενιάς όπως τα παραπάνω. Έτσι, καταφαίνεται ότι μεγάλες εξαγωγικές επιχειρήσεις λαμβάνουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο πολύ σοβαρά και μεγάλοι χρηματοοικονομικοί οίκοι και τράπεζες προσφέρουν εξατομικευμένες λύσεις προστασίας με τη χρήση χρηματοοικονομικών Δικαιωμάτων.
O ρόλος των τραπεζών
Οι εμπορικές και ιδιαίτερα οι τοπικές συνεταιριστικές τράπεζες θα μπορούσαν (και κάποιες το έχουν ήδη κάνει) να εντάξουν στο χαρτοφυλάκιο των δραστηριοτήτων τους την παροχή ‘πακέτου συμβουλών και προστασίας από το συναλλαγματικό κίνδυνο’. Τα στελέχη των τραπεζών θα πρέπει να ενημερώνουν τις εξαγωγικές και εισαγωγικές επιχειρήσεις για τα είδη των κινδύνων και για το πώς αυτοί οι κίνδυνοι θα μπορούσαν να εξαλειφθούν με την χρήση των παραπάνω χρηματοοικονομικών προϊόντων. Η χρήση των προϊόντων αυτών είναι εξαιρετικά διαδεδομένη σε διεθνές επίπεδο και γίνεται τόσο από ξένες τράπεζες όσο και από ξένες εξαγωγικές επιχειρήσεις ανταγωνιστικές προς τις αντίστοιχες ελληνικές. Αυτό σημαίνει ότι η μη χρήση από τις ελληνικές επιχειρήσεις αυτών των εργαλείων προστασίας θα μπορούσε να τις θέσει ακόμα περισσότερο σε δυσμενή ανταγωνιστική θέση, διότι σε περιόδους πτώσης του ευρώ οι ξένες εξαγωγικές επιχειρήσεις καλύπτουν τον κίνδυνό τους, ενώ σε περιόδους πτώσης του δολαρίου οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν το κάνουν. Οι τράπεζες, κατευθυνόμενες προς την παροχή συμβουλών και προστασίας, θα επωφεληθούν από την επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε μια κερδοφόρα περιοχή. Ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο, η ανάληψη ανάλογων πρωτοβουλιών από τις τοπικές τράπεζες θα ενισχύσει την κερδοφορία τους.
http://www.skai.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου