Εν όψει της νέας χρονιάς και μετά την παρακολούθηση της νεοεμφανισθείσας γαλλογερμανικής ξυνωρίδας που με σθένος αντιτάχθηκε στην ιδέα του Ευρωομολόγου στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής, αισθάνθηκα την ανάγκη να καταγράψω κάποιες σκέψεις.
Οφείλω να ομολογήσω πως, σε οικονομικούς όρους, ακούγεται κατ’ αρχήν απολύτως ρεαλιστική η άνευ συζήτησης απόρριψη του Ευρωομολόγου ως λύση για την έξοδο των ασθενών χωρών από την κρίση. Ο οποιοσδήποτε ψύχραιμος (ακόμα και Έλληνας) οικονομολόγος θα έπρεπε να ταυτιστεί με την άποψη των Γαλλογερμανών η οποία παραστατικά θα μπορούσε να διατυπωθεί ως ακολούθως: «Κύριοι «γουρούνια» (εκ του P. I. I. G. S. Portugal, Italy, Ireland, Greece και Spain), τι ζητάτε σήμερα; Εμείς, τα τελευταία 50 περίπου χρόνια δομήσαμε μια χωρική ζώνη ελεύθερης διακίνησης εμπορευμάτων και ανθρώπων που την ονομάσαμε Ευρωζώνη. Συγχρηματοδοτήσαμε και συγχρηματοδοτούμε από ένα ενιαίο ταμείο στο οποίο όλοι συνεισφέραμε κάποια έργα υποδομής και κάποιες πολιτικές (όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική) που όλοι μαζί (αλλά εμείς λίγο περισσότερο -sic-) συνομολογήσαμε πως διευκόλυναν την όλη κατάσταση. Επιπλέον, ορίσαμε κάποιους στόχους στα Σύμφωνα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η τήρηση των οποίων διασφάλιζε τον προσανατολισμό της πορείας μας. Τέλος, για να θωρακίσουμε το νέο αυτό μόρφωμα, σταθεροποιήσαμε απόλυτα τις εθνικές μας ισοτιμίες κάτω από ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ. Γιατί λοιπόν μας ζητάτε τώρα να πληρώσουμε από πάνω τις αστοχίες των πολιτικών σας και τις δομικές αδυναμίες των οικονομιών σας; Γιατί πρέπει ο Γάλλος ή ο Γερμανός φορολογούμενος να πληρώσει, για παράδειγμα, τον υπεράριθμο και υπεραμοιβόμενο Έλληνα δημόσιο υπάλληλο;» Το ερώτημα εμφανίζεται εύλογο και η απάντηση μονόδρομος. Είναι έτσι όμως;
Η αντικειμενική απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα κατά την εκτίμησή μου απέχει από τις έσχατες γαλλογερμανικές κορώνες και κρύβεται μέσα στην ίδια νεότερη Ιστορία της Οικονομίας.
Κατ’ αρχήν, για τους αμνήμονες συνευρωπαίους μας, να θυμήσουμε πως όλοι οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι πρέπει να πληρώνουμε κατ’ αναλογία το κόστος που δημιουργούν οι πολιτικές παράμετροι της Νομισματικής μας Ενοποίησης. Το αποδείξαμε έμπρακτα, όταν αδιαμαρτύρητα δεχτήκαμε ως βάση του ευρώ ένα κίβδηλο μάρκο. Συγκεκριμένα, όταν έγινε η ενοποίηση της Ανατολικής με τη Δυτική Γερμανία, η αγοραία ισοτιμία ανατολικού-δυτικού μάρκου ήταν 7-1. Για λόγους πολιτικούς, η ενοποίηση έγινε σε ισοτιμία 1-1. Στην ουσία λοιπόν, επταπλασιάστηκε ονομαστικά η αξία του 30% του τότε συνολικού Γερμανικού ΑΕΠ χωρίς να διαταραχτεί -ως όφειλε- η σχέση του ενιαίου -πλέον- μάρκου με τον ιστορικό πατέρα του ευρώ, το ecu. Το μάρκο λοιπόν, που λίγο αργότερα εντάξαμε και χρησιμοποιήσαμε ουσιαστικά ως βάση συναλλαγών οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, δεν ήταν το ίδιο μάρκο που αρχικά είχαμε συμφωνήσει. Περιττό να πούμε ποιος πλήρωσε το λογαριασμό γι’ αυτή την πολιτική μη υποτίμηση του μάρκου, και πόσο πιο ακριβός ήταν ο λογαριασμός αυτός έναντι του κόστους οποιουδήποτε Ευρωομολόγου. Αυτονόητο επίσης, πως η νεότερη Ιστορία του ευρώ βρίθει τέτοιων παραδειγμάτων οικονομικών θυσιών στο βωμό των πολιτικών και διπλωματικών σκοπιμοτήτων. Δυστυχώς όμως είναι στη φύση των περισσοτέρων ανθρώπων να εξετάζουν λεπτομερώς τι πληρώνουν, μόνο όταν βρίσκονται σε στέρηση ή σε έλλειψη. Έτσι, η σε άλλη χρονική στιγμή εύκολη και αυτονόητη οικονομική διάσωση της χώρας μας (το δημόσιο χρέος μας αντιπροσωπεύει σήμερα οριακά το 2% του Ευρωπαϊκού ΑΕΠ), παρουσιάζεται, εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής δυσπραγίας, ως ασύμφορη για την υπόλοιπη Ευρώπη. Η δε άρνηση αρωγής, καλύπτεται προσχηματικά κατά την εκτίμησή μου, πίσω από τις δημοσιονομικές ακροβασίες που κατά καιρούς κάναμε.
Αυθόρμητα λοιπόν μπορεί να απαντήσει τελικά κάποιος πως, πρέπει να διασωθούν πάση θυσία τα «γουρούνια» γιατί αυτό επιτάσσει η πορεία προς τη σύσταση ενός ομόσπονδου ευρωπαϊκού Κράτους.
Ευρωζώνη, ένα νέο Μπρέτον-Γουντς;
Αν όμως η άρνηση της έκδοσης Ευρωομολόγου είναι οριστική, τότε πρακτικά αναιρείται η εντολή άσκησης νομισματικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, απομακρύνεται η σύσταση κοινής οικονομικής πολιτικής για τις χώρες της Ευρωζώνης, και μετατρέπεται το ευρώ, από εθνικό νόμισμα, σε θεσμικά ορισμένο μέτρο στάθμισης των οικονομιών. Αυτόματα δηλαδή, εγκαταλείπεται το όραμα για μια Ενωμένη Ευρώπη, και μεταβαίνουμε πλέον σε μια Ευρώπη Ανεξάρτητων Κρατών, συμμετεχόντων σε μια συμφωνία τύπου εκσυγχρονισμένου Μπρέτον-Γουντς.
Συνοπτικά για τους μη γνωρίζοντες, η συμφωνία του Μπρέτον-Γουντς καθόρισε τις διεθνείς νομισματικές και οικονομικές εξελίξεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δημιούργησε το μεταπολεμικό σύστημα των σταθερών (αλλά δυνητικά μεταβαλλόμενων, κατόπιν συμφωνίας) συναλλαγματικών ισοτιμιών μεταξύ των νομισμάτων 44 χωρών που συμμετείχαν. Επίκεντρο και σημείο αναφοράς ήταν το αμερικανικό δολάριο και η μετατρεψιμότητά του σε χρυσό. Πρακτικά δηλαδή, οι χώρες αυτές θα μπορούσαν δυνητικά και με τους σύγχρονους τεχνολογικούς όρους να έχουν εγκαταλείψει τα εθνικά τους νομίσματα υιοθετώντας ένα ενιαίο νόμισμα το δολάριο, όπως ακριβώς έχουμε σήμερα το ευρώ.
Το σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μπρέτον – Γουντς διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 και συνδέθηκε με τη λεγόμενη «χρυσή περίοδο» της μεταπολεμικής περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας η παγκόσμια οικονομία γνώρισε πολύ υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης σε συνθήκες νομισματικής σταθερότητας. Η ανάπτυξη του «κράτους ευημερίας» και η επίτευξη πλήρους απασχόλησης συνετέλεσε στην επίτευξη κλίματος κοινωνικής συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων που, με τη σειρά του, βοήθησε στην επίτευξη υψηλών μακροοικονομικών επιδόσεων μέσα από αμοιβαίως επωφελείς συμφωνίες των εργατικών και των εργοδοτικών συνδικάτων. Μήπως αυτά δε συνέβησαν και στην Ευρώπη με την έλευση του ευρώ;
Η ειδυλλιακή αυτή εικόνα άρχισε να θολώνει προς το τέλος της δεκαετίας του ‘60. Το σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που είχε σημείο αναφοράς ένα συγκεκριμένο νόμισμα, εν προκειμένω το δολάριο, πρέπει να στηρίζεται σε νομισματική πολιτική που να είναι αποδεκτή από τους λοιπούς συμμετέχοντες. Ο ολοένα αυξανόμενος πληθωρισμός, που οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη χρηματοδότηση του πολέμου του Βιετνάμ αλλά και στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική στις ΗΠΑ στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ‘60, δημιούργησε πιέσεις για υποτίμηση του δολαρίου και αναπροσαρμογή της ισοτιμίας του ως προς το χρυσό και οδήγησε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, με επικεφαλής τη Γαλλία, να ζητήσουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες την ανταλλαγή των (δολαριακών) συναλλαγματικών τους αποθεμάτων με χρυσό. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 οι Ηνωμένες Πολιτείες έθεσαν τέρμα στη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό, θέτοντας έτσι τέλος στο καθεστώς των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Αν λοιπόν είμαστε στο σημείο όπου αποδεχόμαστε πως δεν συνθέτουμε ένα ομόσπονδο κράτος ή δεν βρισκόμαστε στον προθάλαμο ενός τέτοιου μορφώματος, θα πρέπει να προετοιμαστούμε για τα μελλούμενα, για τα οποία η ίδια η Ιστορία μας προειδοποιεί, αλλά τόσο εμείς όσο και οι Εταίροι μας φαίνεται επιδεικτικά ν’ αγνοούμε.
Γιατί, όπως ακριβώς η συμφωνία του Μπρέτον-Γουντς διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη, όταν το κυρίαρχο κράτος, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, προτίμησε να διαφυλάξει την εθνική της οικονομία από το να προχωρήσει σε μια κοινά συμφέρουσα πολιτική, μπροστά στις επιπλοκές που προκάλεσαν οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του ’60 και ’70 καθώς και άλλοι λόγοι, το ίδιο δύναται να συμβεί και με την Ευρωζώνη. Αν δηλαδή μπούμε σε μια λογική εθνικής και όχι ευρωπαϊκής αντιμετώπισης αυτής της κρίσης (αλλά και των επόμενων), τότε υποχρεωτικά θα παρθούν απ’ όλους μέτρα οικοδόμησης ενός τοίχους αναξιοπιστίας και προώθησης τοπικιστικών συμφερόντων. Έτσι, για παράδειγμα, η Πορτογαλία αφού δεν ενισχύεται και προκειμένου να χρεοκοπήσει, ενδέχεται να παραχωρήσει τα λιμάνια της στις Η.Π.Α. με το αζημίωτο προκαλώντας όμως φθορά στην ανταγωνιστικότητα των βιομηχανικών προϊόντων της Γαλλίας, η Ελλάδα να μη συνεκμεταλλευτεί τον όποιο ορυκτό πλούτο με Ευρωπαίους εταίρους, η Γερμανία, με τη σειρά της να εντείνει τις προσπάθειες ανάπτυξής της σε τομείς της οικονομίας που αποτελούν ζωτικό χώρο για τις νότιες χώρες κ.ο.κ.. Η τελική κατάληξη μιας τέτοιας εξέλιξης, ενός τέτοιου φαύλου κύκλου, είναι προδιαγεγραμμένη.
Εξάλλου, η ίδια η ρητορική που αναπτύσσουν οι ισχυροί της Ευρωζώνης στερείται «ενωτικής» λογικής, μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί αποσχιστική. Το να ζητάμε από τα αδύναμα κράτη-μέλη αυτόνομα, χωρίς εξωτερική βοήθεια, με μόνο όπλο τη δημοσιονομική πολιτική (χωρίς δηλαδή νομισματική) να ανταπεξέλθουν στην κρίση και μάλιστα να απειλούμε πως διαφορετικά θα υποστούν στην καλύτερη των περιπτώσεων κυρώσεις, και στη χειρότερη χρεοκοπία και έξοδο από την Ένωση, μοιάζει το ίδιο παράλογο με το να εξετάζει η κεντρική Κυβέρνηση της Ελλάδας σε τακτά χρονικά διαστήματα τα οικονομικά των Περιφερειών ή και των Δήμων της χώρας και στους πιο ασθενείς οικονομικά ή σε αυτούς που προβαίνουν σε ατασθαλίες, να επιβάλει κυρώσεις όπως στέρηση δικαιώματος ψήφου, στέρηση συμμετοχής σε συζητήσεις (!!!) για το μέλλον της χώρας ή ακόμα και έξοδο από την Ελλάδα!
Νομίζω πως θα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμο ο Έλληνας Πρωθυπουργός να επαναλάβει τη γνωστή σε όλους μας ρήση του «Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε», με αποδέκτες αυτή τη φορά τους Εταίρους μας και με πλοίο σε κίνδυνο την ίδια την Ενωμένη Ευρώπη.
http://www.statesmen.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου