Το ευρώ λειτούργησε ως μία πανευρωπαϊκή εκδοχή του μάρκου, καθιστώντας αδύνατο για τα κράτη της περιφέρειας να φθάσουν τη γερμανική ανταγωνιστικότητα
Είναι γνωστό ότι τα κράτη και δη τα μεγάλα που έχουν αναλόγου εμβέλειας συμφέροντα και ανάλογες φιλοδοξίες, αλλά κυρίως τα σοβαρά, που δεν αφήνουν την ύπαρξή τους στην τύχη, κινούνται με βάση ένα σχεδιασμό. Ο σχεδιασμός αυτός σχετίζεται με το γεωγραφικό χώρο και τη σύνδεσή του με άλλες συνιστώσες ισχύος, οριζόντιες και κάθετες, από την οικονομία και την τεχνολογία μέχρι τον πολιτισμό, το δημογραφικό παράγοντα και την κοινωνική συνοχή. Η Γερμανία είναι από τα κράτη που επιδιώκουν να έχουν πολιτική με χρονικό βάθος και ιστορική οπτική.
O πατέρας της γεωπολιτικής, Γερμανός γεωγράφος και συγγραφέας του «Der Lebenstraum – Ο Ζωτικός Χώρος», Friedrich Ratzel, προσδιόρισε τη γεωπολιτική ως τη «γεωγραφία στην υπηρεσία της πολιτικής του κράτους». *
Ο επίσης Γερμανός, με βαθιά επιρροή στην επιστήμη της γεωπολιτικής και επηρεασμένος ο ίδιος από τον Ratzel, γεωγράφος Karl Haushoffer, την περιέγραψε ως εξής:
«Η γεωπολιτική θα είναι και πρέπει να είναι η γεωγραφική συνείδηση του κράτους. Το αντικείμενό της είναι η μελέτη των μεγάλων ζωτικών συσχετίσεων του σύγχρονου ανθρώπου στο πλαίσιο του σύγχρονου χώρου και ο σκοπός της είναι ο συντονισμός των φαινομένων που συνδέουν το κράτος με το χώρο» (
Επειδή και οι δύο προαναφερθέντες επιστήμονες έδρασαν στο 19ο αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ού ο πρώτος, μέχρι το μέσο του ο δεύτερος, οι αναφορές αυτές γίνονται για να υπογραμμιστεί ότι οι Γερμανοί έχουν βαθιά γεωπολιτική συνείδηση και ως εκ τούτου επιμονή και συνέχεια στις σχετικές επιδιώξεις τους.
Η Ε.Ε. με τον τρόπο που δομήθηκε, και ακόμα περισσότερο με τον τρόπο που εξελίχθηκε μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, την επανένωση της Γερμανίας και την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, αντιμετωπίστηκε από το Βερολίνο ως η νέα εκδοχή του ζωτικού χώρου, η κατάκτηση του οποίου θα γινόταν αυτή τη φορά με οικονομικά μέσα και μόνο εμμέσως με στρατιωτικά, ήτοι χωρίς άμεση γερμανική πολεμική εμπλοκή, όπου χρειαζόταν. Η επιτάχυνση και με όρους εμφυλίου του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Πέραν του ότι εξουδετέρωσε μία ισχυρή κρατική οντότητα -η οποία είχε δημιουργηθεί μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ενισχυθεί μετά το Β’, δηλαδή μετά από δύο γερμανικές ήττες- στο μαλακό υπογάστριο του Reich, στα βαλκανικά σύνορα της Αυστρίας, «απελευθέρωσε» άμεσες ζώνες γερμανικής επιρροής, Σλοβενία και Κροατία, και εκμηδένισε μία χώρα, τη Σερβία, η οποία αν έβγαινε με άλλες συνθήκες από τη διάλυση της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στη περιοχή μαζί με την Ελλάδα. Εκμεταλλευόμενη και την αμερικανική επιπόλαια ανάγνωση της περιοχής, η Γερμανία προώθησε τότε σχεδόν αθέατη τους σκοπούς της. Δύο εν δυνάμει σημαντικοί παίκτες της Βαλκανικής, η συνεργασία των οποίων θα λειτουργούσε ως πολλαπλασιαστής διπλωματικής, οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος, βρίσκονται σήμερα νοκ άουτ. Πέραν της διαφαινόμενης εξυπηρέτησης στρατηγικών στόχων από την αποδυνάμωση των δύο, δεν πρέπει να υποτιμάται η αταβιστική λειτουργία κρατών που έχουν ιστορική στοχοπροσήλωση και γεωπολιτική εμμονή, όπως η Γερμανία. Ελλάδα και Σερβία ήταν οι χώρες όπου η ναζιστική Γερμανία αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη αντίσταση. Η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας επίσης θα πρέπει να σημειωθεί. Αυτά ως επισήμανση.
Το ευρώ λειτούργησε ως μία πανευρωπαϊκή εκδοχή του μάρκου, καθιστώντας αδύνατο για τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας να εξισορροπήσουν με άλλους τρόπους την αδυναμία τους να φθάσουν τη γερμανική ανταγωνιστικότητα. Τα ελλείμματα των υπολοίπων τροφοδότησαν τα γερμανικά πλεονάσματα, λόγω και της ανυπαρξίας οικονομικού και παραγωγικού σχεδιασμού από πολιτικές ηγεσίες όπως η ελληνική, οδηγώντας στη σημερινή κατάσταση. Δύο φορές τον προηγούμενο αιώνα, μετά από ισάριθμες στρατιωτικές ήττες και αφού κατέστρεψε την Ευρώπη, η Γερμανία ανέκαμψε με εντυπωσιακό τρόπο, κουβαλώντας όμως το σπόρο της επόμενης (αυτο)καταστροφής. Η Ιστορία απειλεί να επαναληφθεί, δυστυχώς όχι ως φάρσα, αλλά πάλι ως τραγωδία. Με τις οικονομίες γύρω της να παραπαίουν, από τη Βρετανία μέχρι την Ιταλία και από τις ΗΠΑ μέχρι τις πρώτες «γρατζουνιές» της Γαλλίας, η Γερμανία αισθάνεται αρκετά ισχυρή ώστε να κουνάει το δάχτυλο ακόμα και στην Ουάσιγκτον.
Είναι γνωστό ότι τα κράτη και δη τα μεγάλα που έχουν αναλόγου εμβέλειας συμφέροντα και ανάλογες φιλοδοξίες, αλλά κυρίως τα σοβαρά, που δεν αφήνουν την ύπαρξή τους στην τύχη, κινούνται με βάση ένα σχεδιασμό. Ο σχεδιασμός αυτός σχετίζεται με το γεωγραφικό χώρο και τη σύνδεσή του με άλλες συνιστώσες ισχύος, οριζόντιες και κάθετες, από την οικονομία και την τεχνολογία μέχρι τον πολιτισμό, το δημογραφικό παράγοντα και την κοινωνική συνοχή. Η Γερμανία είναι από τα κράτη που επιδιώκουν να έχουν πολιτική με χρονικό βάθος και ιστορική οπτική.
O πατέρας της γεωπολιτικής, Γερμανός γεωγράφος και συγγραφέας του «Der Lebenstraum – Ο Ζωτικός Χώρος», Friedrich Ratzel, προσδιόρισε τη γεωπολιτική ως τη «γεωγραφία στην υπηρεσία της πολιτικής του κράτους». *
Ο επίσης Γερμανός, με βαθιά επιρροή στην επιστήμη της γεωπολιτικής και επηρεασμένος ο ίδιος από τον Ratzel, γεωγράφος Karl Haushoffer, την περιέγραψε ως εξής:
«Η γεωπολιτική θα είναι και πρέπει να είναι η γεωγραφική συνείδηση του κράτους. Το αντικείμενό της είναι η μελέτη των μεγάλων ζωτικών συσχετίσεων του σύγχρονου ανθρώπου στο πλαίσιο του σύγχρονου χώρου και ο σκοπός της είναι ο συντονισμός των φαινομένων που συνδέουν το κράτος με το χώρο» (
Επειδή και οι δύο προαναφερθέντες επιστήμονες έδρασαν στο 19ο αιώνα και μέχρι τις αρχές του 20ού ο πρώτος, μέχρι το μέσο του ο δεύτερος, οι αναφορές αυτές γίνονται για να υπογραμμιστεί ότι οι Γερμανοί έχουν βαθιά γεωπολιτική συνείδηση και ως εκ τούτου επιμονή και συνέχεια στις σχετικές επιδιώξεις τους.
Η Ε.Ε. με τον τρόπο που δομήθηκε, και ακόμα περισσότερο με τον τρόπο που εξελίχθηκε μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, την επανένωση της Γερμανίας και την υιοθέτηση του κοινού νομίσματος, αντιμετωπίστηκε από το Βερολίνο ως η νέα εκδοχή του ζωτικού χώρου, η κατάκτηση του οποίου θα γινόταν αυτή τη φορά με οικονομικά μέσα και μόνο εμμέσως με στρατιωτικά, ήτοι χωρίς άμεση γερμανική πολεμική εμπλοκή, όπου χρειαζόταν. Η επιτάχυνση και με όρους εμφυλίου του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα. Πέραν του ότι εξουδετέρωσε μία ισχυρή κρατική οντότητα -η οποία είχε δημιουργηθεί μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ενισχυθεί μετά το Β’, δηλαδή μετά από δύο γερμανικές ήττες- στο μαλακό υπογάστριο του Reich, στα βαλκανικά σύνορα της Αυστρίας, «απελευθέρωσε» άμεσες ζώνες γερμανικής επιρροής, Σλοβενία και Κροατία, και εκμηδένισε μία χώρα, τη Σερβία, η οποία αν έβγαινε με άλλες συνθήκες από τη διάλυση της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο στη περιοχή μαζί με την Ελλάδα. Εκμεταλλευόμενη και την αμερικανική επιπόλαια ανάγνωση της περιοχής, η Γερμανία προώθησε τότε σχεδόν αθέατη τους σκοπούς της. Δύο εν δυνάμει σημαντικοί παίκτες της Βαλκανικής, η συνεργασία των οποίων θα λειτουργούσε ως πολλαπλασιαστής διπλωματικής, οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος, βρίσκονται σήμερα νοκ άουτ. Πέραν της διαφαινόμενης εξυπηρέτησης στρατηγικών στόχων από την αποδυνάμωση των δύο, δεν πρέπει να υποτιμάται η αταβιστική λειτουργία κρατών που έχουν ιστορική στοχοπροσήλωση και γεωπολιτική εμμονή, όπως η Γερμανία. Ελλάδα και Σερβία ήταν οι χώρες όπου η ναζιστική Γερμανία αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη αντίσταση. Η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας επίσης θα πρέπει να σημειωθεί. Αυτά ως επισήμανση.
Το ευρώ λειτούργησε ως μία πανευρωπαϊκή εκδοχή του μάρκου, καθιστώντας αδύνατο για τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας να εξισορροπήσουν με άλλους τρόπους την αδυναμία τους να φθάσουν τη γερμανική ανταγωνιστικότητα. Τα ελλείμματα των υπολοίπων τροφοδότησαν τα γερμανικά πλεονάσματα, λόγω και της ανυπαρξίας οικονομικού και παραγωγικού σχεδιασμού από πολιτικές ηγεσίες όπως η ελληνική, οδηγώντας στη σημερινή κατάσταση. Δύο φορές τον προηγούμενο αιώνα, μετά από ισάριθμες στρατιωτικές ήττες και αφού κατέστρεψε την Ευρώπη, η Γερμανία ανέκαμψε με εντυπωσιακό τρόπο, κουβαλώντας όμως το σπόρο της επόμενης (αυτο)καταστροφής. Η Ιστορία απειλεί να επαναληφθεί, δυστυχώς όχι ως φάρσα, αλλά πάλι ως τραγωδία. Με τις οικονομίες γύρω της να παραπαίουν, από τη Βρετανία μέχρι την Ιταλία και από τις ΗΠΑ μέχρι τις πρώτες «γρατζουνιές» της Γαλλίας, η Γερμανία αισθάνεται αρκετά ισχυρή ώστε να κουνάει το δάχτυλο ακόμα και στην Ουάσιγκτον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου